Η Σαλονικιά Ρία Ελληνίδου είναι μεγάλο αλάνι, έχει τσαμπουκά, πηγαία λαϊκότητα, βλέμμα-φωτιά. Είναι όμορφη, αλλά την καίει περισσότερο να την σέβονται για την φωνή της και την μουσική της διαδρομή. Δεν μπορείς να την μπερδέψεις με καμία άλλη και έχει κατορθώσει να αφορά κόσμο και εκτός της φάσης των μπουζουκιών και των εμπορικών, λαϊκοπόπ ασμάτων. Γιατί η Ρία Ελληνίδου είναι μια ολόκληρη πατρίδα από μόνη της-ό, τι ακριβώς έχω γράψει και πιστεύω για την Λένα Κιτσοπούλου. H Ρία ανήκει σε αυτήν την αρμαθιά καλλιτεχνών που θεωρώ ευγενείς αναρχικούς, δεν υποτάσσονται σε νόρμες και πεπατημένες, φτιάχνουν την φάση μόνες και μόνοι, την ίδια ώρα που γουστάρουν πολύ να συνεργάζονται με άλλους, να ανταλλάσσουν στοιχεία και γνώσεις, να κοινωνούν την ματιά τους πάνω στην ζωή και την τέχνη.
Η φωνή της Ρίας είναι μαυλιστική, αιθέρια και άκρως ερωτική. Από 13 ετών βιοπορίζεται από την τέχνη της, την οποία έχει σπουδάσει και πονέσει πολύ. Την έχετε δει στην τηλεόραση, στο Youtube, σε κάποια αφίσα στον δρόμο, πιθανά στο Tik Tok ή στο Instagram. Ξέρει να πουλάει πολύ καλά αυτό που αγαπά περισσότερο: την πρόκληση χαράς, μέσω του τραγουδιού. Παρέα με καταπληκτικούς οργανίστες και με σημαντικές συνεργασίες στο βιογραφικό της, η Ρία ανοίγει σιγά σιγά τον δρόμο της επιτυχίας της-που ήδη έχει ξεκινήσει να έρχεται.
Με 500.000 ακολούθους συνολικά στις πλατφόρμες της, σκορπά την χαρά και το κέφι, κάνει αδυσώπητο φλερτ με τον φακό, είτε του κινητού της είτε τω εικονοληπτών στα video clip της, αλλά από κοντά διέπεται από μια παράξενη, σχεδόν ερωτική, σεμνοτυφία που δεν κατανοώ αλλά με γοητεύει. Μου λέει πώς δεν της αρέσουν οι δημόσιες διαχύσεις (να φιλιέται δηλαδή έτσι χύμα στον δρόμο με τον άλλον), μου εξηγεί πως η κόκα δεν παίζει ούτε για πλάκα στο τραπέζι της, αν και παραδέχεται ότι είναι το ναρκωτικό των τραγουδιστών και ομολογεί ότι πίνει ένα ποτό όλη νύχτα, πολύ νερωμένο. Η ζωή της μοιάζει με αθλήτριας, λίγο πολύ. Για να μπορεί να αναταποκρίνεται στα βαριά ξενύχτια που απαιτεί η καριέρα της, αλλά και στα απαιτητικά πρωινά στούντιο, χρειάζεται ξεκούραση, ηρεμία, καλή διατροφή και προσοχή με τις καταχρήσεις.
Πίσω από το πανέμορφο, άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπό τηες με το λάγνο βλέμμα, κρύβεται ένα μυαλό που έχει κουράσει με ατελείωτο overthinking και ιμια καρδιά που μοιάζει πρόθυμη να ανοιχτεί και να δοθεί όπου αξίζει και όπου χρειάζεται. Σε μερικά χρόνια, της λέω, «Ρία θα λένε και θα κλαίνε» και γελάει. Ξέρω ότι το πιστεύει βαθιά μέσα της και η ίδια. Μιλάμε για μία ώρα, σε ρυθμό πολυβόλων, σε ένα καφέ μπαρ στον Πειραιά.
Κυρίες και κύριοι, η Ρία Ελληνίδου εκτός πίστας. Σκέτος φώσφορος. Και περισσότερο παιδί, από ό, τι γυναίκα, believe it or not, σε μια συνέντευξη που πάρθηκε απνευστί κυριολεκτικά.
-Πώς ήταν η Ρία ως παιδί; Πού και πώς ζούσε; Τι ονειρευόταν;
Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη και ήμουν το μεσαίο παιδί μιας οικογένειας με ρίζες από τον Πόντο και την Μικρασία. Έχω έναν αδερφό πέντε χρόνια μεγαλύτερη και μια αδερφή έναν χρόνο και κάτι μικρότερη, με την οποία ήμασταν σαν δίδυμα, κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο και ντυνόμασταν παρόμοια. Οκτώ μηνών, χωρίς να έχω καλοπερπατήσει ακόμα, άρχισα να μιλώ. Βασικά, μιλούσα κανονικά, σαν ενήλικας, όχι σαν παιδάκι, χρησιμοποιούσα δύσκολες, παράξενες λέξεις, μάλλον με γοήτευε η γλώσσα. Όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, έλεγα «γιατρός», αλλά τόνιζα ότι θα τραγουδούσα στους αρρώστους για να τους θεραπεύω. Δεν είχ σκεφτεί τίποτα άλλο και, όπως βλέπεις, δεν έχουν αλλάξει πολλά μέχρι σήμερα που είμαι 34. Το’ πα και το’ κανα, που λέμε. Ενός έτους, μαζί με τα πρώτα βήματα, ξεκίνησα να τραγουδάω και να χορεύω, έκανα μικρά θεατρικά σκετς για τους συγγενείς στην γιορτή του πατέρα μου, του Αγίου Νικολάου. Με έβαζαν πάνω στο τραπέζι και έδινα show και γελούσαν τα σόγια.
-Πήγες από μικρή στο ωδείο;
Ούτε τεσσάρων δεν ήμουν. Και θέλησαν να με ξεκινήσουν με κιθάρα, αλλά ήμουν τόσο μικροκαμωμένη και αδύνατη,12 κιλά πράγμα, και δεν μπορούσε να περάσει άνετα το χεράκι μου να βρει τις χορδές από πάνω. Ξέρεις, ο κόσμος νόμιζε πως οι γονείς μου με είχαν μαζέψει από τον δρόμο: κοκαλιάρικο, μαυριδερό, μιας που με πιάνει ο ήλιος κατευθείαν, ένας Μόγλης, ο Μόγλης της γειτονιάς-συνήθως, μετά το σχολείο, με έβρισκες πάνω σε ένα δέντρο. Ο διευθυντής του ωδείου προέτρεψε τους γονείς μου να ξεκινήσω φλογέρα κι έτσι κι έγινε. Σύντομα, καθώς μεγάλωνα, έκανα και μουσική προπαιδεία, θεωρητικά της μουσικής εννοείται πάντα παράλληλα με τ’ όργανο. Μόλις πήρα το πτυχίο της φλογέρας, Τετάρτη δημοτικού, ξεκίνησα κλαρινέτο, γιατί από τα πνευστά πας στα πνευστά. Είχα ήδη ξεκινήσει και αρμόνιο, γιατί χρειάζεσαι κάποιες γνώσεις στην αρμονία. Μόλις τελείωσα το δημοτικό, άρχισε η μαμά μου να σκέφτεται μήπως πάω σε μουσικό σχολείο, μιας που ήδη έπαιζα δυο τρία όργανα και τραγουδούσα. Ξέχασα να σου πω πως στο ωδείο έκανα και παραδοσιακό τραγούδι. Σύντομα, ξεκίνησα τα παραδοσιακά όργανα, ιδίως κρουστά, που είναι το βασικό μου όργανο, έχω διδάξει κιόλας.
-Ρία, με το σχολείο πώς τα πήγαινες; Πώς προλάβαινες με τόσα μαθήματα μουσικής;
Ε, δεν τα πήγαινα, όπως καταλαβαίνεις. Ήμουν καλή στο ν’ αντιγράφω και να κάνω σκονάκια. Βαριόμουν θανατηφόρα και δεν είχα υπομονή μια ώρα και 45 λεπτά να ακούω τα πώς και τα γιατί. Βιαζόμουν, ήθελα να μάθω τα πράγματα πιο άμεσα, πιο γρήγορα, πιο πρακτικά. Περνάω όμως ευτυχώς στο μουσικό γυμνάσιο, αλλά από το προηγούμενο καλοκαίρι, δηλαδή 13 ετών, ξεκινάω να δουλεύω κανονικά ως μουσικός και τραγουδίστρια. Μάλιστα, χόρευα κιόλας, έκανα μαθήματα λάτιν και οριεντάλ, χορό της κοιλιάς-ο χορός ήταν και παραμένει το μόνο είδος γυμναστικής που απολαμβάνω και δεν βαριέμαι. Στα 14 μου έβγαζα έναν σημερινό βασικό μισθό ενήλικα, τραγουδώντας και παίζοντας κρουστά σε συναυλίες, σε χορευτικά, σε συλλόγους, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, σε καλοκαιρινά φεστιβάλ. Πήγαινα σχολείο τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα τραγουδούσα, εργαζόμουν. Ο αδερφός μου έπαιζε κλαρίνο και σαξόφωνο κι ήταν μαζί του. Κι επίσης είχαμε φτιάξει μια μπάντα με τα αδέρφια μου και τη μαμά μου και δύο άλλους μουσικούς και δουλεύαμε έτσι, όλοι μαζί. Τη μπάντα τη λέγαμε «Γραικοί».
-Άλλη δουλειά δηλαδή στην ζωή σου δεν έχεις κάνει;
Καμία, ποτέ. Στα 18 μου έβγαζα δυο σημερινούς μισθούς. Και στα 18 επίσης είχα ήδη κατάρτιση σε μουσική και τραγούδι. Είχα κάνει, εννοείται μαθήματα τραγουδιού, όχι μόνο παραδοσιακού και βυζαντινής μουσικής, αλλά και τζαζ και γκόσπελ. Είχα αρχίσει να λέω και τα πρώτα μου «όχι», διάλεγα αν θα πάω εδώ ή εκεί. Στα 19 μου μπήκα στο συγκρότημα πραδοσιακής μουσικής του Δήμου Θεσσαλονίκης. Στα 20 τραγουδούσα στην παράσταση Λωξάντρα η Πολίτισσα στο Βασιλικό Θέατρο που ήταν sold out δύο χρόνια!
-Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι μπήκες σε όλο αυτό και λόγω οικογένειας ή ευκολίας; Ότι είχες δηλαδή την κλιση από μικρή και εντάξει, δεν σου ήταν και δύσκολο. Δεν σου άρεσε να αναλάβεις κάποια άλλη εκπαιδευτική ή επαγγελματική πρόκληση;
Ούτε μια στιγμή. Ποτέ κανείς δεν μου στάθηκε εμπόδιο, ούτε όμως και με πίεσε για κάτι. Οι γονείς μου είναι πάρα πολύ καλοί και πάρα πολυ έξυπνοι άνθρωποι. Θυμάμαι, κάποια στιγμή, ήθελα να δοκιμάσω ζωγραφική και δεν μου αρνήθηκαν. Όταν είδαν πως δεν μ’ άρεσε και άρχισα να τα παρατάω, με άφησαν να τα παρατήσω. Και με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καλά και πάλι έδειχναν κατανόηση. Βέβαια, τώρα που το συζητάμε να σου πω ότι μου άρεσε κάπως η Βιολογία και η Χημεία. Ήθελα να μαθαίνω πράγματα που θα μου χρησιμεύει πρακτικά στην ζωή μου. Στο μουσικό σχολείο, στον μουσικό έλεγχο είχα εικοσάρια. Στα άλλα μαθήματα, ήμουν πολύ μέτρια.
-Έχεις μήπως την αγωνία αν κανείς θα σε θεωρήσει αμόρφωτη ή ασπούδαστη; Μήπως έχει κιόλας συμβεί κάτι τέτοιο;
Όχι, ευτυχώς. Και κανείς δεν μπορεί να με πει αμόρφωτη. Ξέρω μάλιστα καλά τι θα απαντήσω αν συμβεί. Ο λόγος που με ακούς να σου τονίζω τα των σχολικών επιδόσεων είναι άλλος και είναι κάπως σκληρός: αν όταν ήμουν παιδάκι ήξερα ότι ο μουσικός θα θεωρείται ανειδίκευτος και πεταμένος παρακατιανός (όπως βιώσαμε στην περίοδο της καραντίνας, που νιώσαμε απροστάτευτοι ως καλλιτέχνες, ερμηνευτές και δημιουργοί, ακούγοντας μάλιστα και απίθανες βλακείες!), ίσως στρεφόμουν προς κάπου με μεγαλύτερη ασφάλεια. Κι αυτό είναι κρίμα, γιατί και η μουσική είναι σπουδή, είναι όνειρο, είναι μόχθος, απαιτεί ώρες διαβάσματος και αφοσίωσης. Δεν είναι άντε βαράμε ένα ντέφι και ανοίγουμε το στόμα μας, δεν είναι τόσο απλό.
-Θα συνεχίσω να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου. Ξέρεις, υπάρχουν πολλές και πολλοί καταπληκτικοί καλλιτέχνες που έχουν εμπειρία και γνώση για το λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι. Εσύ έχεις βγάλει και κάποια τσιφτετελοπόπ κομμάτια, αυτό που λέμε «εμπορικά». Ποια είναι η ταυτότητά σου;
Το κάνω για να πιάσω μεγαλύτερο κοινό, αυτή είναι η αλήθεια. Όχι ότι δεν με εκφράζουν και καθόλου, έχουν πλάκα, είναι ξεσηκωτικά, να σαν το “Σαν φωτιά” και το “Σε κάνω κέφι”. Όμως, στα λάιβ μου όποιςο έρχεται βλέπει και ακούει κλασικό λαϊκό (και δεν μιλώ για ελαφρολαϊκό που ξέρουμε και ακούμε κυρίως στην Αθήνα), αλλά και παραδοσιακό. Λαϊκά τραγούδια είναι αυτά του Καζαντζίδη, του Αγγελοπουλου, της Σακελλαρίου, όχι τα ποπ με λίγο λαϊκή χροιά. Το μπουζούκι ξαναγυρίζει σιγά σιγά, αλλά τα τελευταία χρόνια, όπως και το κλαρίνο, ήταν πεταμένο εκτός δισκογραφίας. Τα ραδιόφωνα δεν παίζουν τα καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδι, εννοώ και με λαϊκή ενορχήστρωση.
-Ο Παντελίδης λάνσαρε το σαξόφωνο, έφτιαξε έναν νέο λαϊκοπόπ και ίσως λαϊκοσκυλάδικο, χωρίς παρεξήγηση, τρόπο να συστήσει την μουσική του. Πάτησαν πάνω αρκετοί κι αρκετές.
Έτσι είναι. Τα ραδιόφωνα δεν παίζουν εύκολα τραγούδια με μπουζούκι ή και κλαρίνο. Γιατί; Δεν το έχω καταλάβει ακόμα. Προερχόμαστε, ρε συ, μουσικά από το μπουζούκι, από όργανα παραδοσιακά, από τέτοιες μουσικές. Οι καλλιτέχνες των προηγούμενων δεκαετιών τι ήταν; Σκουπίδια; Ευτυχώς, γυρίζει ο τροχός με τα της μουσικής, θα δούμε αλλαγές σύντομα, γιατί η ρίζα είναι ισχυρό πράγμα, ζητά δικαίωση.
-Μίλα μου για την μετάβασή σου από Θεσσαλονίκη Αθήνα.
Κατέβηκα λίγο πριν τον κορωνοϊό, δυστυχώς, κατέβαινα ήδη κάποιους χειμώνες, γιατί ήδη το ταβάνι της Θεσσλονίκης άρχισε να με κουράζει. Είχα δουλέψει στα περισσότερα μαγαζιά, σε πιο λαϊκορεμπέτικα πάλκα και μουσικές σκηνές με τέτοιο ρεπερτόριο, και σμυρνέικο φυσικά. Ελάχιστα μέρη είχαν απομείνει για δουλειά, αρκετά μαγαζιά είχαν αρχίσει με την κρίση και με αυτά να κλείνουν. Άρχισα, λοιπόν, να φλερτάρω με Αθήνα, με τα εδώ μαγαζιά. Στην αρχή έμενα προς Νέα Σμύρνη και μετά ήρθα στην καστέλλα του Πειραιά. Σαν Θεσσαλονικιά, έψαχνα θάλασσα, με είχε κουράσει και αυτή η τσιμεντίλα. Δεν σου κρύβω ότι με ζορίζει λίγο αυτή η πόλη, λόγω και των αποστάσεων. Κανονίζεις ένα ραντεβού με την φίλη σου ας πούμε μια βδομάδα πριν! Καμία σχέση με αυτό που ήξερα και είχα συνηθίσει στην Θεσσαλονίκη. Προσπαθώ να προσαρμοστώ, βέβαια. Ξέρω ότι έχω κι εγώ ένα πολύ γεμάτο πρόγραμμα, δουλεύω πολύ, οι συνεργάτες μου, μεταξύ αστείου και σοβαρού, μου παραπονιούνται καμιά φορά ότι τους τρέχω συνεχώς. Όλο γυρίζουμε.
-Μετά την καραντίνα πού δούλευες στην Αθήνα;
Στο Aristotle Piraeus του Δημήτρη του Μεσούλα που με στήριξε κιόλας πάρα πολύ. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με πάρα πολύ καλό αυτί, δεν είναι τυχαίο ότι είναι και dj. Ο Δημήτρης ξέρει να διαλέγει έναν τραγουδιστή, φωνές και τραγούδια. Θεωρώ σημαντικό για έναν επιχειρηματία που έχει μουσικό μαγαζί να ξέρει κάποια έστω βασικά. Οι περισσότεροι είναι ανίδεοι κι αυτό είναι μέρος του όποιου προβλήματος. Από το κεφάλι, λένε, βρωμάει το ψάρι.
-Πώς έγινε το μπαμ με σένα; Μέσω Tik Tok, επί κορωνοϊού, τότε που απέκτησες μέσα σε λίγο καιρό χιλιάδες ακολούθους;
Μέχρι πριν τον κορωνοϊό είχα κάνει κάποια πράγματα στην μουισκή, όπως είπαμε. Είχα συνεργαστεί ας πούμε με τον Γιώργο Νταλάρα, είχα φτάσει σε ένα καλό επίπεδο στο ποιοτικό-λαϊκό, αν και εδώ και πολλά χρόνια έκανα λάιβ τα καλοκαίρια μόνη μου, με την ορχήστρα μου, σε επαρχίες, όπου με γνωρίζουν πολύ καλύτερα, νιώθω, από ό, τι στην Αθήνα. Το πρώτο εξάμηνο του κορωνοϊού, μη γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει, είπα να το απολαύσω, βρήκα χρόνο για μένα, πήγα πάνω να δω τους δικούς μου, τους παππούδες μου. Η καραντίνα άρχισε να παρατραβάει όμως, μπαίναμε πια στο δεύτερο κύμα και έβλεπα ανθρώπους γύρνω μου να επιβαρύνονται ψυχολογικά. Θυμήθηκα το παιδικό μου όνειρο και είπα, Ρία, τι μπορείς να κάνεις τώρα εσύ για να βοηθήσεις σε αυτήν την κατάσταση; Άνοιξα Instagram, άνοιξα και Tik Tok, έχοντας άπλετο ελεύθερο χρόνο. Άρχισα να λέω ένα ρεφρέν τη μέρα από όποιο τραγούδι αγαπούσα και γούσταρα εγώ, έτσι, σαν σφηνάκι θετικής ενέργειας, μένοντας επίτηδες μακριά από την γκρίνια και την πίκρα. Ήθελα να δω πόσο αντέχουν οι άνθρωποι το εντελώς αντίθετο από αυτό που βίωναν, που βιώναμε. Ήθελα να είμαι η άλλη μεριά της ζυγαριάς, έλεγα πως η δουλειά μου είναι να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους και νομίζω κάτι κατάφερα-πράγμα όχι μικρό, για μια κοπέλα μόνη της χωρίς εταιρεία τότε, χωρίς παραγωγό και όλα αυτά.
-Αυτό είναι το θεραπευτικό σου ιδίωμα, η πρόκληση χαράς, λοιπόν.
Ναι, και θα ήθελα να πω κάτι σε αυτό το σημείο, σε όσους πρόκειται να μας διαβάσουν. Όταν έρχεστε στα λάιβ, μην είστε, ρε γαμώτο, κακοπροαίρετοι. Βλέπετε ότι προσπαθούμε να σας φτιάξουμε την ψυχολογία. Γιατί ασχολείστε με το παπούτσι, το ρούχο, το δέρμα που φαίνεται ή δεν φαίνεται; Δεν πάμε να το παίξουμε γκόμενες!
-Συγγνώμη, εσύ δηλαδή, δεν το παίζεις καθόλου γκόμενα; Έλα, βρε Ρία. Αφού είσαι, και μάλιστα γκομενάρα.
(γέλια) Φυσικά! Αλλά στην σκηνή βγαίνω όχι με αυτό το πρόσημο. Βγαίνω για να τραγουδήσω. Θα ντυθώ εντυπωσιακά, θα φροντίσω τον εαυτό μου, αλλά τον κόσμο θέλω να τον διασκεδάσω με την φωνή μου και το ρεπερτόριό μου. Η φωνή μου είναι η ψυχή μου και την θεωρώ πιο σημαντική από το κορμί μου. Καταλαβαίνεις; Η ομορφιά έχει ταβάνι, έχει τέρμα κάπου. Οι συνεργάτες μου με περιποιούνται, μου ράβουν ένα ωραίο ρούχο, με κατευθύνουν γιατί ξέρουν κιόλας ότι από μικρή μου άρεσε να είμαι πληθωρική με στρας, κοσμήματα και παγιέτες, αλλά η δουλειά μου έχει να κάνει με το περιεχόμενό μου, με την φωνή μου.
-Καταλαβαίνω, αλλά ξέρεις υπάρχουν καταπληκτικά και διαχρονικά ωραίες γυναίκες που και ωραίες θέλουν να είναι και να φαίνονται και να παραδίδουν σοβαρή δουλειά, να κάνουν τέχνη, να αφορούν τον κόσμο. Νομίζω ότι μετράει το συνολικό πακέτο. Δεν είναι κακό να νοιάζεσαι για την εμφάνισή σου. Κι εσύ, ας πούμε, εκτός από την φωνητική σου παιδεία και την εμπειρία σου, έχεις κάνει και κάποιες μικρές επεμβάσεις στο πρόσωπο. Ας το απενοχοποιήσουμε όλο αυτό, τι λες;
Συμφωνώ απολύτως. Εγώ έχω βάλει ελάχιστο υαλουρονικό στα χείλη, έχω κάνει κάποιες μεσοθεραπείες κι έχω ασχοληθεί λίγο με την εξομάλυνση της περιοχής κάτω από τα μάτια, αλλά δεν έχω πειράξει ποτέ το μαλλί μου, είναι ολοφύσικο. Κάνω νύχια, όχι με πολλά πολλά χρώματα, αλλά μου αρέσει το μήκος. Άλλη γυναίκα βάφεται υπερβολικά, εγώ λιγότερο. Γιατί να κατηγορηθώ εγώ για μη φυσική; Είναι εκείνη; Ας κάνει η καθεμιά μας όπως νιώθει και ό, τι θέλει, απλώς με στενοχωρεί που θα βρουν να πουν το κακό που έχουν στο κεφάλι τους μερικοί μερικοί, παραβλέποντας το ότι τους δίνεις την ψυχή σου.
-Είναι το τίμημα της φήμης, της όποιας δόξας αυτό, το ξέρεις καλά.
Είναι δύσκολη η δουλειά μας, το ξέρω καλά. Κι εγώ που είμαι γυναίκα, πρέπει να κληθώ να αποδεικνύομαι διπλά και τρίδιπλα από τους άντρες συναδέλφους. Αν ζητήσω κάτι από τον ηχολήπτη, δεν θα με ακούσει και με την πρώτη, θα πρέπει να του αποδείξω ότι ξέρω ακριβώς τι θέλω και τι ζητάω. Εν τω μεταξύ, έχω σπουδάσει ηχοληψία και έχω και δική μου εταιρεία με ηχητικά συστήματα. Αλλά άντες πες τα όλα αυτά όταν σε βλέπουν σαν μουνί μόνο, ορισμένοι.
-Πες μου για τα πανηγύρια. Είναι το μόνο κύταρρο της ελληνικής μουσικής που πραγματικά εξελίσσεται, κατά την άποψή μου. Ζωντανός οργανισμός.
Είμαι περήφανη για την θητεία μου στα πανηγύρια της Ελλάδας. Είναι υπέροχα, ζωντανά όπως λες, τοπικά γλέντια, μια ευκαιρία να γιορτάσει ο κόσμος. Φέρνουν και ντόπιους καλλιτέχνες, αλλά και πιο διάσημους, που τους ξέρει όλη η χώρα, όπως την Γιώτα Γρίβα, τον Καψάλη, τον Βελισσάρη. Και αφήνω έξω αρκετούς αυτή τη στιγμή, έχουμε σημαντικούς παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Τα πανηγύρια και τα γλέντια έχουν απαιτήσεις, το πρόγραμμα διαρκεί ώρες, δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι κι αυτό ένα σχολείο. Και εγώ κάνω κέφι στ’ αλήθεια.
-Ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα για σένα στην ζωή εκτός από την μουσική, Ρία;
Ο ρομαντισμός και η δικαιοσύνη. Θεωρώ ότι αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο. Η αδικία αφήνει ανθρώπους εκτός. Δεν τους επιτρέπει να ζήσουν, να ευτυχήσουν, να κάνουν όνειρα, να έχουν τις δικές τους ανθρώπινες φιλοδοξίες. Και μαραζώνουν ψυχές.
-Πού φτάνει η δική σου φιλοδοξία για την μουσική σου καριέρα;
Αρκετά μακριά, αλλά δεν είναι σε αρρωστημένα επίπεδα. Μου αρέσει η καλή ζωή, δεν βγαίνω με έναν βασικό μισθό, δουλεύω από μωρό, έχω ανεβάσει εγώ η ίδια τον πήχη μου. Αλλά, όχι, δεν θα πάω να παίξω, όσα κι αν πρόκειται να μου δώσουν, σε μέρος που άνθρωποι χτυπάνε ζώα, προσβάλλουν τους αδύναμους ή τον σερβιτόρο, σε μέρος όπου επικρατεί η σκατοψυχιά. Ξέρεις, εγώ δεν μαλώνω, δεν συγκρούομαι όταν ο άλλος μού είναι αδιάφορος. Κι ένας κακός άνθρωπος μόνο αδιάφορος μπορεί να μου είναι. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου, έχει χρειαστεί να συγκρατήσω τα νεύρα μου, να πληρωθώ για μένα και τους συνεργάτες μου, να ευχαριστήσω και μην με είδατε ποτέ ξανά Βγάζω τα φτερά μου και πετάω μακριά από καταστάσεις που με θίγουν ως άνθρωπο.
-Δεν τσακώνεσαι ποτέ με τους συνεργάτες σου, δηλαδή; Δεν ανεβάζεις εντάσεις καμιά φορά;
Μα φυσικά, αλλά επειδή είματσε μια ομάδα, μια οικογένεια, επειδή είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Θα υπάρξει μια πιθανή σύγκρουση για να βγει κάτι καλό για όλους μέσα από αυτό. Κάτι ας πούμε που αφορά την λίστα, την σειρά των τραγουδιών, το ένα, το άλλο. Αν δεν συγκρούομαι ενώ ενοχλούμαι, είναι σήμα ότι χωρίζουν οι δρόμοι μας. Επίσης, δεν εκδικούμαι ποτέ. Φύγε, πήγαινε στην ευχή του Θεού, στον δρόμο μου μην ξαναβρεθείς.
-Ας επιστρέψουμε στον ρομαντισμό που είπες πριν. Έχεις ερωτευτεί δυνατά; Έχεις πιάσει πατώματα, όπως περιγράφουν τα καψουροτράγουδα που λες;
Μα βέβαια. Κι έχω ερωτευτεί κι έχω κλάψει κι έχω χτυπηθεί. Στην προσωπική μου ζωή, είμαι ευαίσθητη. Και στον έρωτα τα δίνω όλα, δίνω την ψυχή μου. Κοίτα, μου την πέφτουν καθημερινά, αρκετοί άντρες. Δεν είναι εύκολο όμως να προχωρήσω με κάποιον, αν βγω με έναν από αυτούς που μου την πέφτουν θα σκεφτεί για μένα ότι το έχω σύστημα, και καθόλου δεν το θέλω αυτό. Έχω υπάρξει πάντως σε μεγάλες σχέσεις, μου αρέσουν κιόλας πολύ. Στις μεγάλες μου καψούρες άκουγα πάντα, από το σπίτι μου, τα παραδοσιακά, τα παλιά λαϊκά, αλλά και πράγματα της γενιάς μας, ένα συγκεκριμένο κομμάτι της Βανδή ας πούμε, ίσως το «Θα’ θελα να μην υπήρχες», ένα τραγούδι φοβερό που αν ας πούμε το έλεγε η Βίσση θα λέγαμε τι κομματάρα είναι αυτή.
-Για σένα τι λένε; Σου λένε ότι είσαι φωνάρα; Εσύ το πιστεύεις αυτό;
Πιστεύω ότι ξέρω να τραγουδάω σωστά, έχω μελετήσει πολύ. Ξέρω μουσική, επίσης, Ξέρω τι είναι μακάμι, κούρδισμα, ξέρω πώς να εκφέρω το τάδε κομμάτι από αυτήν την δεκαετία, το ένα, το άλλο, το πιο καινούργιο. Οι περισσότερες σύγχρονες τραγουδίστριες δεν λειτουργούν έτσι. Όμως, ο κόσμος είναι προκατειλημμένος και στα social ειδικά που βγαίνει χολή, αν και ευτυχώς τα περισσότερα σχόλια είναι πάντα τα θετικά. Αν με ακούσει ο ίδιος άνθρωπος να λέω ένα ρεμπέτικο χωρίς να με βλέπει μπορεί να ενθουσιαστεί, να θαυμάσει. Αν με ακούσει, βλέποντάς με, να λέω το Πάρε την Καρδιά μου, μπορεί να κράξει, να υποτιμήσει…Βλέπουν μια ωραία γυναίκα και νομίζουν ότι κάποιος την πήδηξε για να βρίσκεται στην θέση που βρίσκεται. Κι αυτό είμαι βέβαια ότι δεν υπάρχει μόνο στην δική μας δουλειά, του τραγουδιού και της νύχτας.
-Σου έχει συμβεί να προσπαθήσει κάποιος να σε εξαγοράσει;
Σαφέστατα. Όλοι να γαμήσουν θέλουνε και μερικοί πιστεύουν ότι μπορούν να το πετύχουν μέσω του χρήματος. Όμως εγώ δεν έχω μεγαλώσει έτσι από το σπίτι μου. Εγώ δεν μπορώ να εξαγοραστώ από τα λεφτά, θέλω εγώ να τα έχω και τον άλλον να το γουστάρω. Και στα μπουζούκια και στους κουλτουριάρικους χώρους τα ίδια. Στα μπουζούκια μπορεί να πουν «τι κουκλάρα είσαι, μάνα μου» και στη μουσική σκηνή «σε βλέπω και τα μάτια σου με μαγεύουν». Δεν μου έχει λείψει η προσοχή των αντρών, από μικρή. Τα τελευταία χρόνια θέλω να γίνω κάπως λιγότερο ορατή, να ου πω την αλήθεια, να αποκτήσω κύρος. Δεν γίνεται να έρχεσαι να μου λες εσύ, ως άσχετος, «μικρούλα, καλή είσαι εσύ, κοίτα μην ψωνιστείς»! Ποια να ψωνιστεί; Αυτή που είναι στο μεροκάματο και στην έκθεση, στην κρίση του κόσμου από μωρό παιδί; Αν ήταν να καβαλούσα καλάμι, θα το είχα κάνει από χρόνια… Πλέον, έχω χτίσει χαρακτήρα κι έχω βιώσει αρκετή δόξα. Να μου λέει ο Νταλάρας, η Νικολακοπούλου, ο Σαββόπουλος μπράβο και να το εννοούν. Τώρα θέλω να χτίσω δισκογραφία και να αφήσω το δικό μου όποιο αποτύπωμα στην ελληνική μουσική που υπηρετώ όλη μου την ζωή και τόσο αγαπώ.
-Το κοινό που σε ακούει ή που έρχεται στα μαγαζιά τα νυχτερινά που τραγουδάς μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει Σαββόπουλος και Νικολακοπούλου; Εκτός από καλλιτέχνιδα είσαι και διασκεδάστρια, δηλαδή πολλοί έρχονται για να κάνουν ζημιά (από την οποία επιβιώνει το μαγαζί και κατ’ επέκταση εσύ) και να περάσουν καλά, χωρίς πολλή πολλη σκέψη. Η φάση είναι σκυλάδικη, άλλο αν εσύ έχεις έναν πολυπρισματικό μουσικό πυρήνα.
Πράγματι, ένα μέρος του προγράμματος απευθύνεται σε αυτούς που ήρθαν για να τα σπάσουν. Ποτέ όμως δεν αφήνω απ’ έξω κι εκείνους που ήρθαν να ακούσουν στ’ αλήθεια μουσική. Τραγουδάω από έντεχνα μέχρι Πανταζή, παραδοσιακά, σκυλάδικα, όλα. Κολλάω στο πρόγραμμα Αργυρό με Χριστοδουλόπουλο σε ένα σημείο, γιατί μπορώ, εσείς μπορείτε; Θα σας γίνω συνείδηση. Το στιλ μου, ο τρόπος μου, η άποψή μου θα σας γίνει συνείδηση. Αυτή είμαι. Δεν τραγουδάω μόνο για τους πολλούς. Και, πίστεψέ με, είναι δύσκολο να κρατήσεις αυτές τις ισορροπίες. Εγώ δεν θέλω να μιμηθώ καμιανής την καριέρα ούτε να απαρνηθώ τις δουλεμένες μουσικά καταβολές μου. Από την άλλη, μου αρέσει η επιτυχία, το σουξέ, η απήχηση. Θέλω να πιστεύω ότι κάνω ό, τι κάνω με αλήθεια, με τους όρους μου, ότι δημιουργώ ίσως μια δική μου σχολή, μια δική μου κατάσταση. Και ας μην ξεχνάμε. Για όποιον άνθρωπο γεννιέται με μουνί, όλα αυτά είναι αρκετά πιο δύσκολα να πετύχουν και να πιάσουν, να σε θεωρήσουν στ’ αλήθεια σημαντική, να σε σεβαστούν.
-Κάποτε, μπορεί να λένε «κάνε το όπως η Ρία». Σου το εύχομαι.
Η Σαλονικιά Ρία Ελληνίδου είναι μεγάλο αλάνι, έχει τσαμπουκά, πηγαία λαϊκότητα, βλέμμα-φωτιά. Είναι όμορφη, αλλά την καίει περισσότερο να την σέβονται για την φωνή της και την μουσική της διαδρομή. Δεν μπορείς να την μπερδέψεις με καμία άλλη και έχει κατορθώσει να αφορά κόσμο και εκτός της φάσης των μπουζουκιών και των εμπορικών, λαϊκοπόπ ασμάτων. Γιατί η Ρία Ελληνίδου είναι μια ολόκληρη πατρίδα από μόνη της-ό, τι ακριβώς έχω γράψει και πιστεύω για την Λένα Κιτσοπούλου. H Ρία ανήκει σε αυτήν την αρμαθιά καλλιτεχνών που θεωρώ ευγενείς αναρχικούς, δεν υποτάσσονται σε νόρμες και πεπατημένες, φτιάχνουν την φάση μόνες και μόνοι, την ίδια ώρα που γουστάρουν πολύ να συνεργάζονται με άλλους, να ανταλλάσσουν στοιχεία και γνώσεις, να κοινωνούν την ματιά τους πάνω στην ζωή και την τέχνη.
Η φωνή της Ρίας είναι μαυλιστική, αιθέρια και άκρως ερωτική. Από 13 ετών βιοπορίζεται από την τέχνη της, την οποία έχει σπουδάσει και πονέσει πολύ. Την έχετε δει στην τηλεόραση, στο Youtube, σε κάποια αφίσα στον δρόμο, πιθανά στο Tik Tok ή στο Instagram. Ξέρει να πουλάει πολύ καλά αυτό που αγαπά περισσότερο: την πρόκληση χαράς, μέσω του τραγουδιού. Παρέα με καταπληκτικούς οργανίστες και με σημαντικές συνεργασίες στο βιογραφικό της, η Ρία ανοίγει σιγά σιγά τον δρόμο της επιτυχίας της-που ήδη έχει ξεκινήσει να έρχεται.
Με 500.000 ακολούθους συνολικά στις πλατφόρμες της, σκορπά την χαρά και το κέφι, κάνει αδυσώπητο φλερτ με τον φακό, είτε του κινητού της είτε τω εικονοληπτών στα video clip της, αλλά από κοντά διέπεται από μια παράξενη, σχεδόν ερωτική, σεμνοτυφία που δεν κατανοώ αλλά με γοητεύει. Μου λέει πώς δεν της αρέσουν οι δημόσιες διαχύσεις (να φιλιέται δηλαδή έτσι χύμα στον δρόμο με τον άλλον), μου εξηγεί πως η κόκα δεν παίζει ούτε για πλάκα στο τραπέζι της, αν και παραδέχεται ότι είναι το ναρκωτικό των τραγουδιστών και ομολογεί ότι πίνει ένα ποτό όλη νύχτα, πολύ νερωμένο. Η ζωή της μοιάζει με αθλήτριας, λίγο πολύ. Για να μπορεί να αναταποκρίνεται στα βαριά ξενύχτια που απαιτεί η καριέρα της, αλλά και στα απαιτητικά πρωινά στούντιο, χρειάζεται ξεκούραση, ηρεμία, καλή διατροφή και προσοχή με τις καταχρήσεις.
Πίσω από το πανέμορφο, άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπό τηες με το λάγνο βλέμμα, κρύβεται ένα μυαλό που έχει κουράσει με ατελείωτο overthinking και ιμια καρδιά που μοιάζει πρόθυμη να ανοιχτεί και να δοθεί όπου αξίζει και όπου χρειάζεται. Σε μερικά χρόνια, της λέω, «Ρία θα λένε και θα κλαίνε» και γελάει. Ξέρω ότι το πιστεύει βαθιά μέσα της και η ίδια. Μιλάμε για μία ώρα, σε ρυθμό πολυβόλων, σε ένα καφέ μπαρ στον Πειραιά.
Κυρίες και κύριοι, η Ρία Ελληνίδου εκτός πίστας. Σκέτος φώσφορος. Και περισσότερο παιδί, από ό, τι γυναίκα, believe it or not, σε μια συνέντευξη που πάρθηκε απνευστί κυριολεκτικά.
-Πώς ήταν η Ρία ως παιδί; Πού και πώς ζούσε; Τι ονειρευόταν;
Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη και ήμουν το μεσαίο παιδί μιας οικογένειας με ρίζες από τον Πόντο και την Μικρασία. Έχω έναν αδερφό πέντε χρόνια μεγαλύτερη και μια αδερφή έναν χρόνο και κάτι μικρότερη, με την οποία ήμασταν σαν δίδυμα, κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο και ντυνόμασταν παρόμοια. Οκτώ μηνών, χωρίς να έχω καλοπερπατήσει ακόμα, άρχισα να μιλώ. Βασικά, μιλούσα κανονικά, σαν ενήλικας, όχι σαν παιδάκι, χρησιμοποιούσα δύσκολες, παράξενες λέξεις, μάλλον με γοήτευε η γλώσσα. Όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, έλεγα «γιατρός», αλλά τόνιζα ότι θα τραγουδούσα στους αρρώστους για να τους θεραπεύω. Δεν είχ σκεφτεί τίποτα άλλο και, όπως βλέπεις, δεν έχουν αλλάξει πολλά μέχρι σήμερα που είμαι 34. Το’ πα και το’ κανα, που λέμε. Ενός έτους, μαζί με τα πρώτα βήματα, ξεκίνησα να τραγουδάω και να χορεύω, έκανα μικρά θεατρικά σκετς για τους συγγενείς στην γιορτή του πατέρα μου, του Αγίου Νικολάου. Με έβαζαν πάνω στο τραπέζι και έδινα show και γελούσαν τα σόγια.
-Πήγες από μικρή στο ωδείο;
Ούτε τεσσάρων δεν ήμουν. Και θέλησαν να με ξεκινήσουν με κιθάρα, αλλά ήμουν τόσο μικροκαμωμένη και αδύνατη,12 κιλά πράγμα, και δεν μπορούσε να περάσει άνετα το χεράκι μου να βρει τις χορδές από πάνω. Ξέρεις, ο κόσμος νόμιζε πως οι γονείς μου με είχαν μαζέψει από τον δρόμο: κοκαλιάρικο, μαυριδερό, μιας που με πιάνει ο ήλιος κατευθείαν, ένας Μόγλης, ο Μόγλης της γειτονιάς-συνήθως, μετά το σχολείο, με έβρισκες πάνω σε ένα δέντρο. Ο διευθυντής του ωδείου προέτρεψε τους γονείς μου να ξεκινήσω φλογέρα κι έτσι κι έγινε. Σύντομα, καθώς μεγάλωνα, έκανα και μουσική προπαιδεία, θεωρητικά της μουσικής εννοείται πάντα παράλληλα με τ’ όργανο. Μόλις πήρα το πτυχίο της φλογέρας, Τετάρτη δημοτικού, ξεκίνησα κλαρινέτο, γιατί από τα πνευστά πας στα πνευστά. Είχα ήδη ξεκινήσει και αρμόνιο, γιατί χρειάζεσαι κάποιες γνώσεις στην αρμονία. Μόλις τελείωσα το δημοτικό, άρχισε η μαμά μου να σκέφτεται μήπως πάω σε μουσικό σχολείο, μιας που ήδη έπαιζα δυο τρία όργανα και τραγουδούσα. Ξέχασα να σου πω πως στο ωδείο έκανα και παραδοσιακό τραγούδι. Σύντομα, ξεκίνησα τα παραδοσιακά όργανα, ιδίως κρουστά, που είναι το βασικό μου όργανο, έχω διδάξει κιόλας.
-Ρία, με το σχολείο πώς τα πήγαινες; Πώς προλάβαινες με τόσα μαθήματα μουσικής;
Ε, δεν τα πήγαινα, όπως καταλαβαίνεις. Ήμουν καλή στο ν’ αντιγράφω και να κάνω σκονάκια. Βαριόμουν θανατηφόρα και δεν είχα υπομονή μια ώρα και 45 λεπτά να ακούω τα πώς και τα γιατί. Βιαζόμουν, ήθελα να μάθω τα πράγματα πιο άμεσα, πιο γρήγορα, πιο πρακτικά. Περνάω όμως ευτυχώς στο μουσικό γυμνάσιο, αλλά από το προηγούμενο καλοκαίρι, δηλαδή 13 ετών, ξεκινάω να δουλεύω κανονικά ως μουσικός και τραγουδίστρια. Μάλιστα, χόρευα κιόλας, έκανα μαθήματα λάτιν και οριεντάλ, χορό της κοιλιάς-ο χορός ήταν και παραμένει το μόνο είδος γυμναστικής που απολαμβάνω και δεν βαριέμαι. Στα 14 μου έβγαζα έναν σημερινό βασικό μισθό ενήλικα, τραγουδώντας και παίζοντας κρουστά σε συναυλίες, σε χορευτικά, σε συλλόγους, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, σε καλοκαιρινά φεστιβάλ. Πήγαινα σχολείο τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα τραγουδούσα, εργαζόμουν. Ο αδερφός μου έπαιζε κλαρίνο και σαξόφωνο κι ήταν μαζί του. Κι επίσης είχαμε φτιάξει μια μπάντα με τα αδέρφια μου και τη μαμά μου και δύο άλλους μουσικούς και δουλεύαμε έτσι, όλοι μαζί. Τη μπάντα τη λέγαμε «Γραικοί».
-Άλλη δουλειά δηλαδή στην ζωή σου δεν έχεις κάνει;
Καμία, ποτέ. Στα 18 μου έβγαζα δυο σημερινούς μισθούς. Και στα 18 επίσης είχα ήδη κατάρτιση σε μουσική και τραγούδι. Είχα κάνει, εννοείται μαθήματα τραγουδιού, όχι μόνο παραδοσιακού και βυζαντινής μουσικής, αλλά και τζαζ και γκόσπελ. Είχα αρχίσει να λέω και τα πρώτα μου «όχι», διάλεγα αν θα πάω εδώ ή εκεί. Στα 19 μου μπήκα στο συγκρότημα πραδοσιακής μουσικής του Δήμου Θεσσαλονίκης. Στα 20 τραγουδούσα στην παράσταση Λωξάντρα η Πολίτισσα στο Βασιλικό Θέατρο που ήταν sold out δύο χρόνια!
-Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι μπήκες σε όλο αυτό και λόγω οικογένειας ή ευκολίας; Ότι είχες δηλαδή την κλιση από μικρή και εντάξει, δεν σου ήταν και δύσκολο. Δεν σου άρεσε να αναλάβεις κάποια άλλη εκπαιδευτική ή επαγγελματική πρόκληση;
Ούτε μια στιγμή. Ποτέ κανείς δεν μου στάθηκε εμπόδιο, ούτε όμως και με πίεσε για κάτι. Οι γονείς μου είναι πάρα πολύ καλοί και πάρα πολυ έξυπνοι άνθρωποι. Θυμάμαι, κάποια στιγμή, ήθελα να δοκιμάσω ζωγραφική και δεν μου αρνήθηκαν. Όταν είδαν πως δεν μ’ άρεσε και άρχισα να τα παρατάω, με άφησαν να τα παρατήσω. Και με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καλά και πάλι έδειχναν κατανόηση. Βέβαια, τώρα που το συζητάμε να σου πω ότι μου άρεσε κάπως η Βιολογία και η Χημεία. Ήθελα να μαθαίνω πράγματα που θα μου χρησιμεύει πρακτικά στην ζωή μου. Στο μουσικό σχολείο, στον μουσικό έλεγχο είχα εικοσάρια. Στα άλλα μαθήματα, ήμουν πολύ μέτρια.
-Έχεις μήπως την αγωνία αν κανείς θα σε θεωρήσει αμόρφωτη ή ασπούδαστη; Μήπως έχει κιόλας συμβεί κάτι τέτοιο;
Όχι, ευτυχώς. Και κανείς δεν μπορεί να με πει αμόρφωτη. Ξέρω μάλιστα καλά τι θα απαντήσω αν συμβεί. Ο λόγος που με ακούς να σου τονίζω τα των σχολικών επιδόσεων είναι άλλος και είναι κάπως σκληρός: αν όταν ήμουν παιδάκι ήξερα ότι ο μουσικός θα θεωρείται ανειδίκευτος και πεταμένος παρακατιανός (όπως βιώσαμε στην περίοδο της καραντίνας, που νιώσαμε απροστάτευτοι ως καλλιτέχνες, ερμηνευτές και δημιουργοί, ακούγοντας μάλιστα και απίθανες βλακείες!), ίσως στρεφόμουν προς κάπου με μεγαλύτερη ασφάλεια. Κι αυτό είναι κρίμα, γιατί και η μουσική είναι σπουδή, είναι όνειρο, είναι μόχθος, απαιτεί ώρες διαβάσματος και αφοσίωσης. Δεν είναι άντε βαράμε ένα ντέφι και ανοίγουμε το στόμα μας, δεν είναι τόσο απλό.
-Θα συνεχίσω να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου. Ξέρεις, υπάρχουν πολλές και πολλοί καταπληκτικοί καλλιτέχνες που έχουν εμπειρία και γνώση για το λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι. Εσύ έχεις βγάλει και κάποια τσιφτετελοπόπ κομμάτια, αυτό που λέμε «εμπορικά». Ποια είναι η ταυτότητά σου;
Το κάνω για να πιάσω μεγαλύτερο κοινό, αυτή είναι η αλήθεια. Όχι ότι δεν με εκφράζουν και καθόλου, έχουν πλάκα, είναι ξεσηκωτικά, να σαν το “Σαν φωτιά” και το “Σε κάνω κέφι”. Όμως, στα λάιβ μου όποιςο έρχεται βλέπει και ακούει κλασικό λαϊκό (και δεν μιλώ για ελαφρολαϊκό που ξέρουμε και ακούμε κυρίως στην Αθήνα), αλλά και παραδοσιακό. Λαϊκά τραγούδια είναι αυτά του Καζαντζίδη, του Αγγελοπουλου, της Σακελλαρίου, όχι τα ποπ με λίγο λαϊκή χροιά. Το μπουζούκι ξαναγυρίζει σιγά σιγά, αλλά τα τελευταία χρόνια, όπως και το κλαρίνο, ήταν πεταμένο εκτός δισκογραφίας. Τα ραδιόφωνα δεν παίζουν τα καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδι, εννοώ και με λαϊκή ενορχήστρωση.
-Ο Παντελίδης λάνσαρε το σαξόφωνο, έφτιαξε έναν νέο λαϊκοπόπ και ίσως λαϊκοσκυλάδικο, χωρίς παρεξήγηση, τρόπο να συστήσει την μουσική του. Πάτησαν πάνω αρκετοί κι αρκετές.
Έτσι είναι. Τα ραδιόφωνα δεν παίζουν εύκολα τραγούδια με μπουζούκι ή και κλαρίνο. Γιατί; Δεν το έχω καταλάβει ακόμα. Προερχόμαστε, ρε συ, μουσικά από το μπουζούκι, από όργανα παραδοσιακά, από τέτοιες μουσικές. Οι καλλιτέχνες των προηγούμενων δεκαετιών τι ήταν; Σκουπίδια; Ευτυχώς, γυρίζει ο τροχός με τα της μουσικής, θα δούμε αλλαγές σύντομα, γιατί η ρίζα είναι ισχυρό πράγμα, ζητά δικαίωση.
-Μίλα μου για την μετάβασή σου από Θεσσαλονίκη Αθήνα.
Κατέβηκα λίγο πριν τον κορωνοϊό, δυστυχώς, κατέβαινα ήδη κάποιους χειμώνες, γιατί ήδη το ταβάνι της Θεσσλονίκης άρχισε να με κουράζει. Είχα δουλέψει στα περισσότερα μαγαζιά, σε πιο λαϊκορεμπέτικα πάλκα και μουσικές σκηνές με τέτοιο ρεπερτόριο, και σμυρνέικο φυσικά. Ελάχιστα μέρη είχαν απομείνει για δουλειά, αρκετά μαγαζιά είχαν αρχίσει με την κρίση και με αυτά να κλείνουν. Άρχισα, λοιπόν, να φλερτάρω με Αθήνα, με τα εδώ μαγαζιά. Στην αρχή έμενα προς Νέα Σμύρνη και μετά ήρθα στην καστέλλα του Πειραιά. Σαν Θεσσαλονικιά, έψαχνα θάλασσα, με είχε κουράσει και αυτή η τσιμεντίλα. Δεν σου κρύβω ότι με ζορίζει λίγο αυτή η πόλη, λόγω και των αποστάσεων. Κανονίζεις ένα ραντεβού με την φίλη σου ας πούμε μια βδομάδα πριν! Καμία σχέση με αυτό που ήξερα και είχα συνηθίσει στην Θεσσαλονίκη. Προσπαθώ να προσαρμοστώ, βέβαια. Ξέρω ότι έχω κι εγώ ένα πολύ γεμάτο πρόγραμμα, δουλεύω πολύ, οι συνεργάτες μου, μεταξύ αστείου και σοβαρού, μου παραπονιούνται καμιά φορά ότι τους τρέχω συνεχώς. Όλο γυρίζουμε.
-Μετά την καραντίνα πού δούλευες στην Αθήνα;
Στο Aristotle Piraeus του Δημήτρη του Μεσούλα που με στήριξε κιόλας πάρα πολύ. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με πάρα πολύ καλό αυτί, δεν είναι τυχαίο ότι είναι και dj. Ο Δημήτρης ξέρει να διαλέγει έναν τραγουδιστή, φωνές και τραγούδια. Θεωρώ σημαντικό για έναν επιχειρηματία που έχει μουσικό μαγαζί να ξέρει κάποια έστω βασικά. Οι περισσότεροι είναι ανίδεοι κι αυτό είναι μέρος του όποιου προβλήματος. Από το κεφάλι, λένε, βρωμάει το ψάρι.
-Πώς έγινε το μπαμ με σένα; Μέσω Tik Tok, επί κορωνοϊού, τότε που απέκτησες μέσα σε λίγο καιρό χιλιάδες ακολούθους;
Μέχρι πριν τον κορωνοϊό είχα κάνει κάποια πράγματα στην μουισκή, όπως είπαμε. Είχα συνεργαστεί ας πούμε με τον Γιώργο Νταλάρα, είχα φτάσει σε ένα καλό επίπεδο στο ποιοτικό-λαϊκό, αν και εδώ και πολλά χρόνια έκανα λάιβ τα καλοκαίρια μόνη μου, με την ορχήστρα μου, σε επαρχίες, όπου με γνωρίζουν πολύ καλύτερα, νιώθω, από ό, τι στην Αθήνα. Το πρώτο εξάμηνο του κορωνοϊού, μη γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει, είπα να το απολαύσω, βρήκα χρόνο για μένα, πήγα πάνω να δω τους δικούς μου, τους παππούδες μου. Η καραντίνα άρχισε να παρατραβάει όμως, μπαίναμε πια στο δεύτερο κύμα και έβλεπα ανθρώπους γύρνω μου να επιβαρύνονται ψυχολογικά. Θυμήθηκα το παιδικό μου όνειρο και είπα, Ρία, τι μπορείς να κάνεις τώρα εσύ για να βοηθήσεις σε αυτήν την κατάσταση; Άνοιξα Instagram, άνοιξα και Tik Tok, έχοντας άπλετο ελεύθερο χρόνο. Άρχισα να λέω ένα ρεφρέν τη μέρα από όποιο τραγούδι αγαπούσα και γούσταρα εγώ, έτσι, σαν σφηνάκι θετικής ενέργειας, μένοντας επίτηδες μακριά από την γκρίνια και την πίκρα. Ήθελα να δω πόσο αντέχουν οι άνθρωποι το εντελώς αντίθετο από αυτό που βίωναν, που βιώναμε. Ήθελα να είμαι η άλλη μεριά της ζυγαριάς, έλεγα πως η δουλειά μου είναι να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους και νομίζω κάτι κατάφερα-πράγμα όχι μικρό, για μια κοπέλα μόνη της χωρίς εταιρεία τότε, χωρίς παραγωγό και όλα αυτά.
-Αυτό είναι το θεραπευτικό σου ιδίωμα, η πρόκληση χαράς, λοιπόν.
Ναι, και θα ήθελα να πω κάτι σε αυτό το σημείο, σε όσους πρόκειται να μας διαβάσουν. Όταν έρχεστε στα λάιβ, μην είστε, ρε γαμώτο, κακοπροαίρετοι. Βλέπετε ότι προσπαθούμε να σας φτιάξουμε την ψυχολογία. Γιατί ασχολείστε με το παπούτσι, το ρούχο, το δέρμα που φαίνεται ή δεν φαίνεται; Δεν πάμε να το παίξουμε γκόμενες!
-Συγγνώμη, εσύ δηλαδή, δεν το παίζεις καθόλου γκόμενα; Έλα, βρε Ρία. Αφού είσαι, και μάλιστα γκομενάρα.
(γέλια) Φυσικά! Αλλά στην σκηνή βγαίνω όχι με αυτό το πρόσημο. Βγαίνω για να τραγουδήσω. Θα ντυθώ εντυπωσιακά, θα φροντίσω τον εαυτό μου, αλλά τον κόσμο θέλω να τον διασκεδάσω με την φωνή μου και το ρεπερτόριό μου. Η φωνή μου είναι η ψυχή μου και την θεωρώ πιο σημαντική από το κορμί μου. Καταλαβαίνεις; Η ομορφιά έχει ταβάνι, έχει τέρμα κάπου. Οι συνεργάτες μου με περιποιούνται, μου ράβουν ένα ωραίο ρούχο, με κατευθύνουν γιατί ξέρουν κιόλας ότι από μικρή μου άρεσε να είμαι πληθωρική με στρας, κοσμήματα και παγιέτες, αλλά η δουλειά μου έχει να κάνει με το περιεχόμενό μου, με την φωνή μου.
-Καταλαβαίνω, αλλά ξέρεις υπάρχουν καταπληκτικά και διαχρονικά ωραίες γυναίκες που και ωραίες θέλουν να είναι και να φαίνονται και να παραδίδουν σοβαρή δουλειά, να κάνουν τέχνη, να αφορούν τον κόσμο. Νομίζω ότι μετράει το συνολικό πακέτο. Δεν είναι κακό να νοιάζεσαι για την εμφάνισή σου. Κι εσύ, ας πούμε, εκτός από την φωνητική σου παιδεία και την εμπειρία σου, έχεις κάνει και κάποιες μικρές επεμβάσεις στο πρόσωπο. Ας το απενοχοποιήσουμε όλο αυτό, τι λες;
Συμφωνώ απολύτως. Εγώ έχω βάλει ελάχιστο υαλουρονικό στα χείλη, έχω κάνει κάποιες μεσοθεραπείες κι έχω ασχοληθεί λίγο με την εξομάλυνση της περιοχής κάτω από τα μάτια, αλλά δεν έχω πειράξει ποτέ το μαλλί μου, είναι ολοφύσικο. Κάνω νύχια, όχι με πολλά πολλά χρώματα, αλλά μου αρέσει το μήκος. Άλλη γυναίκα βάφεται υπερβολικά, εγώ λιγότερο. Γιατί να κατηγορηθώ εγώ για μη φυσική; Είναι εκείνη; Ας κάνει η καθεμιά μας όπως νιώθει και ό, τι θέλει, απλώς με στενοχωρεί που θα βρουν να πουν το κακό που έχουν στο κεφάλι τους μερικοί μερικοί, παραβλέποντας το ότι τους δίνεις την ψυχή σου.
-Είναι το τίμημα της φήμης, της όποιας δόξας αυτό, το ξέρεις καλά.
Είναι δύσκολη η δουλειά μας, το ξέρω καλά. Κι εγώ που είμαι γυναίκα, πρέπει να κληθώ να αποδεικνύομαι διπλά και τρίδιπλα από τους άντρες συναδέλφους. Αν ζητήσω κάτι από τον ηχολήπτη, δεν θα με ακούσει και με την πρώτη, θα πρέπει να του αποδείξω ότι ξέρω ακριβώς τι θέλω και τι ζητάω. Εν τω μεταξύ, έχω σπουδάσει ηχοληψία και έχω και δική μου εταιρεία με ηχητικά συστήματα. Αλλά άντες πες τα όλα αυτά όταν σε βλέπουν σαν μουνί μόνο, ορισμένοι.
-Πες μου για τα πανηγύρια. Είναι το μόνο κύταρρο της ελληνικής μουσικής που πραγματικά εξελίσσεται, κατά την άποψή μου. Ζωντανός οργανισμός.
Είμαι περήφανη για την θητεία μου στα πανηγύρια της Ελλάδας. Είναι υπέροχα, ζωντανά όπως λες, τοπικά γλέντια, μια ευκαιρία να γιορτάσει ο κόσμος. Φέρνουν και ντόπιους καλλιτέχνες, αλλά και πιο διάσημους, που τους ξέρει όλη η χώρα, όπως την Γιώτα Γρίβα, τον Καψάλη, τον Βελισσάρη. Και αφήνω έξω αρκετούς αυτή τη στιγμή, έχουμε σημαντικούς παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Τα πανηγύρια και τα γλέντια έχουν απαιτήσεις, το πρόγραμμα διαρκεί ώρες, δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι κι αυτό ένα σχολείο. Και εγώ κάνω κέφι στ’ αλήθεια.
-Ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα για σένα στην ζωή εκτός από την μουσική, Ρία;
Ο ρομαντισμός και η δικαιοσύνη. Θεωρώ ότι αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο. Η αδικία αφήνει ανθρώπους εκτός. Δεν τους επιτρέπει να ζήσουν, να ευτυχήσουν, να κάνουν όνειρα, να έχουν τις δικές τους ανθρώπινες φιλοδοξίες. Και μαραζώνουν ψυχές.
-Πού φτάνει η δική σου φιλοδοξία για την μουσική σου καριέρα;
Αρκετά μακριά, αλλά δεν είναι σε αρρωστημένα επίπεδα. Μου αρέσει η καλή ζωή, δεν βγαίνω με έναν βασικό μισθό, δουλεύω από μωρό, έχω ανεβάσει εγώ η ίδια τον πήχη μου. Αλλά, όχι, δεν θα πάω να παίξω, όσα κι αν πρόκειται να μου δώσουν, σε μέρος που άνθρωποι χτυπάνε ζώα, προσβάλλουν τους αδύναμους ή τον σερβιτόρο, σε μέρος όπου επικρατεί η σκατοψυχιά. Ξέρεις, εγώ δεν μαλώνω, δεν συγκρούομαι όταν ο άλλος μού είναι αδιάφορος. Κι ένας κακός άνθρωπος μόνο αδιάφορος μπορεί να μου είναι. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου, έχει χρειαστεί να συγκρατήσω τα νεύρα μου, να πληρωθώ για μένα και τους συνεργάτες μου, να ευχαριστήσω και μην με είδατε ποτέ ξανά Βγάζω τα φτερά μου και πετάω μακριά από καταστάσεις που με θίγουν ως άνθρωπο.
-Δεν τσακώνεσαι ποτέ με τους συνεργάτες σου, δηλαδή; Δεν ανεβάζεις εντάσεις καμιά φορά;
Μα φυσικά, αλλά επειδή είματσε μια ομάδα, μια οικογένεια, επειδή είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Θα υπάρξει μια πιθανή σύγκρουση για να βγει κάτι καλό για όλους μέσα από αυτό. Κάτι ας πούμε που αφορά την λίστα, την σειρά των τραγουδιών, το ένα, το άλλο. Αν δεν συγκρούομαι ενώ ενοχλούμαι, είναι σήμα ότι χωρίζουν οι δρόμοι μας. Επίσης, δεν εκδικούμαι ποτέ. Φύγε, πήγαινε στην ευχή του Θεού, στον δρόμο μου μην ξαναβρεθείς.
-Ας επιστρέψουμε στον ρομαντισμό που είπες πριν. Έχεις ερωτευτεί δυνατά; Έχεις πιάσει πατώματα, όπως περιγράφουν τα καψουροτράγουδα που λες;
Μα βέβαια. Κι έχω ερωτευτεί κι έχω κλάψει κι έχω χτυπηθεί. Στην προσωπική μου ζωή, είμαι ευαίσθητη. Και στον έρωτα τα δίνω όλα, δίνω την ψυχή μου. Κοίτα, μου την πέφτουν καθημερινά, αρκετοί άντρες. Δεν είναι εύκολο όμως να προχωρήσω με κάποιον, αν βγω με έναν από αυτούς που μου την πέφτουν θα σκεφτεί για μένα ότι το έχω σύστημα, και καθόλου δεν το θέλω αυτό. Έχω υπάρξει πάντως σε μεγάλες σχέσεις, μου αρέσουν κιόλας πολύ. Στις μεγάλες μου καψούρες άκουγα πάντα, από το σπίτι μου, τα παραδοσιακά, τα παλιά λαϊκά, αλλά και πράγματα της γενιάς μας, ένα συγκεκριμένο κομμάτι της Βανδή ας πούμε, ίσως το «Θα’ θελα να μην υπήρχες», ένα τραγούδι φοβερό που αν ας πούμε το έλεγε η Βίσση θα λέγαμε τι κομματάρα είναι αυτή.
-Για σένα τι λένε; Σου λένε ότι είσαι φωνάρα; Εσύ το πιστεύεις αυτό;
Πιστεύω ότι ξέρω να τραγουδάω σωστά, έχω μελετήσει πολύ. Ξέρω μουσική, επίσης, Ξέρω τι είναι μακάμι, κούρδισμα, ξέρω πώς να εκφέρω το τάδε κομμάτι από αυτήν την δεκαετία, το ένα, το άλλο, το πιο καινούργιο. Οι περισσότερες σύγχρονες τραγουδίστριες δεν λειτουργούν έτσι. Όμως, ο κόσμος είναι προκατειλημμένος και στα social ειδικά που βγαίνει χολή, αν και ευτυχώς τα περισσότερα σχόλια είναι πάντα τα θετικά. Αν με ακούσει ο ίδιος άνθρωπος να λέω ένα ρεμπέτικο χωρίς να με βλέπει μπορεί να ενθουσιαστεί, να θαυμάσει. Αν με ακούσει, βλέποντάς με, να λέω το Πάρε την Καρδιά μου, μπορεί να κράξει, να υποτιμήσει…Βλέπουν μια ωραία γυναίκα και νομίζουν ότι κάποιος την πήδηξε για να βρίσκεται στην θέση που βρίσκεται. Κι αυτό είμαι βέβαια ότι δεν υπάρχει μόνο στην δική μας δουλειά, του τραγουδιού και της νύχτας.
-Σου έχει συμβεί να προσπαθήσει κάποιος να σε εξαγοράσει;
Σαφέστατα. Όλοι να γαμήσουν θέλουνε και μερικοί πιστεύουν ότι μπορούν να το πετύχουν μέσω του χρήματος. Όμως εγώ δεν έχω μεγαλώσει έτσι από το σπίτι μου. Εγώ δεν μπορώ να εξαγοραστώ από τα λεφτά, θέλω εγώ να τα έχω και τον άλλον να το γουστάρω. Και στα μπουζούκια και στους κουλτουριάρικους χώρους τα ίδια. Στα μπουζούκια μπορεί να πουν «τι κουκλάρα είσαι, μάνα μου» και στη μουσική σκηνή «σε βλέπω και τα μάτια σου με μαγεύουν». Δεν μου έχει λείψει η προσοχή των αντρών, από μικρή. Τα τελευταία χρόνια θέλω να γίνω κάπως λιγότερο ορατή, να ου πω την αλήθεια, να αποκτήσω κύρος. Δεν γίνεται να έρχεσαι να μου λες εσύ, ως άσχετος, «μικρούλα, καλή είσαι εσύ, κοίτα μην ψωνιστείς»! Ποια να ψωνιστεί; Αυτή που είναι στο μεροκάματο και στην έκθεση, στην κρίση του κόσμου από μωρό παιδί; Αν ήταν να καβαλούσα καλάμι, θα το είχα κάνει από χρόνια… Πλέον, έχω χτίσει χαρακτήρα κι έχω βιώσει αρκετή δόξα. Να μου λέει ο Νταλάρας, η Νικολακοπούλου, ο Σαββόπουλος μπράβο και να το εννοούν. Τώρα θέλω να χτίσω δισκογραφία και να αφήσω το δικό μου όποιο αποτύπωμα στην ελληνική μουσική που υπηρετώ όλη μου την ζωή και τόσο αγαπώ.
-Το κοινό που σε ακούει ή που έρχεται στα μαγαζιά τα νυχτερινά που τραγουδάς μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει Σαββόπουλος και Νικολακοπούλου; Εκτός από καλλιτέχνιδα είσαι και διασκεδάστρια, δηλαδή πολλοί έρχονται για να κάνουν ζημιά (από την οποία επιβιώνει το μαγαζί και κατ’ επέκταση εσύ) και να περάσουν καλά, χωρίς πολλή πολλη σκέψη. Η φάση είναι σκυλάδικη, άλλο αν εσύ έχεις έναν πολυπρισματικό μουσικό πυρήνα.
Πράγματι, ένα μέρος του προγράμματος απευθύνεται σε αυτούς που ήρθαν για να τα σπάσουν. Ποτέ όμως δεν αφήνω απ’ έξω κι εκείνους που ήρθαν να ακούσουν στ’ αλήθεια μουσική. Τραγουδάω από έντεχνα μέχρι Πανταζή, παραδοσιακά, σκυλάδικα, όλα. Κολλάω στο πρόγραμμα Αργυρό με Χριστοδουλόπουλο σε ένα σημείο, γιατί μπορώ, εσείς μπορείτε; Θα σας γίνω συνείδηση. Το στιλ μου, ο τρόπος μου, η άποψή μου θα σας γίνει συνείδηση. Αυτή είμαι. Δεν τραγουδάω μόνο για τους πολλούς. Και, πίστεψέ με, είναι δύσκολο να κρατήσεις αυτές τις ισορροπίες. Εγώ δεν θέλω να μιμηθώ καμιανής την καριέρα ούτε να απαρνηθώ τις δουλεμένες μουσικά καταβολές μου. Από την άλλη, μου αρέσει η επιτυχία, το σουξέ, η απήχηση. Θέλω να πιστεύω ότι κάνω ό, τι κάνω με αλήθεια, με τους όρους μου, ότι δημιουργώ ίσως μια δική μου σχολή, μια δική μου κατάσταση. Και ας μην ξεχνάμε. Για όποιον άνθρωπο γεννιέται με μουνί, όλα αυτά είναι αρκετά πιο δύσκολα να πετύχουν και να πιάσουν, να σε θεωρήσουν στ’ αλήθεια σημαντική, να σε σεβαστούν.
-Κάποτε, μπορεί να λένε «κάνε το όπως η Ρία». Σου το εύχομαι.