Ο Γιώργος Αθανασίου γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα. Σπούδασε Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου. Έχει εργαστεί ως σκηνοθέτης, βιντεογράφος και μοντέρ σε εταιρείες όπως οι Wearebright, DK Productions, White Room. Mέχρι τώρα είχε δημιουργήσει τις μικρού μήκους ταινίες «Δήλεσι», «ΝΟΖΙΑ», «Forever Never», «Ευχαριστώ για το σεξ». Τα «Άνθη στα Άνθη» είναι το πρώτο του μεγάλου μήκους έργο. Έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο και τώρα έρχεται να συναντήσει τους θεατές. Στις παρακάτω σειρές ο σκηνοθέτης μας «συστήνεται» και ταξιδεύει από τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες μέχρι το μέλλον της επέλασης της τεχνολογίας και των πλατφορμών.

– Πρόκειται για την πρώτη σας ταινία μεγάλου μήκους. Πώς αποφασίσατε να την κάνατε, τι θέλετε να μας πείτε με αυτό σας το έργο;
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας μαζευόμασταν σε σπίτια και μιλούσαμε με φίλους. Παρατήρησα πόση ανάγκη το είχαμε αυτό, και άρχισα να βιντεοσκοπώ παρατηρώντας τις δυναμικές μεταξύ ανθρώπων, και ζυγίζοντας κατά πόσο όντως λειτουργεί αυτό – το να προσπαθείς να συνδεθείς με τον άλλον συνομιλώντας. Τα «Άνθη Στα Άνθη» γεννήθηκαν μέσα από αυτή τη διαδικασία. Είναι μια ταινία για την ανθρώπινη επικοινωνία και σε τι βαθμό μπορούμε να την πετύχουμε, ιδιαίτερα όταν βάζεις δύο χαρακτήρες στον χρονικό περιορισμό μιας ημέρας.

– Ο Κωνσταντίνος κι η Σοφία αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι. Πόσο εύκολο είναι αυτό να συμβεί σε μία εποχή που οι άνθρωποι τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς;
Νομίζω από μόνο του είναι δύσκολο να συμβεί. Συνήθως τυχαίνει σε μια συνάντηση με κάποιο φιλικό πρόσωπο, κάπως να σιγήσουν όλα τα παραέξω, και να υπάρξει ένα άνοιγμα στο οποίο υπάρχει πραγματική επικοινωνία. Και ξαφνικά υπάρχει και ο χώρος για έκφραση, και ίσως η άνεση να μιλήσεις για πράγματα για τα οποία δεν τολμάς ούτε να τα σκεφτείς μόνος. Και φυσικά τότε γίνεται και πιο δύσκολο.

– To ασπρόμαυρο, το γκρίζο φόντο διατηρείται, σε τι σας εξυπηρετεί;
Είναι μια ρομαντική ιδέα πως οι ασπρόμαυρες ταινίες υπηρετούν περισσότερο τους χαρακτήρες και προσφέρουν στο κοινό ξεκούραση από πληροφορίες για να συγκεντρωθούν σε αυτούς παρά στο περιβάλλον τους. Παράλληλα θυμάμαι από την αρχή που συζητούσαμε για την ταινία πάντα στο μυαλό μου έπρεπε να είναι ασπρόμαυρη. Μπορεί να είναι από νοσταλγία και μόνο ταινιών του παρελθόντος, παρόλα αυτά νομίζω πως δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

– Πώς νιώθετε μετά την προβολή στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, η πρεμιέρα γίνεται στα θερινά που νέοι άνθρωποι τα κατακλύζουν;
Είναι ό,τι καλύτερο! Και είναι και το πιο θερμό κοινό, πάντα μετά από προβολές κάνουμε πολύ ωραίες συζητήσεις. Εν τω μεταξύ – η ταινία είναι ότι πρέπει για θερινό, το ξέραμε από την αρχή. Βγάζει ένα ρομαντισμό που ταιριάζει στο καλοκαίρι και τραβάει πολλή κουβέντα και μετά.

– Ποιοι μεγάλοι δημιουργοί σας έδωσαν ερεθίσματα και διαμόρφωσαν τον κινηματογραφικό σας κόσμο;
Jim Jarmusch, Noah Baumbach, Andrew Bujalski, Mike Leigh, Charlie Kaufman, Jean Luc Godard, Alex Ross Perry.

– Η ταινία διαρκεί 75 λεπτά. Θεωρώ τον χρόνο ιδανικό για να περάσει το μήνυμα σας. Πείτε μας τη δική σας άποψη σχετικά.
Ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να μπορέσουμε να πούμε την ιστορία μας, υπηρετώντας πρώτα τους χαρακτήρες. Είναι κάποιες ταινίες που η ώρα δεν περνάει με τίποτα και ας είναι 60 λεπτά και άλλες που είναι τρίωρες και στο τέλος θέλεις και άλλο. Πιστεύω η δικιά μας είναι όσο όσο.

– Να περιμένουμε σύντομα μία δεύτερη απόπειρα, μία δεύτερη ταινία;
Οπωσδήποτε. Υπάρχουν διάφορα στα σκαριά – μεγάλου μήκους, μικρού, θεατρικά, σειρές, που τα δουλεύω παράλληλα, μόνος αλλά και με συνεργάτες, αλλά εννοείται το πρόβλημα πάντα είναι να υπάρξει ενδιαφέρον  και χρηματοδότηση. Οπότε μέχρι τότε απλώς προσπαθώ να παραμένω δημιουργικός έστω και στο χαρτί και βλέπουμε τι θα μπορέσει να γίνει στο μέλλον.

– Η φετινή παραγωγή για το ελληνικό σινεμά ήταν «φτωχή». Αντιλαμβανόμαστε τους λόγους όπως και σε παγκόσμια κλίμακα. Πώς βλέπετε το μέλλον;
Εγώ θα έλεγα πως βγαίνουν αρκετές ταινίες φέτος από την Ελλάδα. Εννοείται αν συγκρίνουμε με αγορές όπως π.χ. της Γαλλίας, δεν υπάρχει καμία σύγκριση, πιστεύω, όμως πως κάτι γίνεται, και μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορούν και δημιουργοί, οι οποίοι λειτουργούν και εκτός του συστήματος των εταιριών να έχουν ένα κοινό. Μπορεί κάποιος με ένα κινητό και την παρέα του να φτιάξει κάτι το οποίο μπορεί να συγκινήσει. Το πόσο εύκολη είναι  η online διάθεση μία ταινίας ως τρόπος διανομής, δίνει ελπίδα σε νέο κόσμο να το δοκιμάσει.

➪ Λίγα λόγια για την ταινία «Τα Άνθη στα Άνθη»

Την τελευταία μέρα του στην Αθήνα προτού φύγει για το εξωτερικό, ο Κωνσταντίνος συναντάει την Σοφία στο πάρκο. Νιώθοντας την πίεση του χρόνου, οι δυο όχι-τόσο-καλοί φίλοι συμφωνούν να παίξουν ένα παιχνίδι και να πουν όσα δεν έχουν πει τόσο καιρό. Περνούν τις επόμενες ώρες μιλώντας, πίνοντας και καπνίζοντας,   αποκαλύπτοντας αποσπασματικά κομμάτια του εαυτού τους.   Η συζήτηση εναλλάσσεται μεταξύ σοβαρού και αστείου, μεταξύ πολύ προσωπικού και γενικολογικού. Όταν φτάνει το βράδυ και η ώρα του αποχωρισμού, οι χαρακτήρες μας συνεχίζουν τους μοναχικούς τους δρόμους τους γνωρίζοντας λίγο περισσότερο ο ένας τον άλλον.