Τον Οκτώβριο του 2010, η λογοτεχνική κριτική στήλη των New York Times, που προκαλεί φόβο και τρόμο στους Αμερικανούς συγγραφείς εξαιτίας της δύναμης αποδόμησης που έχει, έγραψε μια διθυραμβική κριτική για το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Φράνζεν “Ελευθερία”, αν και στο παρελθόν η ίδια κριτικός της εφημερίδας, είχε χαρακτηρίσει τον Φράνζεν, ως τον «πιο ηλίθιο συγγραφέα στη Νέα Υόρκη» σε μια κριτική για το αυτοβιογραφικό του βιβλίο “The Discomfort Zone”. Στις 23 Αυγούστου, της ίδιας χρονιάς, ο Φράνζεν έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό “Time”, μια διάκριση που έχουν λάβει  ελάχιστοι Αμερικάνοι συγγραφείς.

Ο Φράνζεν είναι ο γνήσιος συνεχιστής των μεγάλων της αμερικάνικης λογοτεχνίας, Φιλίπ Ρόθ, Νόρμαν Μέηλερ, Τζων Αμπντάικ, Τρούμαν Καπότε,  Γουίλιαμ Φώκνερ… Αγαπώ αυτό τον συγγραφέα και δεν ξέρω αν είναι ο νέος Τολστόι, ξερω όμως ότι όποτε τον διαβάζω δεν θέλω να τελειώσει η αφήγησή του. Όταν τον συναντώ είναι σαν να έχει μόλις γυρίσει ένας επιστήθιος ενδιαφέρον φίλος από μακρυνό ταξίδι φορτωμένος αφηγήσεις. Αν δεν έχετε διαβάσει την «Ελευθερία» και τις «Διορθώσεις» αναζητήστε τα. Δύο βιβλία-μυθιστορήματα που τον έκαναν πύραυλο στο λογοτεχνικό σύμπαν. Γιά τις «Διορθώσεις», ερωτήθηκε πολλες φορές εάν είναι αυτοβιογραφικό. Ποτέ δεν έδωσε σαφή απάντηση. Πάντοτε υπομειδιούσε υπεκφεύγοντας. Την ίδια αντιδραση είχε _στη συγκεκριμένη ερώτηση_ και γιά την «Ελευθερία» του. Το συμπέρασμα είναι ένα: «Μόνο γράφοντας την αληθεια σου γίνεσαι καθρέφτης του αναγνώστη σου». Για αυτό κι αν θέλετε να δείτε τον βαθύτερο εαυτό σας διαβάστε Τζόναθαν Φρανζεν τις αμέσως επόμενες μέρες σας. Μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο «Σταυροδρόμια» από τις εκδόσεις Ψυχογίος, σε μετάφραση και επίμετρο του φίλου Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη. Μια υπέροχη μετάφραση, ενός μοναδικού μυθιστορήματος, με αξέχαστους χαρακτήρες και οξυδερκείς παρατηρήσεις πάνω στη σύγχρονη αμερικάνικη πραγματικότητα. Στα «Σταυροδρόμια», ο Φράνζεν διερευνά την ιστορία μιας γενιάς, με χιούμορ! Το μεγάλο χάρισμα του Φράνζεν είναι η δυνατότητα του να συνδέει τη μικρή εικόνα, το τι συμβαίνει μέσα σε ένα δωμάτιο κάπου στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, με τη μεγάλη εικόνα της πραγματικότητας! Απολαύστε μια συνομιλία που είχα μαζί του πριν λίγο καιρό!

Πώς ήταν η παιδική σας ηλικία;

Μεγάλωσα όταν η χώρα μου ζούσε το αποκορύφωμα της Αμερικάνικης Μεσαίας Τάξης. Γεννήθηκα το 1959. Εκείνη τη χρονική περίοδο οι φόροι μπορεί να ήταν υψηλοί, αλλά η εισοδηματική ανισότητα βρισκόταν σε ιστορικά χαμηλά. Με μία δουλειά ο πατέρας μπορούσε να φροντίσει την οικογένεια του. Υπήρχαν βέβαια και τότε προβλήματα. Ζούσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο και τον θεσμοθετημένο ρατσισμό. Δεν ήταν μία ιδανική περίοδος για όλους, αλλά οι γονείς μου, αν και είχαν ξεκινήσει από πολύ χαμηλά, κατάφεραν  να ζήσουμε μία καλή μικρομεσαία ζωή. Είχαμε αυτοκίνητο, σπίτι, ο πατέρας μου είχε μία καλή δουλειά και η μητέρα μου μπορούσε να μην εργάζεται και να μεγαλώνει τα παιδιά της. Τέλος θα ήθελα να πω και κάτι ακόμα: Δεν μεγάλωσα μόνο κατά τη διάρκεια της καλής εποχής για τη μεσαία τάξη των ΗΠΑ, αλλά και στα κεντρικά της χώρας, πράγμα σημαντικό γι’ αυτούς που ξέρουν τι σημαίνει κεντρικές ΗΠΑ.

Πιστεύετε στο αμερικάνικο όνειρο;

Είμαι αλλεργικός σε φράσεις που περιέχουν οτιδήποτε το αμερικάνικο. Δεν μου αρέσει γιά παράδειγμα ο όρος “αμερικάνικη λογοτεχνία”, δεν μου αρέσει ο όρος “αμερικάνικο όνειρο”. Αλλά μου αρέσει το “Lamerica” του σκηνοθέτη Τζιάνι Αμέλιο, το οποίο έχει ως βάση το αμερικάνικο όνειρο. Είναι δύσκολο να μην πιστέψεις στο αμερικάνικο όνειρο. Ο πατέρας του πατέρα μου ήρθε εδώ χωρίς καθόλου λεφτά και δούλεψε σκληρά. Τελικά τα κατάφερε καλά και έστειλε τον γιο του, τον πατέρα μου, στο πανεπιστήμιο. Μετά ο πατέρας μου δούλεψε κι εκείνος σκληρά, ήταν μηχανικός. Πέτυχε και κατάφερε να στείλει όλα τα παιδιά του στο πανεπιστήμιο. Εγώ, πάλι, σήμερα είμαι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον πατέρα μου. Οπότε το όνειρο δουλεύει. Εάν αυτό εννοούμε με τον όρο “αμερικάνικο όνειρο” τότε καλώς… Αυτός είναι ο μόνος συνετός τρόπος να μιλάμε για αυτό. Εάν όμως εννοούμε το σπίτι, τον σκύλο και τα δύο αυτοκίνητα, τότε λέμε άλλα αντ’ άλλων. Ξέρετε, για επτά μήνες στη ζωή μου, έζησα σε σπίτι με γκαζόν. Αυτή η εμπειρία με θεράπευσε μια για πάντα κι έτσι κατάφερα να μην ξαναπερπατήσω πάνω σε γκαζόν. (Γέλια) Το γκαζόν, έπρεπε να το κουρεύω κι αυτό το θεωρούσα τρομερή σπατάλη χρόνου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσος χρόνος ξοδεύεται στην Αμερική, μόνο και μόνο για να κουρεύουμε το γκαζόν… Εάν είχαμε μία άλλη εικόνα για το τι σημαίνει ιδανικό σπίτι, θα μπορούσαμε πολλά σπουδαιότερα πράγματα, αντί να κουρεύουμε το γκαζόν. Ενώ έμενα λοιπόν σ΄εκείνο το σπίτι με το γκαζόν, πήγα για τρεις εβδομάδες στη Νέα Υόρκη, για να ξεφύγω. Ε, λοιπόν μου τηλεφώνησε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, για να μου πει ότι οι γείτονες παραπονιούνταν επειδή δεν κούρεψα το γκαζόν! Τελικά γύρισα στο σπίτι, κούρεψα το γκαζόν, μου πήρε 10 λεπτά και μετά ξανά πίσω στη Νέα Υόρκη. Λοιπόν, για να καταλήξω στην ερώτησή σας: Δεν έχω παιδιά, δεν έχω γκαζόν, δεν έχω σκύλο, δεν έχω αυτοκίνητο. Αν αυτά αποτελούν το “αμερικάνικο όνειρο”, τότε ευχαριστώ δεν θα πάρω. Μάλλον αυτό το όνειρο, μου τελείωσε όταν ήμουν 16 ετών.

 Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην παιδική σας ηλικία. Πόσα παιδιά ήσασταν στην οικογένεια;

Ήμασταν τρία αδέλφια, έχω δύο αδερφούς μεγαλύτερους. Ήμουν το τελευταίο παιδί. Προκαλούνταν πολλές εντάσεις μέσα στην οικογένεια μου, κυρίως λόγω του χάσματος των γενεών και βέβαια λόγω της ατμόσφαιρας που επικρατούσε τη δεκαετία του ‘60, η οποία δεν ήταν σαν τις άλλες δεκαετίες. Τα αδέρφια μου μάλωναν και διαφωνούσαν, οι γονείς μου μάλωναν και διαφωνούσαν και μέσα σε αυτές τις καθημερινές κοινωνικο-ενδοοικογενειακές συγκρούσεις κυκλοφορούσε και ο μικρούλης γιος κι αδελφός… δηλαδή εγώ.

Πόσο καιρό σας πήρε να ξεπεράσετε τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες με τα αδέλφια σας;

Η αρχή έγινε το 2001. Όταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου άρχισε να ζει πιο παραδοσιακά. Έγινε γιατρός, γνώρισε μία όμορφη γυναίκα από τη Νέα Υόρκη, απέκτησε ένα υπέροχο σπίτι, έκανε δύο υπέροχα παιδιά, και κάθε τρία χρόνια αγόραζε ένα καινούργιο και πιο ακριβό αυτοκίνητο. Τότε, εντελώς ξαφνικά ήρθε στο προσκήνιο ο μεσαίος αδελφός μου, ο οποίος κάποια στιγμή είπε χαρακτηριστικά: “Δυστυχώς είχα συνηθίσει να είμαι ο μεσαίος και τώρα πρέπει να είμαι ο μεγάλος του σπιτιού”. Το πρόβλημα γι’ αυτόν ήταν ότι δυσκολευόταν να παίξει τον ρόλο του πρωτότοκου. Δεν ήταν καθόλου σοβαρός για έναν τέτοιο ρόλο.

Σας επηρέασαν τα αδέλφια σας;

Και από τους δύο επηρεάστηκα πολύ και κυρίως από τον μεσαίο. Ήταν ο καλλιτέχνης της οικογένειας: φωτογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης ταινιών και ο πιο επαναστάτης. Ήταν χίπης και είχε τον τρόπο να κάνει πολύ πιο εύκολα τα πράγματα με τους γονείς μας. Ενώ επαναστατούσε εναντίον τους και εναντίον διαφόρων συντηρητικών πραγμάτων γύρω, ταυτοχρόνως εμένα μου δίδασκε πώς να μην κάνω επανάσταση χτυπώντας τη γροθιά στο μαχαίρι.

 Πότε καταλάβατε ότι το γράψιμο, ήταν αυτό που τελικώς θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;

Όταν το 1980 επέστρεψα στο Σαιν Λούις, μετά από 16 μήνες που έλειπα στο Μόναχο σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών Κολλεγίου και βρήκα όλη η οικογένεια μου εκεί στο σπίτι να με περιμένει… τότε όλα άλλαξαν! Ήταν όλοι: οι γονείς μου, τα αδέρφια μου, η νέα γυναίκα του ενός αδερφού μου… Από την πρώτη στιγμή που πέρασα το κατώφλι της πόρτας, είδα τους πάντες χωρίς τις μάσκες τους. Ό,τι έβγαινε από το στόμα της μητέρας μου, διατηρούσε μία μοναδικότητα σημαντική. Ένοιωθα το βάρος κάθε λέξης της, τι κουβαλούσε η κάθε λέξη που χρησιμοποιούσε. Ένιωθα πως υπήρχε μία επιβράδυνση του χρόνου. Όλα όσα είχα περάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσα στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου, ξαφνικά έγιναν απολύτως ξεκάθαρα και ορατά. Καθώς περνούσαν οι μέρες λοιπόν, κάθε λίγο πήγαινα στο δωμάτιο μου και έγραφα ό,τι παρατηρούσα. Σημείωνα τα πάντα, ό,τι είχα δει και ακούσει το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ. Έτσι με έναν παράξενο τρόπο, χωρίς να το καταλαβαίνω, έγινα συγγραφέας. Έγινα συγγραφέας εκείνα τα Χριστούγεννα, βλέποντας και περιγράφοντας την οικογένεια μου να γιορτάζει. Μου πήρε άλλα 20 χρόνια βέβαια για να αρχίσω να γράφω σε μορφή βιβλίου, αυτά που σημείωνα εκείνα τα Χριστούγεννα.

Οι γονείς σας αντέδρασαν στην προοπτική να γίνετε συγγραφέας; Διαφωνούσαν με αυτά που σκεφτόσασταν και κάνατε εκείνη την εποχή;

Εντελώς! Όταν γύρω στα 17 πρωτοάρχισα να λέω ότι θα γινόμουν συγγραφέας, δεν υπήρχαν στον περίγυρό μας πολλοί αναγνώστες, ούτε κάποια θετική διάθεση για την τέχνη. Ξέρετε, η μητέρα μου έζησε πολλές δυσκολίες και η μόρφωση της ήταν περιορισμένη. Η καλλιτεχνική διάθεση λοιπόν, θεωρούνταν κουσούρι επικίνδυνο… Δεν πίστευαν οι γονείς μου ότι θα μπορούσε το παιδί τους να βγάλει το ψωμί του από την τέχνη. Και όντως, ο μεσαίος αδερφός μου που ήταν φωτογράφος και σκηνοθέτης δεν έβγαζε τίποτα, δεν μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς… Λογικό ήταν λοιπόν να φοβούνται ότι θα κατέληγα κι εγώ κάπως έτσι, αν έκανα κάτι παρόμοιο στη ζωή μου. Οπότε όταν άκουγαν ότι θέλω να γίνω συγγραφέας, με αποθάρρυναν επιμόνως.

Σήμερα, βλέποντας πίσω, την παιδική σας ηλικία, θα τη χαρακτηρίζατε ήρεμη;

Εάν τη συγκρίνω με την παιδική ηλικία ενός παιδιού που ζει στην Υεμένη ή στη Σομαλία…ναι! (γέλια) Ίσως να μην είχε καθόλου παλμό! Ήταν πολύ ήρεμα όλα όμως. Έχω φίλους που όταν ήταν παιδιά υπέστησαν φοβερή κακοποίηση από τους γονείς τους και τους γύρω… ακόμα και σεξουαλική κακοποίηση. Ξέρετε, όταν είσαι συγγραφέας, γνωρίζεις πολλούς ανθρώπους που έχουν περάσει πολύ σκληρή παιδική ηλικία. Κάποτε έγραψα ένα βιβλίο για τη δική μου παιδική ηλικία. Είχα συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία και τα γεγονότα που θεωρούσα καθοριστικά και που νόμιζα πως ήταν πολύ βαριά και δραματικά επομένως άξια να τα αφηγηθώ. Αλλά όταν άρχισα να γράφω γι’ αυτά, μου φάνηκαν τόσο γελοία! Πίστευα πως είχα δύσκολους γονείς αλλά όταν τους έβαλα στο χαρτί, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν καθόλου δύσκολοι άνθρωποι. Αντιθέτως ήταν πολύ καλοί τύποι. Αυτό τελικά είναι το ένοχο μυστικό μου, σε σχέση με άλλους φίλους μου συγγραφείς… Οι πιο πολλοί είχαν πράγματι φοβερά προβλήματα σε σύγκριση με μένα. Εγώ όμως βίωνα τις δικές μου δυσκολίες πολύ έντονα, διότι είχα υψηλό αίσθημα ντροπής… Τα έπαιρνα όλα στα σοβαρά κι αυτό δημιουργούσε ένα βάσανο ασήκωτο μέσα μου. Ο πόνος είναι πάντα κάτι σχετικό. Διαφέρει για κάθε άνθρωπο. Καθώς η παιδική μου ηλικία ήταν κάπως προστατευμένη και ήρεμη, εγώ ανέβαζα την ένταση της ευαισθησίας μου πολύ ψηλά. Μία λάθος λέξη έφτανε για να συγκροτηθεί ένα βάσανο που διαρκούσε μόλις λίγα λεπτά, αλλά κατέληγε σε κάτι το τρομερά ψυχοφθόρο και επώδυνο για μένα. Εάν όμως είχα μεγαλώσει στην Υεμένη ή στη Σομαλία θα είχα μετριάσει αναγκαστικά τα επίπεδα της ευαισθησίας μου, προκειμένου να επιβιώσω.

Ποια ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής σας;

Τα μέσα των ‘90s ήταν μια τρομερή περίοδος για μένα. Για την ακρίβεια όσα συνέβησαν τότε με έκαναν κομμάτια. Ο γάμος μου διαλύθηκε, ο πατέρας μου πέθανε, η μητέρα μου αρρώστησε και πέθανε κι εκείνη αργότερα. Δεν έφταναν όλα αυτά, ένοιωθα και μια απόγνωση για ό,τι συνέβαινε στην αμερικάνικη λογοτεχνία εκείνη την περίοδο. Τελικά, βέβαια, με κάποιο τρόπο, όλα αυτά με βοήθησαν να απελευθερωθώ. Δεν ανησυχούσα πλέον για το τι θα πίστευε ο πατέρας μου γι’ αυτά που γράφω. Για τη μητέρα μου δεν ανησυχούσα ποτέ, διότι κατάφερνε πάντα να συμβιβάζεται με τις επιλογές μου, αλλά ένιωσα πιο ελεύθερος όταν απελευθερώθηκε κι αυτή από τον πατέρα μου. (γέλια). Τέλος απελευθερώθηκα από την πίεση του να γράφω αποκλειστικά non-fiction ιστορίες και να κυνηγάω τα γεγονότα και τις πραγματικές λεπτομέρειες. “Όχι άλλα γεγονότα και γνώμες”, σας παρακαλώ. Μπορούσα πλέον να γράψω ό,τι ήθελα, όπως ήθελα, χωρίς να νιώθω ότι πρέπει να τους ικανοποιήσω όλους. Άρχισα να νοιώθω αλλιώς. Άρχισα να γράφω με χιούμορ. Ένιωσα πως η μόνη μου υποχρέωση ήταν να είμαι κοντά στο κοινό μου και ο μόνος τρόπος να είμαστε κοντά στο κοινό είναι να ελευθερωνόμαστε γράφοντας.

Μετά λοιπόν απ’ όλα αυτά, το 2001 εκδώσατε το βιβλίο που σας έκανε πάρα πολύ διάσημο, τις «Διορθώσεις». Ποια είναι λοιπόν η βασική ιδέα αυτού του μυθιστορήματος;

Έχω δώσει γύρω στις 200 συνεντεύξεις στη ζωή μου, κι ακόμα δεν μπορώ να δώσω μία καλή και ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Για να είμαι ειλικρινής ακόμα δεν ξέρω. Δεν μου είναι εύκολο για κανένα από τα βιβλία μου να μιλήσω με τη σαφήνεια που απαιτεί αυτή η ερώτηση. Δεν ξέρω τι να πω! Αυτό το μυθιστόρημα αφορά μία ακραία εκδοχή πίστης, αφορά τον ιδεαλισμό. Τελικά είναι ένα κοινωνιολογικό θρίλερ. Προσπαθώ να μιλήσω για το Ίντερνετ, για τα μεγάλα προβλήματα που θα προκαλούσε ένας πυρηνικός πόλεμος… Δεν ξέρω… όλα όσα με απασχολούν τα έχω συμπεριλάβει μέσα σε αυτό το βιβλίο.

Έχετε πει όμως ότι οι “Διορθώσεις” είναι μιά απάντηση στο “Infinite Jest” του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Ισχύει;

Ναι, το έχω πεί και ισχύει… Ήταν η άμεση αντίδραση μου όταν διάβασα  το “Infinite Jest”. Τελειώνοντας το χειρόγραφο του “Infinite Jest” άρχισα να γράφω… Η σχέση μας, με τον Γουάλας, ήταν πάντα πολύ ανταγωνιστική… Κι αυτό το έχω ξαναπεί. (Γέλια) Είμασταν πολύ φίλοι, τον σεβόμουν βαθειά, αλλά η σχέση μας συγγραφικά ήταν ανταγωνιστική. Πάντα παρακολουθούσα τι έγραφε, τα διάβαζα από τους πρώτους, κι επηρεαζόμουν αμέσως…  Κι εκείνος είχε επηρεαστεί από τους “Κραδασμούς”. Οταν λέω ανταγωνιστικοί, εννοώ ότι είχαμε βαθειά επικοινωνία που έμοιαζε με παιχνίδι απολαυστικό και πολύ δημιουργικό. Επέστρεφε ο ένας το μπαλάκι στον άλλον. Αυτό συνεχίστηκε ακόμα κι όταν έφυγε από την ζωή, με το βιβλίο του που εκδόθηκε μετά τον θανατό του… Η αυτοκτονία του υπήρξε το τελικό σερβίς, ένας άσσος από τη μεριά του. Προσπάθησα να του απαντήσω κι έγραψα την “Ελευθερία”.

Συνεχίζετε να είστε ανταγωνιστικός και με άλλους συνομηλίκους ομοτεχνούς σας; Από την παρέα που εκτιμάτε;

Ευτυχώς τώρα πια δεν αισθάνομαι θυμωμένος όπως παλιά, ούτε ανταγωνιστικός με την υπόλοιπη παρέα… Τους σέβομαι όλους, άλλα με κανένα από τους υπόλοιπους δεν είχα τη σχέση που είχα με τον Ντέιβιντ όσο ζούσε!

Στην παρέα που εκτιμάτε ποιους περιλαμβάνετε;

Είναι όλοι οι χαρισματικοί της γενιάς μου, που σέβομαι και εκτιμώ… Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Γουίλιαμ Βόλμαν, Μάικλ Σέιμπον, Τζορτζ Σόντερς, Ντόναλντ Άντριμ, ο Ευγενίδης, η Σμίθ και κάποιοι ακόμα. Από την παρέα αυτή μετά τον Γουάλας, ο Ντόναλντ Άντριμ είναι ο πιο στενός φίλος μου.

Έχετε καταλάβει τι σημαίνει «καλός συγγραφέας»;

Για μένα τείνει να σημαίνει η απουσία ψεύδους. Ορισμένες φράσεις, είναι τόσο κακές που δεν είναι καν “αληθινές” ως προς τη χρήση της γλώσσας. Άλλες είναι μεν καλές, αλλά τις νιώθουμε σαν να είναι λάθος. Τις αντιλαμβανόμαστε σαν μία περφόρμανς ή σαν ο συγγραφέας να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι, δίχως να μας δίνει έναν καλό, αληθινό λόγο, για να πειστούμε. Μερικοί συγγραφείς πάλι, ενώ έχουν καλό τόνο και χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα, είναι συναισθηματικοί και απλοποιούν πάρα πολύ το κείμενο για να γίνουν αναγνωρίσιμοι… Ο καλός συγγραφέας πρέπει να αποφεύγει όλες αυτές τις παγίδες. Και δεν έχει σημασία αν το κείμενο είναι μεγάλο ή μικρό, φιλόδοξο ή μετρημένο… Πρέπει να είναι καλό σε οποιοδήποτε επίπεδο. Μπορούμε να δούμε ένα καλό κείμενο και στην έκθεση ενός μικρού μαθητή. Αν ο συγγραφέας λέει κάτι με τρόπο που σε πείθει ότι αυτό είναι αληθινό για τον ίδιο, τότε αυτός είναι ένας καλός συγγραφέας και το κείμενό του είναι ένα καλό κείμενο. Καλό κείμενο είναι η αλήθεια ενάντια στο ψέμα».

Τι κάνει μερικά έργα να αντέχουν στον χρόνο;

To 1968 ή το ’69 είχαν ρωτήσει τον Μικ Τζάγκερ πώς εξηγούσε το γεγονός ότι οι Rolling Stones είναι τόσο δημοφιλείς κι εκείνος απάντησε: “Γιατί είμαστε γαμάτοι”! Φυσικά, το ίδιο θα λέγαμε και για τον Πλάτωνα ή τον Σαίξπηρ ‒αντέχουν επειδή είναι “Γαμάτοι”. Είναι βέβαια και θέμα τύχης. Όντως υπάρχουν κάποιες εμπλεκόμενες ευκαιρίες. Αν ο Μαξ Μπροντ είχε κάψει τα χειρόγραφα του φίλου του του Κάφκα μετά τον θάνατό του, όπως του είχε ζητήσει ο ίδιος ο Κάφκα, σήμερα δεν θα είχαμε τον “Πύργο”, τη “Δίκη” και την “Αμερική”. Ο Μπροντ όχι μόνο δεν τα κατέστρεψε αλλά εξέδωσε, τόσο αυτά όσο και τα “Ημερολόγια” και την “Αλληλογραφία” του Τσέχου συγγραφέα. Μπορεί να υπήρξαν και άλλοι σαν τον Κάφκα, το ίδιο σημαντικοί και ταλαντούχοι, οι οποίοι ήταν εγκλωβισμένοι, έγραφαν συνεχώς καθηλωμένοι στο κρεβάτι, και μετά τον θάνατό τους από καταχρήσεις, τα κείμενά τους δεν άρεσαν καθόλου στη μητέρα τους που τα ανακάλυψε ψαχουλεύοντας τα προσωπικά τους αντικείμενα για αναμνήσεις και είπε: “Τι είναι αυτό; Μιλάει για ένα έντομο! Πέταξέ το!”. Ποιος ξέρει πόσοι Κάφκα έχουν χαθεί με αυτόν τον τρόπο; Γι’ αυτό λέω ότι και η τύχη πρέπει να βάλει λίγο “το χεράκι της” γιά να ζήσει κάτι, πέρα από το φυσιολογικό του όριο. Γενικά η τύχη έχει σε οτιδήποτε κάνουμε ένα ποσοστό συμμετοχής! Ας της το αναγνωρίσουμε, μπορεί να μεροληπτήσει κάποια στιγμή και με μας. (Γέλια)

Ο καλός συγγραφέας είναι φανατικός αναγνώστης;

Ναι! Είναι περίεργο αλλά μερικές φορές με ρωτάνε άνθρωποι: “Θέλω να γίνω συγγραφέας, τι πρέπει να κάνω;” Η απάντηση μου είναι απλή: “Πρέπει να αρχίσεις να διαβάζεις”. Πρέπει να αρχίσεις από το διάβασμα αν θέλεις να γράψεις.

Υπήρξαν σημαντικές επιρροές στη ζωή σας; Επιρροές που σε καθόρισαν;

Πιο πολύ από τις επιρροές συντέλεσε η επιθυμία μου να μιμηθώ τους άλλους. Δεν μπορείς να διαβάζεις Κάφκα και να μην εύχεσαι να το είχες γράψει εσύ αυτό που σε τρελαίνει. Η επιθυμία μου να εξελιχθώ, να μιμηθώ τους μεγάλους, αλλά και να εντυπωσιάσω τους γονείς μου, ήταν η κινητήριος δύναμή μου στη ζωή.

Ποιοι άλλοι συγγραφείς σας επηρέασαν εκτός από τον Κάφκα;

Είναι λίγο ντροπιαστικό αυτό που θα σας πω. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία μικρός, που με επηρέασαν, αλλά δεν είχα διαβάσει πολύ τους μοντέρνους γερμανόφωνους, όπως ο Κάφκα, ο Ρίλκε, ο Κράους. Όταν τους διάβασα έστω και καθυστερημένα αυτοί ήταν οι βασικές επιρροές μου. Ο Γκαίτε επίσης βρισκόταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως και ο Σαίξπηρ. Εννοώ ότι μπορείς να βρεις τον Σαίξπηρ πίσω από καθετί που γράφεις. Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω το πρώτο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Κούβερ, το “Origin of the Brunists”. Έχω αντιγράψει πολλά πράγματα από αυτόν τον συγγραφέα, όπως και από τον Ντελίλο. Με τους Φλωμπέρ, Προυστ, Τολστόι, Κόνραντ και Φώκνερ, άρχισα να ασχολούμαι καθυστερημένα επίσης. Ίσως εάν τους είχα διαβάσει από πιο νωρίς, το γράψιμο μου να ήταν τελείως διαφορετικό από ότι ήταν στην αρχή.

Έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τους Μοντέρνους Γερμανόφωνους συγγραφείς. Τι σας συναρπάζει σε αυτούς;

Είστε Έλληνας και μιλάτε για τους Γερμανούς; Αυτή την εποχή είναι πολύ παρεξηγήσιμο ένας Έλληνας να μιλάει γιά τους Γερμανούς! (γέλια)  Πέρα από τα αστεία… Εάν είχα πάρει βασικό μάθημα στο πανεπιστήμιο τα Γαλλικά σίγουρα τότε θα είχα ασχοληθεί με άλλους συγγραφείς, με τους Μεγάλους Γάλλους. Η βασική επιλογή μου όμως στο Πανεπιστήμιο, ήταν “Γερμανική Γλώσσα και Λογοτεχνία”. Νόμιζα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα να ξεφύγω από το πατρικό μου, από το σπίτι μου, από τους γονείς μου και να ταξιδέψω, για έναν χρόνο έστω, στην Ευρώπη. Κατάφερα να το κάνω… Όταν ξαναγύρισα λοιπόν στο Σεν Λούις, στο πανεπιστήμιο, επέλεξα να ασχοληθώ με τους Μοντέρνους Γερμανόφωνους…

Μια που το έφερε η κουβέντα πως βλέπετε να εξελίσσονται οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία;

Είναι μία ατυχής κατάσταση αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Νιώθω συμπόνοια και για τις δύο πλευρές και πιστεύω πώς όλο αυτό που συμβαίνει είναι πρόβλημα του συστήματος που έχει θυματοποιήσει και τις δύο χώρες. Ο νόμος των αθέλητων συνεπειών. Πιστεύω πως έχουν υπάρξει σοβαρές συνέπειες από τη δημιουργία της Ευρωζώνης και, ναι, οι Γερμανοί μπορεί να μην φαίνονται πλέον τόσο ελκυστικοί σε μερικά από αυτά που λένε. Αλλά και μερικές πτυχές της Ελληνικής πολιτικής σκηνής και του οικονομικού τρόπου ζωής δεν φαίνονται ούτε κι αυτά ελκυστικά. Οπότε το βλέπω περισσότερο σαν τραγωδία αυτό που συμβαίνει πάρα σαν ένα παιχνίδι ηθικής.

Πώς αποφασίσατε να μάθατε Γερμανικά;

Αυτό έγινε από ατύχημα. Έμαθα Γερμανικά γιατί υπολόγιζα να γίνω επιστήμονας, και το ‘70, τα Γερμανικά ήταν η γλώσσα που έπρεπε να ξέρεις εάν ενδιαφερόσουν σοβαρά για τις φυσικές επιστήμες. Έπειτα όταν αποχώρησα από τον κλάδο των φυσικών επιστημών στο πανεπιστήμιο, έπρεπε να επιλέξω κάποια άλλα βασικά μαθήματα, οπότε επέλεξα να συνεχίσω τη γερμανική γλώσσα και στάθηκα τόσο τυχερός! Ανακάλυψα μία απίστευτη λογοτεχνία. Νομίζω ότι η εκπαίδευσή μου στη γερμανική λογοτεχνία με επηρέασε πολύ. Οι Γερμανοί όπως και όλοι οι ευρωπαίοι συγγραφείς, ενδιαφέρονται για το νόημα. Ο Νίτσε, ο Ρίλκε, ο Τόμας Μαν… Και μου κάνει εντύπωση που και σύγχρονοι Γερμανοί συγγραφείς που διαβάζω, πειραματίζονται, αλλά παραμένουν πιστοί στον κανόνα που λέει ότι ένα έργο πρέπει να έχει κάποιο νόημα.

Πώς ξεκινάει κάποιος να γράφει ένα μυθιστόρημα; Πώς διαλέγουμε μία ιδέα ανάμεσα στις τόσες που έχουμε μέσα στο μυαλό μας και αρχίζουμε να γράφουμε;

Εγώ δεν αρχίζω το γράψιμο από μια ιδέα. Αρχίζω από τους χαρακτήρες. Και οι χαρακτήρες δεν μου έρχονται αμέσως. Μπορεί να μου πάρει μήνες ή χρόνια ή ακόμα και δεκαετία για να τους δημιουργήσω. Κάποια στιγμή λοιπόν μένω με μια πεντάδα χαρακτήρων και τότε το πρόβλημα είναι πως να συνθέσω την ιστορία που τους ενώνει όλους. Οι χαρακτήρες στο μεταξύ αν έχουν αναπτυχθεί σωστά, από εκεί που θα μπορούσαν να υπάρχουν 5 τρισεκατομμύρια επιλογές για την ιστορία, τελικά δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι να χρησιμοποιήσεις μια 43χρονη νοικοκυρά, έναν διανοούμενο ροκά, έναν περιβαλλοντολόγο και έναν 17χρονο νεαρό. Εγώ είμαι καλός στο να δημιουργώ μία πλοκή για ένα μυθιστόρημα. Δεν είμαι σίγουρος όμως εάν είμαι καλός στο να σκέφτομαι μία πρωτότυπη και αυθεντική κατάσταση. Αν μου δώσεις μία κατάσταση, μπορώ γρήγορα να δημιουργήσω την πλοκή. Μπορώ να το κάνω αυτό μέσα σε ένα απόγευμα. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να χρειάζομαι πέντε με εννέα χρόνια για να γράψω ένα μυθιστόρημα, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που χρειάζομαι. Και δεν έχει να κάνει με την ιδέα. Ποια είναι η ιδέα των “Διορθώσεων”; Η μητέρα θέλει να επιστρέψουν τα παιδιά της για τα Χριστούγεννα. Αυτή την ιδέα τη βρίσκεις και σε ένα βιβλιοπωλείο με βιβλία δεύτερης διαλογής. Δεν θα έλεγες ποτέ: “Α… αυτή είναι η ιδέα που θα δουλέψω πάνω της για τα επόμενα 5 χρόνια!”.  Και για να είμαι ειλικρινής δεν άρχισα τις “Διορθώσεις” με τη συγκεκριμένη ιδέα. Κατέληξα σ’ αυτήν επειδή η επιθυμία της “μητέρας” λειτουργούσε σαν μία απελπισμένη αναγκαιότητα, που οργάνωνε όλο το βιβλίο. Η μητέρα πάντα θα τους θέλει όλους πίσω για τα Χριστούγεννα. Αυτό είναι το κόνσεπτ! Σημασία λοιπόν δεν έχει η ιδέα αλλά ο χαρακτήρας που δημιουργεί την ιδέα. Λοιπόν… αυτή ήταν μία μεγάλη απάντηση που σου έδωσα, ελπίζω να βγάζει κάποιο νόημα και τώρα θα βουλώσω το στόμα μου. (Γέλια)

Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να ξεπεράσετε τους φόβους σας;

Δε νομίζω πως το γράψιμο βοηθάει να ξεπεράσουμε αυτά που μας βασανίζουν. Οι συγγραφείς γράφουν χωρίς να ξεφεύγουν από τις έμμονες ιδέες τους και παράλληλα, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, εμπλέκουν και άλλους ανθρώπους σε αυτές. Για να θέσουμε λοιπόν πιο σωστά αυτό το θέμα: το γράψιμο είναι ένας τρόπος να δημιουργήσεις κάτι όμορφο και με νόημα μέσα από τους φόβους σου.

Από που προέρχεται ο φόβος;

Είναι μια βασική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπάρχει λόγος που ακόμα δεν έχουμε μια καλή φαρμακευτική αγωγή για το άγχος. Ίσως θα έχετε ακούσει ότι περνάω χρόνο παρατηρώντας τα πουλιά…

Ναι το έχω ακούσει και απορώ. Γιατί;

Ξέρετε τι κάνουν τα πουλιά; Συνεχώς κοιτάνε γύρω τους ανήσυχα, νοιώθουν ότι κάτι κακό θα μπορούσε να τους συμβεί ανά πάσα στιγμή και είμαι βέβαιος πως νοιώθουν φόβο, παρόλο που δεν ξέρω πως είναι να είσαι πουλί. Φανταστείτε λοιπόν τους ανθρώπους που έχουν τόσο πολύπλοκο εγκέφαλο και που περιστοιχίζονται από τόσα πολλά πράγματα τα οποία μπορούν να τους προκαλέσουν έντονη ανησυχία… Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα, πιστεύω ότι η κύρια αιτία της δυσφορίας και του φόβου των ανθρώπων είναι η ανησυχία, η αβεβαιότητα για την επόμενη στιγμή. Και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ούτε υπάρχει τρόπος να αποβάλουμε αυτόν τον φόβο, επειδή η πολυπλοκότητα του εγκεφάλου μας, εμπλέκεται με την πρωταρχική διαδικασία του να είσαι ζωντανός. Έτσι καταλήγουμε απόλυτα εθισμένοι στον φόβο και στο άγχος. Μόνο η ηρωίνη –γενικώς, κάποια ναρκωτικά– θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτή την ανησυχία. Δεν την συστήνω σαν λύση… Αλλά είναι μια διαπίστωση! (Γέλια)

Γιατί γράφετε;

Αυτός είναι ο λόγος που είμαι ζωντανός. Ευτυχώς που υπάρχει αυτή η κατηγορία στον κόσμο: οι συγγραφείς. Πάλι καλά. Διότι διαφορετικά πώς θα αφηγούμουν όλα αυτά που θα συγκέντρωνα; Οι συγγραφείς βασικά είμαστε αφηγηματικά πλάσματα. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ταυτότητα από τη μνήμη. Ένας από τους λόγους που αναφερόμαστε στην απώλεια μνήμης για έναν ασθενή με Αλτσχάιμερ, είναι επειδή δεν μπορεί πια να ρυθμίσει τη μνήμη του με βάση την αφήγηση. Μπερδεύεται… Βλέπει ένα πρόσωπο και νομίζει πως είναι η μητέρα του –η οποία στην πραγματικότητα έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό το άτομο, λοιπόν, έχει ουσιωδώς οικοδομήσει μία νέα ταυτότητα, αφού η κανονική του ταυτότητα έχει δραματικά μειωθεί. Το “ποιος είμαι;” αποτελείται ουσιαστικά από μία ιστορία που εγώ έχω πει στον εαυτό μου. Γεννήθηκα στο Σικάγο, πήγα σχολείο στη Φιλαδέλφεια, έγινα συγγραφέας, παντρεύτηκα, χώρισα… αυτός είμαι, έτσι σκέφτομαι τον εαυτό μου. Γι’ αυτό αν ρωτήσεις κάποιον “ποιος είσαι;” θα σου απαντήσει με μία ιστορία. Η ταυτότητα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την αφήγηση και γι’ αυτό είναι πολύ πιθανό να δημιουργήθηκε αυτό το είδος τέχνης. Μέσα από τη θεμελιώδη αυτή ανάγκη της αφήγησης, δηλώνουμε την ταυτότητα μας η οποία είναι αυτό που είναι αλλά και αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι. Πολλές φορές φανταζόμαστε τα πράγματα με λάθος τρόπο, οπότε δημιουργούμε τις δικές μας ιστορίες για ένα συγκεκριμένο γεγονός. Η ταυτότητά μας δεν είναι απλά αφήγηση, είναι μια ευφάνταστη αφήγηση. Οι μνήμες μας δεν είναι πάντα αξιόπιστες και το τι επιλέγουμε να θυμόμαστε ή το πως το θυμόμαστε, είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό. Όταν διαβάζεις την “Άννα Καρένινα”, υιοθετείς τις ταυτότητες των ηρώων. Υιοθετείς τις ταυτότητές τους με τον ίδιο τρόπο που υιοθετείς και τη δική σου ταυτότητα.

Εσείς πως ανακαλύψατε την ταυτότητά σας ως συγγραφέας;

Στα 17 μου, όπως σας είπα, μου μπήκε η υποψία ότι το γράψιμο ήταν κάτι που θα μου άρεσε να κάνω στη ζωή μου. Αλλά αυτό πρέπει να το συνειδητοποιείς συνέχεια, δεν φτάνει μόνο μια φορά. Με τα δύο πρώτα βιβλία μου, δεν απέσπασα την προσοχή που επιθυμούσα από το αναγνωστικό κοινό… Ειδικά το δεύτερο δεν πήγε καθόλου καλά… Ταυτοχρόνως, ο γάμος μου κατέρρεε, δεν είχα χρήματα και συνεχώς σκεφτόμουν: «Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου; Γιατί προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι μου αρέσει να γράφω; Γιατί δεν έγινα δικηγόρος;” Έπρεπε να ξανανακαλύψω όλες τις πτυχές της ζωής μου για να βεβαιωθώ ότι ζω μόνο για να γράφω. Τώρα τα έχω καταφέρει, έχω δείξει στον κόσμο τι είμαι ικανός να κάνω, αλλά και πάλι πρέπει να ξαναρωτάω κατά καιρούς τον εαυτό μου: «Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί συνεχίζω να γράφω;” Και σήμερα αναρωτιέμαι: «Μήπως να δοκίμαζα να γίνω δημοσιογράφος; ‘Η δικηγόρος για εταιρίες που αγωνίζονται για έναν καλό σκοπό;” Πρέπει να ανακαλύπτεις τον σκοπό της ζωής σου σε κάθε στάδιο που περνάς. Δεν είναι κάτι μόνιμο η απόφαση για το ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σου.

Γεννιέται κάποιος συγγραφέας;

Ενδιαφέρον ερώτημα. Ολη αυτή η πολυλογία για να φτάσουμε σε ένα ενδιαφέρον ερώτημα; (Γέλια) Γεννιέσαι συγγραφέας; Όχι, απαραίτητα. Πιστεύω όμως πως η ευκολία και η άνεση με τη γλώσσα, κληρονομούνται γενετικά. Το παρατηρώ στα ανίψια μου. Όλοι στην οικογένειά μου, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, γράφουν καλύτερα από τον μέσο όρο. Είναι φανερό, υπάρχει κάτι σε σχέση με τη γλώσσα. Πιστεύω επίσης ότι για να γίνει κάποιος συγγραφέας, παίζει ρόλο, η θέση που έχει από παιδί μέσα στην οικογένεια καθώς επίσης και η δυναμική της ίδιας της οικογένειας. Όπως είπα και προηγουμένως, εγώ ήμουν ο μικρότερος, αυτός που άκουγε συνεχώς τους άλλους, χωρίς να συμμετέχει, αλλά ήμουν πάντα παρών, σε όλες τις εντάσεις και διαφωνίες. Έπρεπε λοιπόν να μάθω να κατανοώ τον κάθε χαρακτήρα της οικογένειας ξεχωριστά. Πιστεύω πως αυτό είχε να κάνει με το επάγγελμα που αποφάσισα να ακολουθήσω. Και βέβαια ως παιδί πέρασα πολλές ώρες μόνος μου, διαβάζοντας βιβλία. Από τα 6 μου έως τα 15, διάβαζα συνεχώς.

Τι καθορίζει τις ζωές μας; Οι επιλογές ή οι επιρροές;

Ελπίζω να μην περιμένετε να σας πω κάτι αυθεντικό και πρωτότυπο για την ελεύθερη βούληση ή την αποφασιστικότητα… Νομίζω πως αυτό που με ρωτάτε έχει μεγάλη σχέση με ό,τι έλεγα πριν για την αφηγηματική μνήμη _η οποία είναι το θεμέλιο όχι μόνο για την αίσθηση της ταυτότητάς μας αλλά και για την αίσθηση που έχουμε για τη ζωή μας. Το σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι πρόκειται για μια αναδρομική δραστηριότητα. Προχωρώντας μέσα στον χρόνο έχω συσσωρεύσει αναμνήσεις και η ιστορία μου γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη με το πέρασμα κάθε δευτερολέπτου. Αλλά βασικά, ένα οποιοδήποτε ερώτημα σχετικά με το παράδοξο της ελεύθερης βούλησης, εναντίον της αποφασιστικότητας, φαίνεται λιγότερο παράδοξο, εάν το εφαρμόσουμε αναδρομικά. Συγνώμη… Φαίνεται λιγότερο παράδοξο επειδή το εφαρμόζουμε αναδρομικά. Οφείλουμε πάντως να είμαστε ικανοί να αναγνωρίσουμε εάν αυτό που κάνουμε είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης ή εάν ήταν ήδη προγραμματισμένο μέσα μας λόγω της παιδικής ηλικίας μας. Αυτό που έχει σημασία είναι η αναδρομική καταγραφή, ο υποκειμενικός λογαριασμός που ο εαυτός μας εκτελεί. Ξοδέψαμε πολύ χρόνο πάνω σε αυτή την ερώτηση αλλά τουλάχιστον καταφέραμε να πούμε κάτι με συνοχή, στο τέλος…

Τι είναι το ταλέντο;

Χρειάζομαι μία ώρα για να σκεφτώ να απαντήσω αυτές τις ερωτήσεις που με ρωτάτε! Για μένα το ταλέντο είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι. Ο Αγκάσι έχει ταλέντο στο τένις. Εγώ όχι. Θα μπορούσα να είχα αρχίσει τένις από δύο ετών, να έκανα εξάσκηση 50 ώρες την εβδομάδα σε όλη μου τη ζωή, αλλά και πάλι δεν θα μπορούσα να κάνω σερβίς σαν τον Αγκάσι, με ταχύτητα 130 μίλια την ώρα… Αυτό το ταλέντο που έχει ο Αγκάσι, το συναντάς 1 φορά στο 1.000.000!

Το ταλέντο μοιάζει με θεική αδικία;

(Γελάει) Ναι, με το ταλέντο γεννιέσαι. Παρόλ’ αυτά, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην υγεία και στην ευτυχία, ακόμα κι αν δεν κέρδισαν το λαχείο του ταλέντου. Είναι λάθος αυτό που συμβαίνει για παράδειγμα στην Αμερική με την ακραία εκδοχή της αποκαλούμενης “αξιοκρατίας”. Χρειαζόμαστε μια πιο ανθρώπινη κοινωνική δομή. Το ταλέντο χαρίζει δισεκατομμύρια στους ανθρώπους που το έχουν. Γιατί; Τι έκαναν για να αξίζουν κάτι τέτοιο; Γεννήθηκαν με το ταλέντο. Αυτό είναι τρελό!

Πιστεύετε πως μπορεί κάποιος να έχει γεννηθεί με ταλέντο και να το χάσει στην πορεία; Τι σκοτώνει το ταλέντο;

Το ταλέντο εξελίσσεται. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Δεν μεγάλωσα σε αθλητική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αυτοδίδακτος διανοούμενος, αγόραζε βιβλία και τα διάβαζε τα βράδια. Πίστευε στη ζωή του μυαλού και άρα ποτέ δεν μας παρότρυνε να ασχοληθούμε με τον αθλητισμό. Δεν μας πέταξε ούτε μια φορά τη μπάλα του μπέιζμπολ. Συνεπώς τα τρία αδέρφια δεν ήμασταν καθόλου αθλητικοί τύποι. Ειδικά εγώ ήμουν χάλια, οπότε πίστευα πως δεν είχα καθόλου ταλέντο στα αθλήματα. Εκεί γύρω στα τριάντα μου όμως έπιασα ξαφνικά μία ρακέτα και τότε ανακάλυψα ότι είχα ικανότητες. Βεβαίως ήταν πια αργά. Καθυστέρησα 25 χρόνια! Μπορεί λοιπόν τελικά να είχα ένα ταλέντο στα αθλήματα. Σήμερα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως παίζω τένις λίγο καλύτερα από τον μέσο όρο. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σας, πιστεύω πως το ταλέντο συνήθως υπάρχει και πως το σπαταλάμε, το χαραμίζουμε γιατί δεν το έχουμε ανακαλύψει καν. Ή το έχουμε ανακαλύψει και δεν το εκμεταλλευόμαστε. Βλέπεις ανθρώπους -υπέροχους μουσικούς- οι οποίοι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική. Είναι και θέμα προσωπικότητας. Λέει για παράδειγμα ο άλλος: “Εφόσον δεν θα μπορέσω να δώσω ρεσιτάλ και να κάνω συναυλίες τότε ποιο το νόημα να παίζω πιάνο;” Δεν νομίζω πάντως ότι το ταλέντο μπορεί να καταστραφεί… Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αλλά μπορείς να προδώσεις το ταλέντο σου. Μπορεί να έχεις πολύ ταλέντο σε κάτι και να το χρησιμοποιήσεις σε μία φρικτή δουλειά, σε ηλίθια πρότζεκτ.

Ταλέντο στην ανάγνωση υπάρχει; Υπάρχει ταλαντούχο κοινό;

Αν υπάρχει το ταλέντο της ανάγνωσης; Ελπίζω αυτό να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Πιστεύω όμως πως αυτή η ικανότητα μαθαίνεται, είναι θέμα έκθεσης στην ανάγνωση. Ωστόσο για να κάνεις μία εξειδικευμένη κριτική λογοτεχνίας, τότε πραγματικά χρειάζεσαι κάποιο ειδικό ταλέντο.

Όταν γράφετε έχετε κάποιον συγκεκριμένο αναγνώστη στο μυαλό σας;

Τον εαυτό μου. Είμαι λίγο σαν η πόρνη του αναγνώστη. Επειδή εγώ δεν έχω υπομονή προσπαθώ να μη γράφω βιβλία που προκαλούν ανυπομονησία στον αναγνώστη. Δεν θέλω να κουράζω τον αναγνώστη. Για να μη βαριέμαι λοιπόν εγώ, χρειάζομαι ένα ζωντανό κείμενο. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η πλοκή όσο τα εκφραστικά μέσα. Για να το πετύχεις αυτό απαιτείται πειθαρχία.

Βοηθάει το γράψιμο να βλέπεις πράγματα που διαφορετικά δεν θα μπορούσες να τα δεις;

Εμένα με βοήθησε το διάβασμα. Όταν άρχισα να μαθαίνω να διαβάζω λογοτεχνία, όλα όσα μέχρι τότε ήταν αόρατα και ξαφνικά όλα γίνονταν ορατά.

Γράφατε πιο εύκολα προτού γίνετε τόσο επιτυχημένος; Ή το αντίστροφο;

Όχι η επιτυχία δεν είναι εμπόδιο. Παρακινούμαι εύκολα από την αίσθηση της ευθύνης και της υπευθυνότητας. Και καθώς έχει σχηματιστεί ένας κύκλος αναγνωστών μου, νιώθω την ευθύνη να τους δώσω και άλλο από τη δουλειά μου. Οπότε αυτό είναι καλό. Κατά κάποιο τρόπο αυτό σημαίνει επιτυχία για μένα. “Α! Έχω το κοινό μου. Ας γράψω και κάτι άλλο”. Το δύσκολο είναι ότι κανείς δεν έχει μπροστά του έναν αόριστο αριθμό καλών βιβλίων για επόμενες εκδόσεις. Έχω πέντε βιβλία και μία μακρινή ιδέα για το έκτο αλλά γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Αυτό ισχύει όταν γράφεις για θέματα που πραγματικά σε αφορούν και όχι όταν γράφεις σαν να δίνεις παράσταση.

Σκέφτομαι το δοκίμιο που γράψατε στο περιοδικό Harper’s – όπου αναζητείτε τα χαρακτηριστικά του κοινού που διαβάζει.

Ναι, είχε σημασία για μένα αυτό το θέμα. Νομίζω πως έφερε σε δύσκολη θέση μερικούς συγγραφείς οι οποίοι ούτε καν σκέφτονται ποιο είναι το κοινό τους. Εγώ απλώς εξέφρασα τη γνώμη μου. Έχω απορία για το ποιος αγοράζει τα βιβλία μου και ποιος τα διαβάζει. Δεν είμαι ένας αγνός καλλιτέχνης, θέλω να γνωρίζω ποιο είναι το κοινό μου και πως μπορώ να το εξυπηρετήσω καλύτερα. Αυτό βέβαια είναι ανάθεμα για την αληθινή τέχνη: “Η ιδέα της εξυπηρέτησης πελατών”. Εγώ όμως νιώθω πως οι αναγνώστες είναι πελάτες και πρέπει να τους προσφέρω καλές υπηρεσίες. Είναι τόσο κακό να προσπαθείς να δώσεις στον αναγνώστη κάτι που του αρέσει; Η συγκεκριμένη ιδέα ήταν εντελώς ντεμοντέ το ‘60, το ‘70, το ‘80, στην περίοδο της αιχμής για το αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο αναγνώστης τότε έπρεπε να ματαιωθεί, να αμφισβητηθεί, να νιώσει πρόκληση, να φοβηθεί, να αναστατωθεί, να έρθει σε αμηχανία. Όλα αυτά όμως είναι πολύ αρνητικά συναισθήματα, για να τα προκαλέσεις στον άνθρωπο που αγόρασε το βιβλίο σου. Σωστά; Από την άλλη υπάρχουν και οι λογοτεχνικά καλλιεργημένοι αναγνώστες που είναι μαζοχιστές. Στη Γερμανία, σχεδόν θα απογοητευτούν  μαζί σου στις παρουσιάσεις, εάν δεν διαβάσεις για μία ώρα με μονότονη φωνή χωρίς καν να κοιτάξεις το κοινό. Οι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι με το γεγονός ότι η ανάγνωση ήταν κάτι το δυσάρεστο, γιατί αυτό είναι η λογοτεχνία. Αλλά αυτό δεν είναι η δική μου κουλτούρα.

Αλήθεια δεν σας επηρέασε το γεγονός ότι γίνατε εξώφυλλο στο περιοδικό Time; Αυτο έχει συμβεί σε ελάχιστους συγγραφείς. Ποιο είναι το κόστος της επιτυχίας; Υπάρχει κόστος;

Γιά μένα το εξώφυλλο στο “Time” ήταν σημαντικό γιατί ο πατέρας μου υπήρξε φανατικός αναγνώστης του Time. Tο χάρηκα πολύ λοιπόν…

Πήρατε την εκδίκησή σας… Ο πατέρας σας το χάρηκε; Το εξώφυλλο βοήθησε να άρει τις επιφυλάξεις του για τον δρόμο που πήρατε;

Δεν ξέρω, όταν πάω να τον βρώ εκεί που είναι, θα τον ρωτήσω. (Γέλια) Ο πατέρας μου είχε πεθάνει καιρό πριν το εξώφυλλο. Πέρα από τα αστεία, αυτή η δημοσιότητα και η αναγνώριση φέρνει μαζί της την απομόνωση και την αποξένωση… κι εγώ δεν θέλω να αποξενωθώ από τον εαυτό μου και μου αρέσει πάνω από όλα, να έχω ιδιωτική ζωή. Δεν μπορώ να υποδύομαι έναν ρόλο όταν κυκλοφορώ ανάμεσα στον κόσμο. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου, η αλήθεια μου… Δεν λέω ότι ο ρόλος αυτός δεν μου ταιριάζει ή ότι κινδυνεύω από αυτό… Έχω ισχυρές απόψεις και δεν κινδυνεύω από αυτή την εκθεση. Επιπλέον, μου αρέσει το κοινό, μου αρέσει η προσοχή του κόσμου. Αλλά αυτός ο Φράνζεν, δεν είναι ο αληθινός εαυτός μου. Προσπαθώ πολύ να προστατέψω εκείνο τον εαυτό μου που δεν έχει καμιά σχέση με το εξώφυλλο του “Time”.

Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ήταν όπως έχετε πει ο πρώτος λογοτέχνης φίλος σας. Τι σας τράβηξε σ΄αυτόν;

Η σχέση μας ξεκίνησε όπως σας είπα και πριν ως ανταγωνιστική, κατά κάποιον τρόπο. Νομίζω πως αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλον ως “αξιόλογο αντίπαλο”. Ο Γουάλας είχε συνηθίσει να είναι ο πιο έξυπνος του χώρου. Όταν έμαθε ότι είχα και εγώ έναν βαθμό εξυπνάδας μέσα μου, η ισορροπία λίγο άλλαξε. Μου αρέσει πολύ ο ανοιχτός ανταγωνισμός. Έχω δύο αδέρφια, παίζαμε παιχνίδια, οι γονείς μου επίσης έπαιζαν μπριτζ. Οπότε ο ανταγωνισμός ήταν καλοδεχούμενος στην οικογένεια και δεν ήταν ασυμβίβαστος με την αγάπη. Η σχέση μου λοιπόν με τον Ντέιβιντ ήταν “αγάπη από την πρώτη ματιά”, υπήρχε κάτι μεταξύ μας, ήταν κάτι σαν τον “καλύτερο φίλο” που δεν είχα ποτέ ως τότε. Ήμασταν παρόμοιοι σε πολλά πράγματα, με πολλούς τρόπους -ήταν απίστευτο! Όλα αυτά που σκεφτόμουν και αισθανόμουν και που νόμιζα πως κανείς άλλος δεν είχε σκεφτεί ποτέ και δεν είχε αισθανθεί ποτέ, εκείνος τα ήξερε, τα σκεφτόταν και τα αισθανόταν! Μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Υπήρχε μεταξύ μας μία πραγματική ισότητα. Γεννηθήκαμε σχεδόν την ίδια περίοδο σε σχετικά κοντινές περιοχές. Τα μέρη που εκείνος γεννηθηκε  και μεγάλωσε απείχαν περίπου 2 ώρες από το Σεν Λούις όπου ζούσα εγώ οπότε είχαμε τις ίδιες πολιτιστικές αναφορές, είχαμε τις ίδιες καιρικές συνθήκες… Ήμασταν βέβαια  πολύ διαφορετικοί σε μερικές πτυχές, αλλά σε θεμελιώδη θέματα είχαμε πολύ παρόμοια αντίληψη. Γενικά ήμασταν παρόμοια άτομα. Όταν γνωριστήκαμε από την πλευρά μου υπήρξε μία άμεση αίσθηση σύνδεσης. Εκείνος χρειάστηκε λίγο χρόνο, χρειάστηκε 2 χρόνια. Έπρεπε κάπως να τον κυνηγήσω, γιατί το ήξερα αμέσως ότι θα ταιριάζαμε, άκουγα το ένστικτό μου. Ήθελα να γίνει φίλος μου. Τελικά συμφώνησε. Γίναμε φίλοι… (γέλια)

Τα ατυχήματα είναι τελικά η τύχη της ζωής μας;

Δεν μετανιώνω σχεδόν ποτέ για ό,τι μου συμβαίνει, ούτε καν για τα ατυχήματα. Είμαι λυπημένος για κάποια πράγματα, εύχομαι να είχαν έρθει αλλιώς, αλλά τελικώς τίποτα δεν θα άλλαζα από αυτά που έζησα. Στη θεωρία του χάους, εάν αρχίσεις να διορθώνεις κάτι, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει με το υπόλοιπό του. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής, συμβαίνει κατά τύχη. Αν το δεις όλο μαζί σαν σύνθεση και το αποτέλεσμα είναι καλό, δεν χρειάζεται να είναι τέλεια και η κάθε λεπτομέρεια. Έτσι νιώθω. Μέσα στο χάος της ζωής είναι καλό να ξέρεις να αιωρείσαι. Εμένα μου αρέσει να αιωρούμαι.

Τι είναι το λάθος στη ζωή;

Αυτή είναι μία πολύ πρωτότυπη ερώτηση και θα έπρεπε να έχω μία πρωτότυπη απάντηση, επειδή χρησιμοποιώ τη λέξη “λάθος”, πολύ συχνά στην “Ελευθερία”. Στο μυθιστόρημά μου αυτό, η αυτοβιογραφία του κεντρικού ήρωα έχει τίτλο “Λάθη έγιναν”. Νομίζω πως το λάθος κρύβει σχεδόν πάντα μέσα του, μία αίσθηση καθυστερημένης κατανόησης. Οι άνθρωποι λένε πως ήξεραν ότι ήταν λάθος αυτό που έκαναν, ακόμα και τη στιγμή που το έκαναν, αλλά αυτό, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν βγάζει νόημα. Βασικά εννοούν ότι ανησυχούσαν πως αυτό που έκαναν μπορεί να εξελισσόταν σε λάθος και παράλληλα ήλπιζαν να ξεφύγουν από το λάθος. Και φυσικά τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνουν να ξεφύγουν και τότε καταλήγουν να λένε πως αυτό που έκαναν ήταν ένα λάθος. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω στην ερώτηση.

Γιατί συχνά επιμένουμε στο λάθος; Για παράδειγμα γιατί παραμένουμε σε έναν γάμο ή μία σχέση ενώ ξέρουμε ότι έχει τελειώσει;

Αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία απαντά η αφήγηση πολλών ιστοριών. Και πάλι όμως η ερώτηση μένει αναπάντητη. Κάθε σχέση είναι διαφορετική, τουλάχιστον κάθε “λυπημένη σχέση” –όπως είπε κάποτε ένας φίλος. Αν κάνεις ένα βήμα πίσω μπορείς να το σκεφτείς διαφορετικά: “Γιατί δεν αυτοκτονούν  λοιπόν όλοι οι άνθρωποι με την πρώτη ευκαιρία; Γιατί να είμαστε κολλημένοι σ’ αυτή τη ζωή ενώ γνωρίζουμε πως θα τελειώσει επώδυνα;” Και σε αυτό το ερώτημα ο καθένας έχει να δώσει τη δική του απάντηση. Σίγουρα δεν θα είναι όλες οι απαντήσεις καλές. Συχνά παίζει ρόλο η αδράνεια. Επίσης παίζει ρόλο η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ και άλλων ουσιών, που βοηθούν να ξεχνάει κανείς πόσο απελπιστική είναι η κατάσταση που ζει. Αυτό όμως είναι το συγκλονιστικό με τις σχέσεις και τη ζωή. Εγείρουν ερωτήσεις που θα μένουν πάντα αναπάντητες όσα εκατομμύρια φορές κι αν απαντηθούν.

Επαναλαμβάνετε συχνά ότι οι ηγέτες σήμερα καταστρέφουν το περιβάλλον.Αλήθεια είστε αισιόδοξος; Υπάρχει ελπίδα να σωθεί ο κόσμος μας, αν οι ηγέτες είναι τόσο ασυνείδητοι;

Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Έχουμε κληρονομήσει έναν κόσμο που σήμερα είναι αγνώριστος –αν μπορούσαμε να τον δούμε με τα μάτια των ανθρώπων άλλων εποχών. Αλλά τώρα, ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Η αλλαγή, η καταστροφή, έχει γίνει. Πάρτε το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης… Ό,τι κακό έγινε από την αρχή της Ένωσης, έγινε! Τώρα το πράγμα δεν γυρίζει πίσω… Τώρα ό,τι προσπάθεια κι εάν γίνει στην Ευρώπη για τα επόμενα εκατό χρόνια δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Το ίδιο ισχύει και για τον πλανήτη. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει σημαντικά. Οπότε, η μόνη διέξοδος, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα πράγματα για τα οποία αξίζει να πολεμήσεις. Για μένα τυχαίνει ένα από αυτά να είναι η επιβίωση των πουλιών, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι ένα νησί με ελλιπείς υποδομές, όπου χρειάζεται να κατασκευαστεί ένα εργοστάσιο ηλεκτρισμού σε μία κοιλάδα για να προχωρήσει η παραγωγή στο νησί. Όπως βλέπετε δεν προτείνω τη λύση της απόλυτης απραγίας σε σχέση με το περιβάλλον και τις υποδομές ανάπτυξης. Απλώς υποστηρίζω πως υπάρχουν και άλλες αξίες που πρέπει να περιφρουρήσουμε. Δεν χάθηκαν όλες. Πιστεύω πως υπάρχει ακόμα πολύ πολύτιμο υλικό, σε σχέση με το περιβάλλον, το οποίο πρέπει να ενσωματώσουμε στη δημόσια συζήτηση. Φοβάμαι επίσης, πως η εμμονή μας με τις κλιματολογικές αλλαγές, μας κάνει να αγνοούμε τα υπόλοιπα κομμάτια των οικοσυστημάτων στον πλανήτη που καταστρέφονται την παρούσα στιγμή. Τελικά κατά έναν παράδοξο τρόπο, όταν είσαι απαισιόδοξος για το μέλλον, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γίνεις πιο επιθετικός και δραστήριος και να αρχίσεις να προστατεύεις αυτό που έχεις. Να κάτι που έχει νόημα και βάση ως ένας έξυπνος τρόπος ζωής: “Αγωνίσου για αυτά που μπορείς πραγματικά να αλλάξεις!”

Στην “Ελευθερία” οι Πάτι και Γουόλτερ στο πρώτο τους ραντεβού βλέπουν μια ιστορική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου και ο Γουόλτερ ταυτίζεται, με τον ήρωα που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Πως προέκυψε αυτή η αναφορά στη συγκεκριμένη ταινία; Πότε την είδατε;

Την έχω δει αρκετές φορές… Πρώτη φορά την είδα πριν τριάντα χρόνια σε ένα φεστιβάλ! Παραμένει μια από τις πιό σημαντικές ταινίες που έχω δει, μαζί με το “Lamerica” του Gianni Amelio και τον «Νονό» που τον είδα τα τελευταία χρόνια.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω την εμμονή σας γύρω από τα συστήματα εξουσίας. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζουν τη διαμόρφωση μας η οικογένεια, η επιστήμη, οι πολυεθνικές, τα δυκτια και το διαδίκτυο; Πόσο καθορίζουν την ταυτότητά μας;

Αυτή είναι μιά ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση που θέλει αρκετή ώρα να απαντηθεί. Αυτή είναι μια ερώτηση που με βασανίζει, που έχει βασανίσει πολλούς κοινωνιολόγους και κυρίαρχα τον Μαξ Βέμπερ. Τώρα πια, όσο μεγαλώνω αποστασιοποιούμαι από αυτό που υποστήριξε ο Μάξ… Προσωπικά έχω μετατοπιστεί! Έχω στρέψει το ενδιαφέρον μου από τα συστήματα στα άτομα. Το άτομο είναι κάτι το απρόβλεπτο, περιέχει μυστήριο, ενώ τα συστήματα είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμα. Σε αντίθεση με τον Πίντσον και τον  Γκάντις, προτιμώ να δίνω έμφαση στο άτομο.

Σήμερα τα άτομα μπορούν να γυρίσουν την πλάτη σε αυτό τον βορβαδισμό των σόσιαλ μίντια και στην επίθεση της τεχνολογίας;

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να απαντήσω… Απλώς κάθε φορά που εμφανίζεται ένα καινούργιο σύστημα που ελέγχει τα πάντα, μοιάζει να αποκλείει κάθε δυνατότητα αντίστασης του ατόμου. Καθε σύστημα στην επικράτησή του έχει φασιστικά και ολοκληρωτικά στοιχεία. Για το διαδύκτιο είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε και δεν ξέρουμε τι θα πετύχει όλη αυτή η “νέα τεχνολογική επανάσταση”. Όλοι τη φοβούνται και ταυτόχρονα όλοι φοβούνται να μείνουν εκτός αυτής… Οι εκδότες και οι παραγωγοί θεωρούν ότι δεν μπορεις να πετύχεις πια τίποτα αν δεν έχεις λογαριασμό στο twitter και αν δεν χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου στο facebook. Δεν πρόκειται να αγοράσει κανεις το βιβλίο σου αν δεν δραστηριοποιηθεί σε αυτά τα μέσα! Αν δεν ενταχθείς σε αυτό το παιχνίδι θα μείνεις απ’ έξω. Αυτή είναι μια δικτατορία! Όσο όμως τροφοδοτείς τον κόσμο του ηλεκτρονικού περισπασμού και της κατακερματισμένης προσοχής, τόσο περισσότερο σκοτώνεις την ουσία. Το λέω συνέχεια, όχι αστειευόμενος, ότι σε λίγο οι εκδότες θα μας ζητάνε βιβλία δύο σελίδων, γιά να μπορούν να ικανοποιήσουν την απαίτηση των αναγνωστών του διαδυκτίου. Είναι καθήκον του συγγραφέα και των δημιουργών νοήματος και ουσίας να αντισταθούν. Αν κατακερματιστεί το νόημα και η ουσία ο αφηγητής και ο αναγνώστης θα δώσουν την ψυχή και το μυαλό τους, καυσόξυλα για το τζάκι! Μας καίνε και δεν το καταλαβαίνουμε…

Σας ευχαριστώ.

Κι εγώ… Πέρασα ωραία, αυτό έχει τη σημασία του!

 

︎❈ Τα βιβλία του Τζόναθαν Φράνζεν κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.