Στη νησί της Κέας, κατά την αρχαιότητα, είχαν ένα μοναδικό (για τα ελληνικά και ίσως για τα παγκόσμια δεδομένα της εποχής εκείνης) έθιμο: το λεγόμενο «Κείων νόμιμον» [κατ’ άλλους «Κείον το νόμιμον»], όταν δηλαδή οι κάτοικοι της σημερινής Τζιάς, εξαιτίας της πολιορκίας τους από τους Αθηναίους, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μια πολύ δυσάρεστη (αλλά για τους ίδιους, απολύτως αναγκαία) απόφαση, όπως την αναφέρει ο ίδιος ο ιστορικός και φιλόσοφος Στράβων: Σύμφωνα με αυτό το «έθιμο» [ουσιαστικά, μια πολιτική απόφαση], όσοι υπερέβαιναν το 60ό έτος της ηλικίας τους «αυτεκωνιάζοντο», δηλ. αυτοκτονούσαν με κώνειο από το φυτό μανδραγόρας.

Ο λόγος; Προκειμένου να επαρκεί η τροφή για τους υπόλοιπους («προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στράβων). Η όλη τελετουργία μάλιστα ελάμβανε χώρα ενώπιον όλων των κατοίκων της αρχαίας Τζιάς: παρουσία όλου του νησιού και μετά από μια εορταστική ιεροτελεστία, ο αυτόχειρας εκτελούσε το χρέος του, πίνοντας πρόθυμα το κώνειο. Για την ιστορία, όταν ο Σωκράτης αναγκάστηκε να πιεί κώνειο στη φυλακή, έφεραν για τον λόγο αυτό το καλύτερο κώνειο της «αγοράς»: αυτό της Κέας.

Είναι φανερό ότι η θέση των ηλικιωμένων (και γενικά των ατόμων που υφίστανται καταπίεση ή βρίσκονται στο περιθώριο) βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου θεατρικού έργου του Γιώργου Καπουτζίδη με τίτλο «42497» που παίζεται αυτή την στιγμή στο Θέατρο ΗΒΗ.

Αυτή η θλιβερή πραγματικότητα, σε συνδυασμό με μια α λα «The Squid Game» δυστοπία, κατά την οποία οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα, ούτε καν την ανάμνηση την παλιών τους ονομάτων, αλλά είναι απλοί αριθμοί (κάπως σαν τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της πανδημίας, που πλέον, αποτελούν ένα απλό στατιστικό στοιχείο και τίποτα άλλο, παρά μόνο μια ανάμνηση για τους οικείους και τους συγγενείς τους) είναι ένας σχεδόν οργουαλιανός ή καφκικός κόσμος.

Φωτ.: Κώστας Αμοιρίδης

Οι ήρωες του «42497» φεύγουν αναγκαστικά στα 70 του χρόνια, καθώς έτσι ορίζει η Ανώτατη Αρχή, δίνοντας τη θέση τους στους νέους, οι οποίοι μπαίνουν μέσα σε αυτό το υπόγειο σύμπαν, εκεί που κανένας δεν έχει καμία προηγούμενη μνήμη του παρελόντος του από τον «πάνω κόσμο», δηλαδή την πρότερη, ευτυχισμένη ζωή του.

Κεντρικός ήρωας είναι ο «Οκτώ», ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ηγέτης του «καλού» που έρχεται σε αντίθεση με την «Τρία», που υποδύεται η Ανθή Σαββάκη, η «κακιά» της υπόθεσης, η οποία έχει βέβαια και τους υπ(ερ)ασπιστές της, τον Mανώλη Κλωνάρη και τον Αποστόλη Ψαρρό.  Αυτός είναι ο πυρήνας, ενώ γύρω τους υπάρχουν οι φοβισμένοι ήρωες, οι «παρατηρητές» που υπάρχουν και στον τωρινό κόσμο, οι πιο αδύναμοι και ανίσχυροι, όπως, π.χ. η νούμερο «Δύο» που υφίσταται διαρκώς ένα μπούλιινγκ, ενώ παράλληλα δεν δέχεται απολύτως καμία συμπαράσταση από όσους θα έπρεπε να της συμπαρασταθούν. Ό,τι δηλαδή, γίνεται και στον πραγματικό κόσμο με όλες τις περιθωριοποιημένες ομάδες, τους γκέι, την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, τους Ρομά και τους άστεγους, ακόμη και τα ζώα.

Ο Γιώργος Καπουτζίδης μιλώντας στο Olafaq.gr, μάς είπε ότι από όλην αυτήν την διαδικασία συγγραφής του έργου του, τού έμεινε ένα τεράστιο αίσθημα «ανακούφισης», σαν να βγήκαν από μέσα του πράγματα και συναισθήματα που δεν γνώριζε καν ότι υπήρχαν κρυμμένα μέσα του. Οι ερωτήσεις μας… πέφτουν «στρέιτ θρου» και ο Γιώργος είναι πάντα πρόθυμος να μάς τις απαντήσει με το γνωστό θάρρος και την ειλικρίνεια που διακρίνει τον χαρακτήρα του.

Φωτ.: Κώστας Αμοιρίδης

– Τι συναίσθημα και τι γεύση σου άφησε η ολοκλήρωση του «42497»;

Ανακούφισης. Σαν να εκμυστηρεύθηκα τα πιο βαθιά μου μυστικά, τα έβγαλα από μέσα μου και να γαλήνεψα. Και τώρα μάλλον φοβάμαι λιγότερο όλα όσα μου προκαλούσαν φόβο.

– Πως ήταν για σένα το πέρασμα από την κωμωδία στην κοινωνική δυστοπία;

Σαν μία απλή βόλτα στους διαδρόμους της καρδιάς και του μυαλού μου. Το έργο αυτό δε γράφτηκε επειδή είχα ανάγκη να κάνω μία στροφή. Αυτό το έργο περιγράφει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, την αθέατη σε σας πλευρά μου. Που ήταν όμως πάντα εκεί, δικιά μου. Απλώς τώρα ξεκίνησα να τη μοιράζομαι.

– Παρόλο που είναι σχεδόν αδιόρατος, υπάρχει έντονος θυμός στο «42497». Πως κατάφερες και τον διατήρησες τόσο υπογειακό, χωρίς να «καπελώνει» άλλα ζωτικά στοιχεία του έργου;

Γιατί το τιθασεύω. Και εγώ θυμώνω αλλά δεν επιτρέπω στο θυμό να με «καπελώσει». Παλαιότερα συνέβαινε. Τώρα πια δεν του κάνω το χατίρι να με υπερνικήσει. Οπότε δεν κατάφερε και να «καπελώσει» την ιστορία μου. Πιστεύω πολύ στη δύναμη της καλοσύνης. Για κάποιους είναι ασήμαντη και ίσως τη βλέπουν ως τροχοπέδη στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων τους. Τους φαντάζει άχρηστη ως αρετή. Για μένα είναι πανίσχυρη. Είναι αυτή που μπορεί να σε βοηθήσει να έχεις μία υψηλή ποιότητα ζωής. Περισσότερο από τα πλούτη, τις φιλοδοξίες και τις καριέρες. Έτσι όπως αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον την υψηλή ποιότητα ζωής.

– Πιστεύεις ότι αυτή η, συχνά αγενής, στάση των διαφόρων πολιτισμών απέναντι στους ηλικιωμένους τους είναι ένα δείγμα ευρύτερης κουλτούρας της εκάστοτε κοινωνίας;

Ο πολιτισμός μίας κοινωνίας φαίνεται κυρίως από το πως συμπεριφέρεται στις πιο αδύναμες ομάδες της. Πόσο νοιάζεται αυτούς που έχουν ανάγκη τη φροντίδα της. Νιώθω τεράστια απογοήτευση και πόνο κάθε φορά που βγαίνει στο φως περιστατικό εγκατάλειψης, ή βίας σε βάρος ηλικιωμένου. Άνθρωποι που δούλεψαν σε όλη τους τη ζωή, δεν εισπράττουν το ευχαριστώ της Πολιτείας και της κοινωνίας. Στην κοινωνία του «42497», αυτή η σκληρότητα για τους μεγαλύτερους αποτυπώνεται με ξεκάθαρο και απότομο τρόπο. Υπάρχει ένα σημείο στην παράσταση, που ακούμε τις αντιδράσεις του κοινού κάθε βράδυ. Αντιδράσεις για μία άκαρδη απόφαση που λαμβάνεται εις βάρος των ηλικιωμένων πολιτών.

– Νιώθεις ότι τα social media συχνά είναι σαν να ζούμε υπογείως και κάτω από την γη; Σε ενοχλεί όλη αυτή η φάση με την καφρίλα και την αγένεια των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή βάζεις την «πανοπλία» σου και μένεις αμέτοχος;

Με στενοχωρεί ως φαινόμενο, δεν με στενοχωρεί προσωπικά γιατί δε συμμετέχω. Όντως φόρεσα μία πανοπλία και προστατεύομαι. Αντιλαμβάνομαι ότι γίνεται ένας παράλογος πόλεμος μίσους, απλώς γίνεται κάπου μακριά από μένα. Και όντως, για να χτίσω τον κόσμο του «42497», δανείστηκα στοιχεία από τον κόσμο των social media. Η έλλειψη κριτικής σκέψης, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η παντελής απουσία επιχειρηματολογίας, η άμεση λήψη καταδικαστικών αποφάσεων, όλα αυτά τα εντόπισα στον κόσμο των social και τα κατέγραψα.

– Με το χέρι στην καρδιά, σου έχει έρθει ποτέ να συμμετάσχεις σε μια φορτισμένη κουβέντα μέσω Διαδικτύου; Τι έκανες;

Ναι, παλιότερα. Ήταν το απόλυτο χάσιμο χρόνου. Κανένα αποτέλεσμα δε βγαίνει, καμία σημασία δεν έχει κανένας διάλογος. Συνομιλείς με κάποιον που στην πραγματική ζωή, ούτε θα συνομιλούσες, ούτε θα τον συναντούσεις και ποτέ και χάνεις τζάμπα και βερεσέ την ημέρα σου. Πριν από χρόνια ήμουν στη Βαρκελώνη, και έχασα ένα δίωρο να διαβάζω και να πληκτρολογώ ενώ ήμουν σε μία τόσο όμορφη πόλη, και δεν την έβλεπα. Και δε χρειάζεται να είσαι στη Βαρκελώνη. Όπου και να είσαι, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα πολύ καλύτερα να κάνεις μέσα στη μέρα σου από το να τσακώνεσαι στα social. Το πιο απλό. Βάλε τα αθλητικά σου, φόρα και τα ακουστικά σου και περπάτησε και άκου μουσική. Είναι πολύ πιο χρήσιμο, υγιές και διασκεδαστικό.

– Οι κοινωνικοί αγώνες που έχουν κατακτηθεί μέχρι στιγμές (φυλετικοί, υπέρ των γκέι, για τα δικαιώματα των γυναικών, για τους εργάτες) έχουν κατακτηθεί συχνά με αίμα. Που μπαίνει η κόκκινη γραμμή της αναίμακτης διεκδίκησης των αυτονόητων πραγμάτων και που αρχίζει μια πιο σκληρή διαπραγμάτευση όλων μας με εκείνες τις δυνάμεις που επιμένουν να μας κρατάνε πίσω;

Θέλω να πιστεύω ότι ζούμε σε μία εποχή και σε μία χώρα, όπου δε θα φτάσουμε σε αιματηρές εξεγέρσεις και πιστεύω πως όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να συνεργαστούν προκειμένου να αποκαταστήσουν τις αδικίες που έχουν υποστεί στο παρελθόν διάφορες κοινωνικές ομάδες. Είναι μονόδρομος άλλωστε αυτό, αν θέλουμε να λεγόμαστε πολιτισμένη χώρα. Αυτοί που θέλουν να μας κρατήσουν πίσω, μπορούν να μείνουν πίσω μόνοι τους, αν θέλουν, αλλά όχι και να κρατήσουν τους υπόλοιπους από μας. Δικαίωμα στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τις ζωές των άλλων, δεν έχουν. Δεν το είχαν ποτέ, δεν τους το παραχώρησε κανείς ποτέ. Παρεξήγησαν. Λύνουμε την παρεξήγηση και προχωράμε.

– Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί καθημερινά ως καλλιτέχνη και σεναριογράφο και σε αναγκάζει να μην το βάλεις κάτω;

Η ίδια μου η φύση, η προσωπικότητά μου και η γαλήνη που μου χαρίζει η ζωή μου στο νησί. Από τη φύση μου έχω την ανάγκη να αγγίξω την καρδιά του άλλου. Και το καταφέρνω τελικά καλύτερα με το γράψιμο.

Φωτ.: Κώστας Αμοιρίδης

– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθεις εσωτερικά κάθε φορά που βγάζεις ένα νέο σενάριο;

Θέλω να αρέσει στους ηθοποιούς μου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου πίεση και ο φόβος. Πολύ περισσότερο από το αν θα αρέσει στον κόσμο. Τα κριτήρια του κάθε θεατή δεν τα ξέρω, ούτε τη διάθεση με την οποία παρακολουθεί κάτι. Για τους ηθοποιούς μου όμως έχω μεγάλο άγχος, νιώθω τεράστια ευθύνη. Πως θα τους φορτώσω με λόγια, κινήσεις, με τη ζωή ενός άλλου ανθρώπους Αν δεν τους αρέσεις. Πως θα ζήσουν μία ολόκληρη χρονιά καταπιεσμένοι; Στη φετινή παράσταση, η δράση διαδραματίζεται σε μία υπόγεια κοινότητα που ονομάζεται «Βορειοδυτική 703». Και τους ακούω να μιλάνε για την κοινότητά αυτή, σαν να είναι σπίτι τους, μία μικρή καινούρια πατρίδα. Την αγαπάνε. Αυτό με κάνει κι εμένα πολύ χαρούμενο.

– Όταν ολοκληρώνεις ένα θεατρικό έργο, φαντάζεσαι μέσα στο κεφάλι σου τυχόν αντιδράσεις των ακροατών σου μετά;

Όχι ιδιαίτερα. Καμιά φορά ούτε και στην κωμωδία. Πολλές φορές ο κόσμος γελάει σε σημεία που δεν τα υπολόγιζα και άλλα που μου φαίνονταν αστεία από  γραφής, τα προσπερνάνε. Ο κόσμος είναι ο επιπλέον παίκτης σε μία παράσταση. Αλλά είναι ο μόνος που δεν τους γράφεις εσύ λόγια, ούτε τον σκηνοθετείς. Δρά από μόνος του.

– Αλήθεια, ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνηση σου από το θέατρο και το σινεμά;

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι που παραθερίζαμε στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης και πήγαινα κάθε βράδυ στο θερινό σινεμά της περιοχής. Όταν είχα διφραγκάκι για εισιτήριο. Όταν δεν είχα, υπήρχε και το μπαλκόνι ενός φιλικού σπιτιού και παρακολουθούσα, λαθραία, από εκεί.

– Μιας και είμαστε σε κινηματογραφικά πεδία, για πες μου και 3-4 ταινίες που σε έχουν διαμορφώσει ως άνθρωπο και θεατή.

Μία ταινία που αγαπώ και μοιάζει πολύ με τα παιδικά μου χρόνια είναι το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε. Και άλλη μία που με έκανε να αγαπήσω τις γυναίκες ηρωίδες, στις οποίες αφιέρωσα άλλωστε τα πρώτα τηλεοπτικά μου σενάρια, είναι το «Θέλμα και Λουίζ».

– Ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο της καθημερινότητάς σου ως συγγραφέας ή σεναριογράφος ή ηθοποιός και ποιο το χειρότερο;

Το καλύτερο μου στοιχείο είναι πως όταν απολαμβάνω αυτό που γράφω, είμαι ακούραστος. Δε λογαριάζω τι ώρα είναι, αν νύχτωσε, αν ξημέρωσε, νιώθω μία πρωτοφανή ευφορία και ενέργεια. Πετάω από ευτυχία όταν συμβαίνει αυτό. Το χειρότερο είναι σίγουρα η αναβλητικότητά μου. Όταν δεν είμαι πολύ σίγουρος, δεν δίνω στον εαυτό μου δεύτερη ευκαιρία, το δικαίωμα να γράψω κάτι λάθος και να το διορθώσω μετά. Και δε γράφω. Αφήνω το χρόνο να περνάει. Και δημιουργώ μόνος μου μια συνθήκη πίεσης.

– Στην πορεία της καριέρας σου νιώθεις ότι σταδιακά απελευθερώνεσαι από πράγματα; Ότι πετάς «βαρίδια» του παρελθόντος και προχωράς, γινόμενος, αν όχι καλύτερος, ένας άλλος, διαφορετικός άνθρωπος σε σχέση με το άμεσο παρελθόν σου;

(Γελάει) Ακριβώς. Νιώθω ότι δε χρειάζεται καν να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, με περιγράψατε επακριβώς. Απλώς δε νιώθω ότι γίνομαι διαφορετικός, αποκαλύπτω πλευρές μου που πριν δεν γνωρίζατε.

– Ποια ήταν τα λάθη που έκανες και που σου έδωσαν τα καλύτερα μαθήματα;

Το βασικότερο λάθος μου είναι ότι δυσκολεύομαι να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Κυρίως την αγάπη μου ή τον έρωτά μου. Δεν μου έχει γίνει μάθημα ωστόσο. Εξακολουθώ να δυσκολεύομαι και μάλλον πρέπει να το αποδεχτώ ως αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα μου.

Φωτ.: Κώστας Αμοιρίδης

– Μεγαλώνοντας ισχύει ότι κρινόμαστε περισσότερο από τα «όχι» που λέμε και όχι από τα «ναι» μας; 

Κυρίως «όχι» λέω. Είμαι περήφανος για τα «όχι» που με κράτησαν μακριά από εξαρτήσεις, από ανθρώπους που μπορεί να έχουν ισχύ αλλά δεν έχουν ούτε ηθική ούτε αισθητική, είμαι περήφανος για τα «όχι» με τα οποία διαφύλαξα την ανεξαρτησία μου. Δε θέλω να ανήκω σε καμία κλίκα, σε καμία παρέα εμπορικών, ποιοτικών, έντεχνων, μη έντεχνων, προοδευτικών ή συντηρητικών, όπως κι αν λέγονται. Οι «παρέες» και οι «ομάδες» φαίνονται γοητευτικές στην αρχή, σε παινεύουν, σε προωθούν, αλλά μετά από λίγο καιρό καταλήγεις ένα φυλακισμένο πιόνι τους και τίποτε περισσότερο. Γίνεσαι κάτι φτηνό, ψεύτικο, επίπλαστο. Χάνεις τον εαυτό σου.  Η ελευθερία και η ανεξαρτησία μου είναι οι δύο πιο σημαντικές μου κατακτήσεις.

– Αν το κάθε έργο ενός οποιουδήποτε καλλιτέχνη αποτελεί ταυτόχρονα και ένα βήμα στην πορεία να απαντήσει ο ίδιος σε κάποια ερωτήματα, προβληματισμούς ή απορίες που τυχόν έχει στον κόσμο, τι προβληματισμούς έχει ο Γιώργος Καπουτζίδης του 2022;

Νομίζω ότι οι περισσότεροι αποτυπώνονται στην παράσταση. Νιώθουμε κάτι; Έχουμε αφήσει χώρο στην καρδιά μας για να αισθανθεί; Μήπως μεταμορφωνόμαστε σε πλάσματα άψυχα, χωρίς συναισθήματα; Και αν ναι, που θα μας οδηγήσει αυτό;

– Κατά την γνώμη μου η Ελλάδα δεν βγάζει καλή κωμωδία ή έστω δεν βγάζει συχνά, όπως βγάζουν π.χ. οι Βρετανοί. Δεν ξέρω αν συμφωνείς με αυτό, αλλά αν όντως συμφωνείς, έχεις εντοπίσει τους λόγους που συμβαίνει αυτό; Νιώθεις ότι αυτολογοκρινόμαστε ως κοινωνία και πολίτες;

Ο λόγος που δεν βγάζουμε καλή κωμωδία, είναι γιατί η κωμωδία και το χιούμορ μας πολλές φορές είναι βασισμένα στην κοροϊδία. Γίνονται ατελείωτες συζητήσεις αναφορικά με τον ορισμό και τα όρια της σάτιρας, τα έχουμε βαφτίσει και όλα «σάτιρα» άλλωστε, ενώ υπάρχει μία άλλη λέξη, με ένα εξαιρετικά σαφή ορισμό, που περιγράφει ξεκάθαρα την πραγματικότητα μας: η λέξη «κοροϊδεύω». Από το λεξικό ορίζεται ως: «σχολιάζω με περιπαικτικό τρόπο, την αδυναμία, το ελάττωμα ή την ιδιαιτερότητα του άλλου, με λόγια ή χειρονομίες». Η κωμωδία μας, και η κοινωνία, το «κοροϊδεύω» όχι μόνο δεν το έχει αποβάλλει, αλλά το ενστερνίζεται και το χειροκροτά. Πως λοιπόν να παράξει καλή κωμωδία; Όσο για το ποιοι αυτολογοκρίνονται, νομίζω πως αυτολογοκρίνονται όσοι έχουν ως πρόθεση να παράξουν καλή κωμωδία. Οι υπόλοιποι κοροϊδεύουν ελεύθερα.

– Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας σήμερα, κοινωνικά και πολιτικά, πώς θα την περιέγραφες;

Νομίζω είμαστε μία χώρα σε πλήρη ασυνεννοησία. Με αντίθετες δυνάμεις να αναμετρώνται σε μία διελκυστίνδα. Από τη μια μεριά υπάρχει η προσπάθεια για βελτίωση, από την άλλη όμως υπάρχει το βάλτωμα της μισαλλοδοξίας. Και γι’ αυτό προχωράμε πολύ λιγότερο απ’ ότι θα μπορούσαμε. Επειδή είμαι αισιόδοξος ωστόσο, βλέπω τα βαρίδια που σέρνουμε να είναι σαν σακιά με άμμο που επιτέλους τρύπησαν και χάνουν βάρος.

– Πόσο δυνατή είναι τελικά η λέξη «νοσταλγία» για σένα; Νοσταλγείς καταστάσεις ή κοιτάς μπροστά;

Μπα, ποτέ δε νοσταλγώ κάτι ιδιαιτέρως. Γενικά δεν καθορίζουν ποτέ τη διάθεσή μου οι αναμνήσεις. Η νοσταλγία ως συναίσθημα είναι πολύ γλυκό, αλλά είναι για λίγο. Όπως και το ίδιο το γλυκό άλλωστε. Ένα κομμάτι τούρτα θα φας, όχι την τούρτα ολόκληρη.

– Πέρσι δήλωσες ότι «Θέλω να ρωτήσω τον Πρωθυπουργό γιατί είμαι ο άνθρωπος με τα λιγότερα δικαιώματα». Έχεις ακόμη την ίδια απορία ή νιώθεις ότι έχει υπάρξει μια είδους βελτίωση ως προς την θέση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στην Ελλάδας;

Γίνονται βήματα, εξαλείφονται αδικίες, αλλά με ρυθμό κάπως αργό, και δυστυχώς δεν νιώθω ότι επικοινωνούνται σωστά. Το θέμα δεν είναι μόνο να διαγράψουμε μεμονωμένες παραγράφους νόμου που αδικούσαν τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Φυσικά και είναι σημαντικό και χαίρομαι που οι προσπάθειες αφορούν όλο το φάσμα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, πρόσφατα μάλιστα υπήρξε μία έμπρακτη στήριξη στα intersex άτομα. Το ζητούμενο ωστόσο είναι να εξηγήσουμε στον κόσμο γιατί διαγράφουμε τις επίμαχες παραγράφους. Να συνειδητοποιήσουν η πολιτεία και η κοινωνία τα λάθη του παρελθόντος, τις παράλογες διακρίσεις που έχουν επιβάλλει, να διεξαχθεί ένας γόνιμος διάλογος που στόχο θα έχει να γνωριστούμε καλύτερα, να δώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλο. Εγώ ως άνθρωπος, και ως δημιουργός, εστιάζω σε αυτό. Το προσπαθώ, την αγαπώ αυτή μου την προσπάθεια, και στα δύο θεατρικά μου έργα που παίζονται αυτή την περίοδο, και στο «42479» και στο πρώτο μου έργο, το «Όποιος θέλει να χωρίσει» που παίζεται στο ΚΘΒΕ, υπάρχει αυτή η προσπάθεια και φυσικά και στις «Σέρρες», την πιο πρόσφατη τηλεοπτική δουλειά μου.

Φωτ.: Κώστας Αμοιρίδης

– Αν μπορούσες, θα ήθελες να ξαναγίνεις παιδί; Ή πλέον φροντίζεις να μεταφέρεις αυτή σου την παιδικότητα στην δουλειά σου;

Πάλι από την αρχή και με τις γνώσεις που έχω τώρα; Ναι, θα το έκανα. Αλλά μόνο με αυτή τη συνθήκη για να τα πήγαινα καλύτερα. Αν δεν μπορώ να το έχω αυτό, όχι, δεν θα το ήθελα. Δεν θα ρίσκαρα να χάσω αυτά που έχω κατακτήσει γιατί είμαι πολύ ικανοποιημένος από όσα κέρδισα στη ζωή μου.

– Πώς βλέπεις τον εαυτό σου μετά από 5-10 χρόνια; Το έχεις σκεφτεί αυτό; Και τι νιώθεις σήμερα κρίνοντας τα όσα έχεις ήδη καταφέρει και με βάση όσα οραματιζόσουν για σένα το 2012;

Στην Αίγινα, να γράφω ιστορίες. Να είμαι υγιής, αυτό εύχομαι. Να μπορώ να ταξιδεύω. Να απολαμβάνω τα ταξίδια που κάνω για να δω αγώνες στίβου. Και θα ήθελα να έχω και μία όμορφη, υγιή και ξεκούραστη σχέση.

– Τι είναι αυτό που στο τέλος μιας ημέρας σε κάνει ευτυχισμένο και γεμάτο;

Η αγάπη.

Το θεατρικό εργό «42497» παίζεται στο Θέατρο ΗΒΗ, ενω το «Όποιος θέλει να χωρίσει, να σηκώσει το χέρι του» παρουσιάζεται από το ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, σε μια ανανεωμένη του εκδοχή.