Ο Γιάννης Νάστας είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στο ελληνικό τραγούδι, σχεδόν εξαιρέσιμη θα λέγαμε. Τον συνάντησα ένα απόγευμα του Ιουλίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, την πόλη που διαμένει μόνιμα. Αιτία ήταν η επιστροφή του στη δισκογραφία, όχι με ένα ολόκληρο άλμπουμ (μέχρι στιγμής τουλάχιστον), αλλά μ’ ένα νέο τραγούδι, που θα μπορούσε να γίνει το απόλυτο summer hit. Τίτλος του, «Το Νησί», δεύτερο στη σειρά single μετά το «I’ ll fall in love» που είχε κυκλοφορήσει ψηφιακά τον περασμένο Φλεβάρη. Ένας καλλιτέχνης που δηλώνει αυτοδίδακτος και που έφαγε με το κουτάλι την πανκ σκηνή από τα τέλη των ’70s. Με την ακόλουθη συζήτηση μας, μπορεί άνετα ο αναγνώστης να βγάλει τα συμπεράσματα του για την ευρύτερη κοσμοθεωρία του Νάστα, όπως και να αντλήσει στοιχεία για την ιστορία πίσω από τη δημιουργία των Xaxakes – πρώτη φορά, σύμφωνα με τον ίδιο, εξομολογείται ότι η αιτία για να δοθεί το όνομα «Xaxakes» στη μπάντα, ήταν ένας γάτος, μάλλον το ίδιο εξαιρέσιμος με τον…γατομπαμπά του. Εν αναμονή του μεγάλου live των Xaxakes στην Αθήνα (θα παίξουν με full σύνθεση στο Gazarte την Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου), ο Γιάννης Νάστας μίλησε για όλους και για όλα σε μία απ’ τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

• • •

– Έχετε καιρό να δώσετε συνέντευξη;
Ναι, έχω καιρό, αλλά ήταν δική μου επιλογή. Ήμουν σ’ ένα στάδιο που έγραφα μουσική και δεν είχα ολοκληρώσει κάτι. Δεν ήξερα ποιο ήταν το εύρος που είχα, αν και μέσα μου ήξερα. Μετά γέλασα πολύ όταν ανακάλυψα τι έρχεται από πίσω. Ήρθε η ώρα να πεις πέντε κουβέντες της προκοπής πια, γιατί αλλιώς θα λέγαμε αερολογίες.

– Οι καλλιτέχνες πρέπει να μιλάνε αυτή την εποχή;
Οι καλλιτέχνες μιλούσαν μέσα απ’ τους στίχους τους όσο μπορούσαν. Η μουσική πάντα ήταν μια υπερπολυτέλεια στη φάση. Πρέπει να λένε πράγματα οι μουσικοί, αλλά δε βλέπω και κανέναν να τολμάει. Είναι καλυμμένοι πίσω από ένα σύστημα, για το οποίο ας μην πω κάτι παραπάνω τώρα…Με το κομμάτι “Μόντε Κάρλο”, π.χ., δεν αναφερόμουν στο Μόντε Κάρλο, αλλά στις γοητευτικές στροφές έξω απ’ το Μόντε Κάρλο, αφού μέσα είναι μια αηδία και μισή. Έτυχε να περάσω 15 χρόνια αφότου είχα γράψει το κομμάτι σαν τουρίστας. Οι στροφές του ήταν, όμως, όπως τις φανταζόμουν.

– Το χάος προϋπήρχε των πάντων. Πριν από σας τι να υπήρχε;
Η αναρχία, το χάος, μια ελευθερία. Το χάος το αντιλαμβάνεται κανείς, όπως θέλει. Γι’ άλλους μπορεί να’ναι μια ασυνεννοησία και γι’ άλλους η ελευθερία. Για μένα μπορεί να’ναι μια απόσταση, κάτι ωραίο. Μ’ αρέσει εμένα το χάος.

– Γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη;
Ναι, αλλά από ανάγκη. Οι γονείς μου ήταν κάτοικοι Γρεβενών και αναγκαστικά, λόγω έλλειψης νοσοκομείου, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη για να γεννηθώ. Μέχρι 10 ετών, δηλαδή μέχρι το 1974, ήμουν στα Γρεβενά. Φανταστική εμπειρία! Παιδί που παίζει, ξέρετε. Σήμερα, λοιπόν, είμαι στα 59, ούτε καν 60 (γέλια). Όταν ζήσεις παιδικά χρόνια με αγάπη και ελευθερία, είναι σπουδαίο πράγμα. Εμάς μας ενδιέφερε να μη βραδιάσει νωρίς και γυρίσουμε σπίτι. Όλο αυτό σου βγαίνει τα επόμενα χρόνια, έχοντας μαζέψει όμορφες εικόνες και εμπειρίες. Κάποια στιγμή σε πιάνει μια αίσθηση ενοχής γιατί πέρασες τόσο ωραία παιδικά χρόνια ή γιατί γράφεις ένα χαρούμενο κομμάτι. Είναι σαν να χρωστάς κάτι στη χαρά κι εγώ, επειδή είχα καλά παιδικά χρόνια κι ακόμη καλύτερα εφηβικά, ταξίδευα συνεχώς.

– Ταξιδεύατε μόνος ως έφηβος;
Τύχαινε να φεύγω πάντα. Και μόνος είχα φύγει στα 14 και στα 15 μου. Πήγα λίγο έξω, που λένε, καμιά Γαλλία κλπ. Οι γονείς μου απ’ τη μια ήταν συντηρητικοί, αλλά απ’ την άλλη τελείως open mind ως προς την ελευθερία μου. Ο πατέρας μου ήταν φούρναρης, δεν ζει πλέον. Όταν εμφανίστηκε η πανκ, αφήσαμε πίσω το hard rock που ακούγαμε, σαν τους Kiss, που μου άρεσαν τα σουξέ τους.

– Αναφέρετε ένα pop metal συγκρότημα.
Ναι, pop metal. Μπορεί να ήταν πιο ψυχεδελικοί οι Led Zeppelin, αλλά και τι έγινε; Το λιώσαμε όλο το hard rock, το περάσαμε, αλλά εγώ ήμουν περισσότερο στους Kiss. Το πανκ με πήρε κατευθείαν γύρω στα 1977 – 78 και δεν ήταν ένα κίνημα του τύπου «Βρίστε ελεύθερα ή ντυθείτε όπως θέλετε». Ήταν ένα πολιτικοποιημένο κίνημα κατά της φτώχειας, του θατσερισμού, της βασιλείας κλπ. Κι ενώ πριν είχα πολύ μακριά μαλλιά, όταν έσκασε το πανκ, τα κούρεψα κι ήμουν ο πρώτος άνθρωπος εδώ στη Θεσσαλονίκη που τα είχα βάψει άσπρα. Λευκή μοϊκάνα κι έτσι γύρω στο 1978. Δεν είχαμε φωτογραφικές μηχανές τότε, αλλά πρέπει να έχω κρατήσει μια φωτογραφία όταν παίζαμε με την πρώτη μου μπάντα Clash, Sex Pistols, τέτοια πράγματα.

Γιάννης Νάστας
Φωτ.: Αντώνης Μποσκοΐτης / Olafaq

– Πότε φτιάξατε την πρώτη σας μπάντα;
Το ΄78 στα 14 μου. Έγραφα από τότε, μόνο που δεν υπήρχαν τα μέσα. Έπρεπε να’σαι πολύ επώνυμος τραγουδιστής για να έκλεινες ένα στούντιο, τα οποία ήταν μετρημένα. Εδώ υπήρχε το στούντιο του Βατσέρη, ενός θεότρελου τύπου, που έδινε βήμα σ’ όλες τις μπάντες. Πέθανε ο Βατσέρης. Οι πανκ δεν μπορούσαν να καταλάβουν την τρέλα του. Τον «τρέχανε» και τον χτυπούσαν. Δε θυμάστε τι είχε γίνει στο Rock in Athens που οι πάνκηδες πετούσαν χώμα στον Boy George; Είχαν τη χαζή αντίληψη πως όποιος δεν παίζει με παραμόρφωση στην κιθάρα, δεν είναι rock’ n’ roll. Και τι είναι rock’ n’ roll, η παραμόρφωση στην κιθάρα και μετά η μακαρονάδα της μαμάς; Ή το rock’ n’ roll του δρόμου και μία κάπως αντισυμβατική ζωή;

– Δεν είχατε καμία επαγγελματική προοπτική στο ξεκίνημα σας.
Τίποτα, παιδί μου, τι προοπτική; Ροζ παπούτσι, άσπρη λωρίδα στο ξυρισμένο κεφάλι, ήμουν σαν είχα πέσει από το Μπρίστολ στη Θεσσαλονίκη. Με είχε μαγέψει η μορφή του Gary Numan, που τον είδα στο εξωτερικό. Ο Bowie ήρθε πολύ αργότερα. Με βοήθησαν οι πιο προχωρημένες σχέσεις μου με τα κορίτσια που μου λέγανε «Δες κι αυτό»!

– Πως σε αντιμετώπιζαν οι Θεσσαλονικείς;
Εδώ παλιά, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, δεν μιλούσαν για την εμφάνιση μου. Δεν μου τη «λέγανε», σπανίως θα άκουγα κάποιο σχόλιο μες τα μούτρα μου, διότι από πίσω μου μπορεί να λέγανε χίλια δυο.

– Τη φάση με τις Τρύπες, που ξεκίνησαν λίγα χρόνια μετά από σας, πως τη βλέπατε;
Όσοι ξέρανε την ιστορία εδώ και εμένα, έβλεπαν να μαζεύουμε κόσμο. Έπαιζα Gang of Four, πάνω στα πατήματα των οποίων βασίστηκαν πολλοί άλλοι. Όταν έσκασαν οι Τρύπες, εγώ είχα χορτάσει απ’ την πανκ σκηνή κι απ’ τη μαυρίλα. Εγώ τα’χα περάσει όλα αυτά στην ορίτζιναλ φάση προτού καν ιδρυθούν οι Τρύπες και πιο μετά τα Ξύλινα Σπαθιά. Το λέω έτσι για να γελάσουμε πιο πολύ, διότι δεν είμαι μόνο «Ο μίστερ Μόντε Κάρλο» εγώ. Είναι αλλού το σενάριο κι αυτό πρέπει να βγαίνει σιγά -σιγά, δεν είναι ότι θέλω να παίζω πια σκληρή μουσική. Ή αν θα παίζω δεν θα’ναι με μένα τραγουδιστή, γιατί δεν το αντέχω. Κι αν οι στίχοι μου είναι σκληροί, επιθετικοί, δεν την αντέχω πια την επιθετικότητα.

– Κι εκεί είπατε να κάνετε κάτι άλλο, διαφορετικό.
Ας πούμε είπα να κάνω αυτό που ζούσα μέσα στα μπαρ και τα ταξίδια μου. Έτσι έγραψα το πρώτο μου κομμάτι που έλεγε «Είναι μέρα, έχει φως και είσαι ωραία». Αυτό ήταν απαγορευμένο! Χρησιμοποίησα ένα δικό μου συντακτικό που το’χα από παιδί. Καλός μαθητής ήμουν, αφού στο δημοτικό ξεχώριζα για τα προφορικά μου και μου βάζανε 10. Στο Γυμνάσιο μετά ήμουν μέτριος, του 14 – 15 και πιο μετά άρχισε η τελείως τρελή πορεία μου με το πανκ, που σας έλεγα. Έφτασα να’μαι μαθητής του 11, έκανα απουσίες και με το ζόρι τέλειωσα το σχολείο. Έμπαινα με μηχανή την ώρα της προσευχής και με μαύρη καμπαρντίνα. Δεν μου μιλούσε κανείς, μ’ αγαπούσαν όλοι.

– Σας είχε συνεπάρει το στοιχείο της εκκεντρικότητας.
Όφειλα να μην είμαι μια κρυφή περσόνα, όχι για να ενοχλήσω, αλλά για να πω «Ξέρετε, ο κόσμος δεν είναι τόσο σοβαρός όσο τον μάθατε εσείς όλοι». Ήμουν πάντα μακριά απ’ τη λογική του τι πρέπει να φοράμε. Επομένως, πάντα ήμουν εκκεντρικός από πιτσιρικάς. Αυτό άφησε ιστορία, αλλά υπάρχει κι η άλλη άποψη που έλεγε ότι πολλοί θα με νόμιζαν για άνθρωπο διαχειρίσιμο. Το κατάλαβα σε μια συνέντευξη στην κρατική τηλεόραση. Μπορεί να έβγαινα με τη μπίρα στο χέρι και να μου λέγανε «Να μη φαίνεται». Κι εγώ να τους λέω «Μα θέλω να πιω μπίρα»! Η συνέντευξη κοβόταν και ποτέ δεν με βγάλανε. Έρχονταν τα μεγάλα κανάλια να μου πάρουν συνέντευξη και λέγανε «Πως θα βγάλουμε άκρη μ’ αυτόν;». Στο μεταξύ είχα ήδη γράψει το “Μόντε Κάρλο” και τον “Βασιλιά”, που ήθελα να πω ότι ο καθένας είναι βασιλιάς με την τραγική όψη της εξουσίας. Είχα δύο κόσμους: Αυτούς που ερχόντουσαν για το “Μόντε Κάρλο” κι αυτούς για τον “Βασιλιά”. Η πλάκα ήταν που στο ένα ντυνόμουν σαν να’χα βγει απ’ το Μόντε Κάρλο και στ’ άλλο έβγαινα με μπέρτα. Στήναμε στα λάιβ την αυλή του βασιλιά με τον Ευνούχο, την Παρθένα, τον Γελωτοποιό κλπ. Είχα χρησιμοποιήσει samples από την πρώτη ομιλία – παραλήρημα του Χίτλερ όταν ανήλθε στην εξουσία. «Αυτός ήταν θεότρελος», είπα όταν τον πρωτάκουσα, «ένας ροκ σταρ της πιο κακιάς μορφής εξουσίας».

Γιάννης Νάστας
Φωτ.: Αντώνης Μποσκοΐτης / Olafaq

– Πότε ακριβώς φτιάχτηκαν οι Xaxakes;
Τους έφτιαξα εγώ στις αρχές του 1990, αν και ο πρώτος δίσκος βγήκε το ’95. Το πώς προέκυψε το όνομα, είναι κάτι που το λέω για πρώτη φορά, καθώς μάλλον έφτασε η ώρα: Απέναντι απ’ το σπίτι μου σε μία ταράτσα υπήρχαν πολλά παρατημένα γατάκια. Σκαρφάλωσα, το επιχείρησα γιατί κανείς άλλος δεν θα το’κανε και ανέβηκα στην ταράτσα. Είδα γατάκια πνιγμένα με καλώδιο. Ένα απ’ αυτά άρχισε να κουνιέται, ένα νεογέννητο γαμάτο γατάκι που το πήρα και το κατέβασα στο σπίτι μου. Το ονόμασα Xaxa (Ξαξά), η ζωή δηλαδή. Επέζησε κι έγινε η μασκότ του στούντιο. Πολύ ροκ εν ρολ γατί! Μια φορά παίζανε οι χεβιμεταλλάδες στο στούντιο κι αυτό κοιμήθηκε και έπεσε. Το κάναμε ανέκδοτο σε φάση «άμα κοιμάται το γατί την ώρα που παίζετε, καλύτερα παίξτε τίποτα άλλο». Αργότερα, πίνοντας ένα κρασί με την παρέα, πέταξα την ιδέα: «Xaxakes θα πούμε τη μπάντα». Την ώρα που το έλεγα, είχα σκάσει στα γέλια.

– Ομολογουμένως είναι ένα ιδιαίτερο εύηχο όνομα.
Σπάζει τοίχο, γκρεμίζει τοίχο κι έχει μεγάλη ελαφρότητα, ένα στοιχείο που εμένα ανέκαθεν με συνάρπαζε. Μ’ αρέσει το ξεγύμνωμα και το ξεβράκωμα. Τώρα, περί ελαφρού τραγουδιού, από Σουγιούλ και Γιαννίδη, δεν ήξερα, δεν τους άκουγα. Μου άρεσε ο Ζαμπέτας σαν συνθέτης. Φανταστικός! Από τραγουδιστές, μου άρεσαν ο Τόλης Βοσκόπουλος. Επίσης φανταστικός! Και ο Πουλόπουλος μου άρεσε σε αντίθεση με τον Πάριο. Τον έβρισκα πολύ πεζό. Μιλάμε για καλούς τραγουδιστές, όλοι τους, που δεν έχουν καμία σχέση με τους σημερινούς. Τώρα όποιος θέλει, πατάει ένα rec και γράφει νέα τραγούδια και σε καλύτερη ποιότητα με τον ψηφιακό ήχο εφάμιλλο ή και καλύτερο του παλιού ήχου.

– Οι Xaxakes ξεχώρισαν με το που εμφανίστηκαν;
Κατευθείαν έγινε το μπαμ, ναι. Δεν ήταν μόνο το τι κουβαλούσα εγώ όσο όλη αυτή η ιστορία της θεατρικότητας που έβγαινε στη σκηνή. Όταν ασχολείσαι με διαφορετικά στυλ μουσικής, ανήκει σε μια τεράστια βεντάλια μουσικών δρόμων. Εγώ, όπως είπα, ήθελα να συνδυάσω τη μουσική και με την εμφάνιση μας. Τη δε θεατρικότητα την απέκτησα μέσω του new wave. Ποτέ δεν ήμουν, ας πούμε, του glam rock, ποτέ! Ενώ μ’ άρεσαν οι Kiss, αυτοί ήταν ντισκο-μέταλ. Είναι σαν να μην υπήρχε η Κάντιλακ. Ποιος ο λόγος να έβγαινε ένα αμάξι δεκαπέντε μέτρα; Κι όμως, υπάρχει, τι να κάνουμε…

– Έχετε σπουδάσει μουσική;
Όχι, αυτοδίδακτος είμαι. Όταν έβλεπα ότι προχωράω πολύ απ’ την άποψη των ρυθμών, θέλησα να το εξελίξω το πράγμα. Έτσι πήρα παρτιτούρες, τις οποίες άρχισα να διαβάζω και μόλις άρχισα να διαβάζω, σταμάτησα να παίζω μουσική. Διάβαζα πως το ένα δεν πάει με τ’ άλλο κι έτσι αποφάσισα να μην ακολουθήσω.

– Η αλήθεια είναι πως οι Xaxakes έσκασαν μύτη εν μέσω της παντοδυναμίας του «έντεχνου» ή του «εντεχνορόκ», που λέει κι ο Πουλικάκος. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, όμως οι Κόρε.Ύδρο. ήταν ένα συγκρότημα που θα το χαρακτήριζα συγγενές προς τους Xaxakes.
Κοίτα να δεις, έχω μάθει πως κι άλλοι, που ακούν εμένα, τους αγαπούν αυτούς. Κερκυραίοι δεν είναι; Πρέπει να πω ότι εκτός αυτών που λέμε τώρα, εγώ δεν ακούω μουσική. Όποτε κατεβαίνω στην Αθήνα με το αμάξι μου, δεν έχω κασετόφωνο, ούτε CD player και δεν ακούω μουσική. Όχι ότι το κάνω από σνομπισμό. Έχω ένα Spider Αlpha Romeo απ’ τα παλιά που ο ήχος που βγάζει είναι μουσική από μόνος του. Τι άλλη μουσική ν’ ακούσεις;

– Άρα δεν σας ενδιαφέρει να μάθετε τι «παίζει» μουσικά.
Δεν με ενδιαφέρει, γιατί ξέρω ότι είμαι χαμένος από χέρι. Όπως σας είπα, όταν τελείωσε η πανκ σκηνή, εγώ έκανα ένα διάλειμμα αποχής και μετά βγήκαν όλοι οι άλλοι.

– Λέτε ότι είστε «από χέρι χαμένος». Και γιατί συνεχίζετε τότε;
Για μένα, για την πλάκα μου. Μου λέγανε όλοι «Έπαιζες πάντα πολύ πρωτοποριακά, ok. Γιατί να μην αφήσεις κι εσύ κάτι;». Άρχισαν να μου τη «λένε». Βαρέθηκα να εξηγώ στον καθένα απ’ τις παρέες που συναντούσα στα μπαρ για το που και τι έπαιζα, οπότε είπα «Άντε, παιδιά, να γράψω κι εγώ κάτι». Κι όταν το έγραψα, κατάλαβα ότι πάλι θα μου τη «λέγανε» για το ασύμβατο των στίχων μου. Άσε την αισθητική, άσε το «what is this?»… Όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, άκουγα «Εντυπωσιακό αυτό που κάνεις, αλλά δεν το καταλαβαίνω». Φοβόντουσαν να κάνουν κριτική.

– Ποια η γνώμη σας για την κριτική;
Για μένα δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Τι πάει να πει κριτική; Για μένα η κριτική είναι ένα χάλι, για σένα όμως μπορεί με μια λέξη να σου αλλάξει τη ζωή. Έτυχε, αφού πούλησα ένα αμάξι για να κάνω το πρώτο demo μου, να διαβάσω την πρώτη κριτική για μένα από τον Αργύρη Ζήλο, τον πλέον δύσκολο κριτικό. Μου έγραψε ένα άρθρο του στυλ «Σαν τον Νάστα δεν υπάρχει άλλος» και «θέλω να τον γνωρίσω» κλπ. Με χαρακτήρισε, θυμάμαι, κάτι μεταξύ Σερζ Γκενσμπούργκ και Φρανκ Ζάπα (γέλια). Κατάλαβα πως η αναρχία υπήρχε μέσα μου, δεν ήταν ούτε από δω, ούτε από κει.

– Πότε πιστεύετε ότι οι Xaxakes έφτασαν στο πικ της πορείας τους;
Δεν υπάρχει πικ. Ανά δίσκο, εγώ εξαφανιζόμουν για 10 – 15 χρόνια. Αυτό ήταν τραγικό, γιατί πάντα προσπαθούσα να φέρω κοντά μου τον κόσμο, να γινόμουν…

– Mainstream!
Όχι ακριβώς mainstream. Αυτό δεν το ήθελα ποτέ, διότι θα σου ανέτρεπα όσα συζητάμε όλη αυτή την ώρα. Εντάξει, γούσταρα όταν παίξαμε στο Fuzz με 20 ευρώ εισιτήριο και είχαμε πάνω από χίλια άτομα. Σου λέγανε «Ποιος ειν’ αυτός που είχε χαθεί για 15 χρόνια και κάνει ένα live μαζεύοντας τόσο κόσμο;» Το αποτέλεσμα ήταν όμως ότι δεν παίξαμε καλά. Βαριόμασταν, λέγαμε άντε να τελειώσουμε κι αυτό ο κόσμος – δεν είναι χαζός – το πιάνει. Έκτοτε δεν ξανάδα τόσο κόσμο και ξαφνικά τα 1400 άτομα γίνανε 200. Δε φταίει κάνας άλλος, εγώ φταίω και γι’ αυτό δεν γκρινιάζω. Οπότε τώρα προσέχω με ποιους παίζω και πόσο αγαπούν τη μουσική.

– Μου φαίνεται ότι σας αρέσει να στέκεστε σαν παρατηρητής του εαυτού σας.
Ναι, γιατί ήμουν χορτάτος με τη φάση. Δεν μ’ ενδιέφερε αν θα πετύχαινα ή όχι. Πάντα όλα τα έκανα για την πλάκα. Πάντα ήθελα να κάνω ένα ελαφρύ κομμάτι που να το βρίζουν όλοι, ταυτόχρονα όμως να είναι και τόσο καλό, που οι ίδιοι θα λένε «Μα τι πήγε κι έκανε τώρα ο μαλάκας;»

– Η αιτία που συναντιόμαστε είναι η πρόσφατη κυκλοφορία ενός καλοκαιρινού τραγουδιού. Ξεκινάτε πάλι απ’ την αρχή, έχοντας μηδενίσει το κοντέρ;
Μα φυσικά! Πλέον δεν μ’ ενδιαφέρει το παρελθόν ή το πόσο καλά μπορώ να γράψω. Είναι σαν να γνωρίζεις έναν άνθρωπο – παλιό φίλο που σου λέει «Έλα, μωρέ, κι εμείς τα κάναμε αυτά». Στα αρχίδια μου αν τα’κανες κι εσύ! Όταν είσαι 15 και 20 ετών, ναι, όλοι τα κάνανε. Κι ο πιο αλήτης κι ο πιο γραβατωμένος, που τώρα θα΄ναι ΝΔ και εξτραβαγκάντζα. Τώρα τι κάνεις είναι το θέμα! Για κάν’ το και τώρα και σου βγάζω το καπέλο.

– Ωστόσο ο ενθουσιασμός δεν σας λείπει όταν κάτι ξεκινάτε.
Ναι, βέβαια, πάρα πολύ μεγάλος ενθουσιασμός. Κάθε φορά μου δίνεται το δικαίωμα της γνώσης. Σαν να το ξέρει δηλαδή ο κόσμος και ξανάρχεται ένα αγαπημένο τεράστιο κοινό. Όλοι περιμένουν και απόδειξη είναι ένα πρόσφατο live σε ροκ μπαρ που απ’ έξω περίμεναν 100 άτομα.

– Βγαίνετε ως Γιάννης Νάστας ή με το σχήμα κανονικά;
Κοιτάξτε, τους Xaxakes τους αγαπάω και απ’ το όνομα που τους έδωσα και σας το είπα, το «Ζωή». Υπό την έννοια μιας αναγέννησης. Πάντα, όμως, ο Γιάννης έπινε κι ο Γιάννης κερνούσε. Εγώ ήμουν πάντα οι Xaxakes με τη Ντίμινι φυσικά να έχει το δικό της μεγάλο μερίδιο ειδικά στο στυλιστικό κομμάτι. Παίζαμε πρωτοποριακά τα κίμπορντς και τα πιάνα. Νιώθω επίσης τυχερός που στον πρώτο δίσκο έπαιξαν εξαιρετικοί μουσικοί: Ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Χάρης Καπετανάκης, ήταν ένα συνονθύλευμα πανκ, τζαζ και φιούζιον μουσικών. Η Ντόμινι ήταν διπλωματούχος πιανίστρια, αλλά έπιανε ένα θέμα και στο έπαιζε τελείως παράνοια, αυτοσχεδίαζε. Όλα αυτά εγώ τα πήρα και τα έβαλα μέσα στην κατάσταση που ήθελα να στήσω. Μου πέτυχε κατά 80%, δεν λέω 100%. Τόσα λεφτά είχα τότε, τόσα ξόδεψα για το στούντιο. Πούλησα ένα αμάξι, όπως είπα πριν, κι έκανα μια χαρά παραγωγή. Επαναλαμβάνω, όμως, πως όσοι μουσικοί γράφανε δίπλα μου, ήταν ένας κι ένας.

– Ας πάμε στο σήμερα.
Το σήμερα το αισθάνομαι χειρότερο από ποτέ, δε βλέπω δηλαδή να έχει πολύ αύριο. Το λέω πολιτικά και κοινωνικά. Έχουμε φάει μια παγκόσμια ήττα και έχουμε γίνει ηττοπαθείς. Πέσαμε σε μια παγκόσμια υπερδύναμη με γελοίους ή, σωστότερα, πληρωμένους πολιτικούς θα έλεγα. Ο κόσμος πια κάνει δυο και τρεις δουλειές για να επιβιώσει, όχι για να βγει έξω να διασκεδάσει. Δεν υπάρχει απόλαυση, γιατί όταν ο κόσμος αρχίζει να απολαμβάνει, δυναμώνει κιόλας. Κι αυτούς δεν τους συμφέρει να’ναι δυνατοί οι άνθρωποι.

– Απ’ την άλλη, παρατηρούμε μια έξαρση της ακροδεξιάς διεθνώς.
Ναι, αλλά γιατί; Γιατί μας το έχουν επιβάλλει! Το τραγικότερο στον Έλληνα είναι πως παίρνει εντολές, παραγγελιές. Έτσι αγανακτώ με τους Έλληνες, εκεί που παλιότερα έβγαιναν στους δρόμους όταν συνέβαινε κάτι. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον και, βασικά, δεν υπάρχει ορίζοντας. Μπορεί παλιά να έβγαιναν οι Sex Pistols και να έλεγαν God save the Queen, ζούσαν καλά όμως οι άνθρωποι. Οι πολιτικοί φοβόντουσαν. Απ’ αυτούς σήμερα δεν φοβάται κανείς τους. Την άλλη μέρα, όταν τολμήσεις και μιλήσεις, γίνεσαι δαχτυλοδεικτούμενος. Γι’ αυτό κι εγώ μια ζωή ήμουν υπεράνω κομμάτων. Γελάω πραγματικά με όλους και με όλα. Δεν υπάρχει ένας αιχμηρός άνθρωπος και ταυτόχρονα απλοϊκός, που θα κάνει την ανατροπή.

– Τι άλλο κάνετε σήμερα;
Ετοιμάζω κομμάτια, τα οποία πάλι είναι από δω κι από κει απ’ την τεράστια βεντάλια μου. Βαριέμαι εύκολα, μετά όταν βρίζω θέλω να γελάσω κι όταν γελάω πολύ, θέλω να βρίζω. Το’χω βρει το δικό μου το έργο. Τελειώνω μια πολύ ωραία δουλειά – πολύ ωραία, όμως – και βγάζω singles, καθώς δεν μπορώ να ολοκληρώσω ένα μεγάλο έργο, όπως παλιά. Είμαι τιτίζης ακόμη και στον στίχο μου, όποτε έχω να πω κάτι αστείο, θα’ναι αστείο, κι όποτε έχω να πω κάτι σοβαρό, θα’ναι πολύ σοβαρό. Ως εκ τούτου αργώ λίγο, αλλά δεν πειράζει. Είναι ο τρόπος ζωής που μου δίνει ένα στόχο. Με τα τραγούδια ήμουν πάντα λίγο τσιγκούνης, η αλήθεια είναι. Ευτυχώς τώρα έχω αρκετά νέα κομμάτια και κάθε δυο – τρεις μήνες, λέω να βγάζω από’να single, που το ένα δεν θα έχει καμία σχέση με το άλλο.

– Δεν είναι κακό αυτό.
Αυτό μπορώ μόνο να υποσχεθώ, ότι θα’ναι ο Νάστας και οι Xaxakes πάλι. Το τελευταίο που έβγαλα, ας πούμε, είναι χαβανέζικου τύπου μ’ έναν α λα παλαιά ερωτισμό που θα μπορούσε ένα ρεφρέν του να το’χει τραγουδήσει ο Τόλης Βοσκόπουλος ή ο Δάκης. Ήδη άρχισαν τα αρνητικά σχόλια, ένας μου έγραψε «Μην γίνεις σαν τον τάδε»…Το ξέρω ότι θ’ ακούσω πολλά και τους προκαλώ. Σας δίνω είδηση: Το επόμενο single θα κυκλοφορήσει την 1η Σεπτεμβρίου. Εννοείται πως όταν συγκεντρωθούν όλα τα singles θα γίνει ένα μεγάλο άλμπουμ, διότι είκοσι φορές το’χω αναβάλλει. Επειδή αυτή τη φορά έχω πίσω μου πολύ αγαπημένους ανθρώπους, είμαι αισιόδοξος. Με σκουντάνε και τα κομμάτια είναι έτοιμα.

– Χωρίς να προσδοκάτε τίποτα πάλι.
Απολύτως τίποτα! Πάντα θα θέλω να έρχεται ένας αγαπημένος κόσμος όποτε παίζω. Κι ο αγαπημένος κόσμος όταν φεύγει, να ανανεώνεται ή να ξανάρχεται. Σαν γιορτή ένα πράγμα! Δεν είναι τυχαίο ότι με το ζόρι με γράψανε πριν από δύο χρόνια στον φορέα για τα συνθετικά δικαιώματα. Ο Μανώλης Φάμελλος με πίεσε. «Άμα δε γραφτείς, δεν θα φύγεις για πάνω». Τον αγαπώ τον Φάμελλο, ήταν ο πρώτος που μου έδωσε την κιθάρα του για ένα μήνα όταν έγραφα το πρώτο μου άλμπουμ. Του τη ζήτησα και μου είπε αμέσως «Πάρ’ τη, ρε φίλε». Μάλιστα, όταν του είπα ότι μπορεί να του την αργήσω, απάντησε «Δεν πειράζει, πάρ’ την». Του έλεγα συνέχεια πόσο εκτίμησα την κίνηση του, σε σημείο που μου είπε: «Εντάξει, ρε Γιάννη, σταμάτα να μου το λες». Για μένα, όμως, ήταν σημαντικό, έκανα τον πρώτο μου δίσκο, δεν ήταν αμελητέο. Τέλος πάντων, από τα δικαιώματα που εισέπραξα, πήρα τη δικιά μου και τα παιδιά μου και τα γαμήσαμε όλα!

– Πόσα παιδιά έχετε;
Τρία αγόρια έχω. Κοντά στα 26 είναι ο ένας, στα 23 ο άλλος και στα 19-20 ο τρίτος. Ούτε ξέρω, τα’χω μπλέξει κι αυτά. Πέφτω έξω συνήθως κατά τρία χρόνια. Πρόσφατα ξαναπαντρεύτηκα, πήγαμε με ένα μηχανάκι παπάκι σ’ ένα εξοχικό μέρος σ’ ένα ξωκκλήσι. Όταν πήγαμε και με είδε ο παπάς με τα τρύπια πουκάμισα, με ρώτησε «Παιδί μου, εσύ θα παντρευτείς;». Ε, παντρευτήκαμε και μετά πήγαμε σε μια ταβέρνα, τα ήπιαμε και το γλεντήσαμε. Η γυναίκα μου παίζει ωραίο βιολί και συμμετέχει στις τωρινές ηχογραφήσεις που κάνω. Έχω καλές σχέσεις μ’ όλες μου τις συντρόφους και με τα παιδιά μου. Πρέπει να χάσεις δέκα, αλλά θα κερδίσεις έστω δύο. Τα δύο που θα πάρεις είναι καλά, αρκούν. Χωρίζεις και τι έγινε δηλαδή; Ερωτικά σταματάμε, τι κάνεις μετά όμως; Θα μαλώνεις για πάντα; Θα μαλώσεις για μια – δυο μέρες, δεν γίνεται να μαλώνεις για πάντα.

– Ο καλλιτέχνης φτιάχνει το κοινό ή το κοινό τον καλλιτέχνη;
Ο καλλιτέχνης! Πρέπει να δίνεις ερεθίσματα στο κοινό και μετά αυτό θα σε φτιάξει. Μια φορά σ’ ένα live μου ζήτησαν το «Fly» και τους είπα ότι δεν το παίζω με τη μπάντα. Με έβρισαν! «Τι πάει να πει, ρε μάστορα, δεν το παίζεις; Εγώ έχω φάει τη ζωή μου με το ‘’Fly’’ και τώρα έρχεσαι εσύ να μου πεις ότι δεν το ξέρεις;» Από τότε έκοψα την πλάκα με το κοινό. Κατάλαβα πως κάτι που γράφω, γίνεται βίωμα των άλλων.

– Θα λέγατε ότι νιώθετε ευτυχής ως άνθρωπος;
Εγώ πάντα είμαι αισιόδοξος. Παντού χρωστάω μια ζωή, σε τράπεζες, σε εφορίες, παντού, παντού! Ποτέ δεν χρωστάω στη νύχτα. Θέλω να πιω, ας πούμε, δυο ποτά. Δε θα βάλω το χέρι στην τσέπη να δω αν τα έχω τα φράγκα. Θα τα βρω. Δεν είναι μόνο το ποτό, είναι και τα ντυσίματα μου, οι ράφτες μου…Πάντα ξόδευα εκεί που ήθελα και δεν με νοιάζει να με κακολογήσει κανένας ή να σκέφτεται το πως θα πεθάνω εγώ. Το πώς θα πεθάνω, στα αρχίδια μου, να σας πω την αλήθεια! Μια χαρά πέρασα στη ζωή μου, τους είδα και όλους τους άλλους!