Η Γεωργία Ντέτσερ δεν είναι πια καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου «Ριάλτο» της κυπριακής Λεμεσού. Αποχώρησε πριν λίγο καιρό ύστερα από 25 χρόνια μιας πολύ επιτυχημένης θητείας της. Η Γεωργία Ντέτσερ πλέον είναι μια βαρυσήμαντη προσωπικότητα για τον κυπριακό πολιτισμό που ο ιστορικός του μέλλοντος θα ανατρέχει στο έργο της. Δεκάδες χιλιάδες παραστάσεων και συναυλιών με Έλληνες, Κύπριους και ξένους καλλιτέχνες πραγματοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στο «Ριάλτο», μετατρέποντας έναν ιστορικό χώρο, έναν παλιό κινηματογράφο εν προκειμένω, σε κέντρο Πολιτισμού ολόκληρης της Μεσογείου. Η συνέντευξη αυτή, που η ίδια χαρακτήρισε συνέντευξη της ζωής της, έγινε στη Λεμεσό πριν μερικούς μήνες, όταν ακόμη βρισκόταν στη θέση της, μετρώντας λίγες εβδομάδες μόνο μέχρι την οριστική αποχώρηση της. Την ευχαριστώ προσωπικά για τη διαθεσιμότητα της να μιλήσει για όλους και για όλα και αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως στο εξής ο κυπριακός σύγχρονος πολιτισμός θα χωρίζεται στην προ και μετά Ντέτσερ περίοδο.

– Ανακοινώσατε την απόφαση σας να αποχωρήσετε από την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου «Ριάλτο» τον Ιανουάριο του 2024. Ύστερα από πόσα χρόνια θητείας;
Συνολικά τριάντα χρόνια εργάζομαι στον πολιτιστικό τομέα, ίσως και λίγο παραπάνω. Στο «Ριάλτο», αν βγάλουμε τα τρία χρόνια που δούλεψα για την Πάφο – Πολιτιστική Πρωτεύουσα, είμαι διευθύντρια του για 25 χρόνια.

– Είναι πολλά τα χρόνια.
Είναι πολλά…

– Φαντάζομαι θα έχετε καταλάβει πόσο ταυτισμένη είστε με το «Ριάλτο».
Ήμουν τυχερή, γιατί ξεκίνησα στο «Ριάλτο» πριν ακόμη ανοίξει τις πόρτες του. Ο πρώτος άνθρωπος που προσλήφθηκε ουσιαστικά, εκτός από τους τεχνικούς, ήμουν εγώ. Και βεβαίως είχα επιφορτιστεί με την ευθύνη να κάνω και τα εγκαίνια του ιστορικού αυτού χώρου. Ιστορικού λέω, βάσει του πόσο ρόλο έπαιξε στα πολιτιστικά της Κύπρου.

– Πώς, όμως, σας έγινε τότε η πρόσληψη; Θέλω να μου πείτε, αν καταλάβατε, το πολιτιστικό σας background προ «Ριάλτο».
Σπούδασα κοινωνικές επιστήμες κυρίως στη Γερμανία κι έκανα αρχικά ένα course για την επιμόρφωση ενηλίκων και μετά ένα άλλο course, το οποίο μόλις είχε ενταχθεί στο γερμανικό ακαδημαϊκό κόσμο, σχετικά με τη διαχείριση πολιτισμού. Ήμουν πάντα αναμιγμένη με τα πολιτιστικά, όχι τόσο επαγγελματικά, και επιστρέφοντας στην Κύπρο ασχολήθηκα με τη διδασκαλία των γερμανικών. Παράλληλα οργάνωνα διάφορες καλλιτεχνικές δράσεις ως παραγωγός ή ως συνδιοργανώτρια. Κάποια στιγμή έφτασα να αναλάβω τη διαχείριση του τοπικού θεάτρου της Λεμεσού. Ήταν μια πολύ κρίσιμη περίοδος τότε για το θέατρο της Λεμεσού, γιατί αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο Χαραλάμπους και ο Κολώτας είχαν οδηγήσει το τοπικό θέατρο σε μία πραγματική άνθηση, όμως ξαφνικά βρέθηκαν τόσα εμπόδια μπροστά τους, που εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Εκεί μπήκα εγώ στο διοικητικό, έγιναν κάποια πράγματα και μέσα απ’ αυτή τη δουλειά μου, άρχισα να γίνομαι πιο γνωστή επαγγελματικά. Έτσι, όταν ετοιμαζόταν να ανοίξει το «Ριάλτο» και προκηρύχθηκε η θέση, έκανα αίτηση και παράλληλα ήμουν σε συνομιλίες με τους ανθρώπους. Δεν θα έλεγα ότι είχα την υποστήριξη τους, αλλά ήξερα ότι τους ενδιέφερε η περίπτωση η δικιά μου. Έγινε η αίτηση και επιλέχθηκα, αλλά από το άγχος μου μπορεί να έχασα και πέντε κιλά. Ήταν ένα πολύ μεγάλο, τεράστιο στοίχημα για μένα.

Με τον Νίκο Παπάζογλου το 1999.

– Η οικογένεια σας είχε καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά;
Καμία απολύτως! Ούτε καν φιλότεχνοι δεν ήταν οι δικοί μου. Ακούστε να δείτε πως ανοίγουν καμιά φορά οι πόρτες: Έτυχε στο σχολείο να είμαι καλή στα κλασικά μαθήματα, παρόλο που τέλειωσα θετικές επιστήμες. Διάβαζα πάρα πολύ από πολύ μικρή. Μέσω φίλων, άρχισα να πηγαίνω σ’ ένα πολύ μικρό συνοικιακό θέατρο και αργότερα στις παραστάσεις του Θ.Ο.Κ. τη δεκαετία του 1970. Πρωτογνώρισα τη σημασία που έχει το θέατρο στη ζωή του ανθρώπου.

– Βιώσατε όμως και την τραγωδία της τουρκικής εισβολής.
Βεβαίως. Ήμουν ήδη στο Γυμνάσιο, 14 – 15 ετών όταν έγινε η εισβολή.

– Ποιο ήταν το πλήγμα που υπέστη ο πολιτισμός της Κύπρου απ’ την τουρκική εισβολή;
Πήγε πίσω για ένα μικρό διάστημα όλους τους δημιουργούς, τους ανθρώπους του πολιτισμού. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, ανασυντάχθηκαν πολύ γρήγορα και έφτιαξαν και έργα για να αναδείξουν το τραύμα, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει επουλωθεί. Υπάρχει μία κανονικότητα, η οποία επισκίασε το δράμα σε πάρα πολλά επίπεδα. Αναφέρομαι στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε η ανάπτυξη και η προσοχή μας στράφηκε από τους καταυλισμούς στο πως θ’ αποκτήσουμε περιουσίες και θα κάνουμε μια πιο άνετη ζωή. Το τραύμα έτσι κρύφτηκε.

– Για καλό ή για κακό έγινε αυτό;
Νομίζω ότι κυρίως είναι κακό, γιατί δεν άφησε ποτέ το τραύμα να κλείσει. Το σέρνουμε μαζί μας, δημιουργώντας συμπεριφορές που δεν εξηγούνται πολύ εύκολα, με την «πρώτη».

– Σήμερα, ωστόσο, βιώνουμε όλοι τις συνέπειες μιας σκληρής οικονομικής κρίσης.
Η τέχνη αντιδρά σ’ ένα μεγάλο βαθμό, αν και δεν είμαι τόσο αισιόδοξη, όσο θα ήθελα. Αναφέρομαι στο πόσο περνάει αυτό σε ανθρώπους αριθμητικά και στους νέους, οι οποίοι περιορίζονται σε μια επιφανειακή καλή ζωή.

– Το όνομα Ντέτσερ δεν είναι ελληνικό ή κυπριακό.
Ναι, είναι γερμανικό. Όταν παντρεύτηκα Γερμανό, έπρεπε να έχουμε ένα κοινό οικογενειακό όνομα βάσει νομοθεσίας. Θα μπορούσε να πάρει εκείνος το δικό μου, το «Γεωργίου» που δεν είναι καθόλου πρωτότυπο, άρα επέλεξα να κρατήσω εγώ και τα δύο ονόματα και στην πορεία των χρόνων θεώρησα το «Ντέτσερ» ως πιο ειδικό όνομα, που κάνει μία εντύπωση.

– Αυτό φανερώνει και την άριστη σχέση που θα έχετε με τον πρώην σύζυγο σας.
Έχω, πράγματι, πολύ καλές σχέσεις, είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μεγαλώσαμε από κοινού τον γιο μας και τώρα αυτός μένει εδώ, στη Λεμεσό, κοντά στο σπίτι μου. Βλεπόμαστε κάθε μέρα και αυτή η σχέση υπήρχε ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές. Χωρίς να πω ότι στήριξε τον αγώνα των Κυπρίων, σίγουρα αγαπάει την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Παρόλα αυτά, είμαι Υδροχόος και λογικό είναι να υπάρχουν ανισορροπίες που μπορούν να δυναμιτίσουν τα πάντα (γέλια).

– Έχετε δει κυβερνήσεις και υπουργούς Πολιτισμού να αλλάζουν στην Κύπρο όλα αυτά τα χρόνια. Ποια ήταν η στάση σας απέναντι στην άρχουσα τάξη, να το πω έτσι;
Πάντοτε από το μετερίζι του «Ριάλτο», χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχω πάρει θέση απέναντι σε πολιτικές που ασκούνταν. Ο στόχος μου ήταν να μπορούσαν να υποστηριχθούν αυτά που κάναμε, όχι αυτά που έκανα, γιατί το «Ριάλτο» είναι ένας ολόκληρος θεσμός, μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια ολόκληρη πόλη θα έλεγα, που ανήκει σ’ όλο τον κόσμο. Ήταν μια προσπάθεια εξ αρχής μεγάλη απ’ την αρχή, άρα δε δίστασα ποτέ να συνομιλήσω με κυβερνήσεις, είτε δεξιές, είτε αριστερές.

Με τον Ντίνο Κατσουρίδη το 2001.

– Υπήρξαν αριστερές κυβερνήσεις;
Υπήρξε ένα μικρό παράθυρο. Κοιτάξτε, η κυβέρνηση του Βασιλείου ήταν πολύ προοδευτική. Το ’80, όταν ακόμη δεν είχα εμπλακεί με τα πολιτιστικά. Θεωρώ ότι και ο Χριστόφιας είχε καλές προθέσεις με τον υπουργό του, τον κύριο Δημητρίου, έναν κατ’ εξοχήν προοδευτικό άνθρωπο, ο οποίος προσπάθησε να κάνει τομές. Δεν ήταν εύκολο, καμιά φορά φταίνε και οι κοινωνίες, όχι μόνο οι κυβερνήσεις.

– Οι κοινωνίες δέχονται επιρροές εκ των έσω ή απ’ έξω;
Αυτή η χώρα ως νησί δέχεται επιρροές από παντού. Από την Ελλάδα κυρίως επί πολλές δεκαετίες, όμως γενικότερα οι οικονομικές εξαρτήσεις της Κύπρου αποτυπώνονται στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της. Υπήρχε εποχή, ας πούμε, που εδώ κυριαρχούσε το αραβικό στοιχείο ή ήταν πολύ ισχυρή η γερμανόφωνη κοινότητα, όπως αργότερα και η ρωσόφωνη. Όλα αυτά δεν ήταν ερήμην της κοινωνίας, άρα και ερήμην της καλλιτεχνικής δημιουργίας και παραγωγής.

– Οι προτάσεις για έργα στο «Ριάλτο» έρχονταν σε εσάς ή εσείς τις επιλέγατε, βλέποντας κάτι που μπορεί να σας άρεσε;
Και τα δύο. Υπάρχουν τρεις μηχανισμοί: Τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ έντονο το στοιχείο της πρόσληψης μου. Δημιούργησα θέατρο δρόμου, που ήταν άγνωστο στο νησί. Κάλεσα ομάδες και είχαμε πολλές μετακλήσεις. Ταξίδευα πολύ στην Ελλάδα και σ’ άλλες χώρες. Στην πορεία μετατοπίστηκε το βάρος στην τοπική παραγωγή της Λεμεσού. Η Λεμεσός ήταν μια πολύ τουριστική πόλη χωρίς έντονη πολιτιστική ζωή ειδικά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του «Ριάλτο». Στο Κούριο γινόντουσαν συναυλίες μεγάλες, αλλά τίποτα άλλο πέραν αυτού. Μια μεγάλη έγνοια μας ήταν να δημιουργήσουμε θεσμούς στην πόλη της Λεμεσού. Φτιάξαμε διεθνείς και Παγκύπριους θεσμούς, λόγου χάριν. Ακόμη κι αν ήταν δικές μου οι προτάσεις, έπρεπε να περάσουν από ένα συμβούλιο, μια κεντρική επιτροπή, κάτι που ήταν μόνο καλό, αφού η σοφία του ενός δεν συγκρίνεται με τη σοφία των πολλών.

– Αυτή την περίοδο η Κύπρος, όπως και όλη η Ευρώπη, βιώνει μια τρομερή αύξηση των δυνάμεων της ακροδεξιάς…
Έχουν συμβεί ακρότητες στο παρελθόν πριν την τωρινή καταγεγραμμένη άνοδο της ακροδεξιάς. Είχαμε αντιδράσεις, π.χ., για μια εκδήλωση που διοργανώσαμε με Τουρκοκύπριους. Ζητήσαμε βοήθεια και ενίσχυση της αστυνομίας. Πολύ λιγότερο πλήττεται σήμερα η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, επειδή έχει δυναμώσει αρκετά εδώ και μπορούμε να κάνουμε πράγματα χωρίς κανένα φόβο. Κοιτάξτε, το «Ριάλτο» είναι πια ένας καλοεδραιωμένος θεσμός και δεν το’χουν εύκολο να τα βάλουν μαζί του. Ίσως νιώθουν πιο ισχυροί με πιο μικρούς θεσμούς, με μεμονωμένα επεισόδια, αλλά με μας δεν έχουν καμία δύναμη ουσιαστική.

– Πόσο γερό στομάχι χρειάζεται για να διοικείς έναν θεσμό σαν το «Ριάλτο»;
Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζεσαι πραγματικά γερό στομάχι, κάτι που εγώ χρειάστηκα περισσότερο στη διοργάνωση για την Πάφο – Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Ήταν μια πολύ σύνθετη διοργάνωση.

– Μετανιώσατε για την εμπλοκή σας;
Όχι, καθόλου. Ξέρω πολύ καλά, όμως, το κόστος που χρειάστηκε να πάρω πάνω μου μαζί με την προσωπική πίεση που βίωσα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο παρά το ότι προερχόμουν από έναν μεγάλο πολιτιστικό θεσμό.

– Με το χέρι στην καρδιά, υπήρξαν περιπτώσεις που σας έγινε πόλεμος;
Υπήρξαν κι αυτές, αλλά επανέρχομαι στο ζώδιο, είμαι Υδροχόος, οπότε δεν ήταν εύκολο να αποχωρήσω από κάτι που έβλεπα πως ανοίγεται μπροστά μου. Καταρχάς στην Πάφο πήγα ως μη Παφίτισσα, που εκεί η κοινωνία είναι ακόμη πιο κλειστή. Είχαμε στο πρόγραμμα, όμως, μεγάλη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, καθώς μέχρι το ’60 ήταν πολύ ισχυρή η τουρκοκυπριακή κοινότητα στην Πάφο. Έτσι, δημιουργήσαμε μεγάλη κινητικότητα στην πρώην τουρκοκυπριακή περιοχή της πόλης. Μας απείλησαν, θυμάμαι, στα εγκαίνια ότι θα κατέβαζαν τον πίνακα μίας Τουρκοκύπριας.

– Τα απότοκα του εθνικισμού…
Ναι, αλλά και μιας διαστρεβλωμένης τοποθέτησης απέναντι στο τι είναι Κύπρος και ποιοι είμαστε εμείς. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν ότι η Κύπρος ανήκει μόνο στο ελληνικό κομμάτι του νησιού.

– Πόσες παραστάσεις έχουν δοθεί συνολικά στο «Ριάλτο»; Στο περίπου πείτε μου.
Στα 20 χρόνια είχαμε κάποιες δεκάδες χιλιάδες παραστάσεις και είχαμε ξεπεράσει τα 2.000.000 θεατές. Το κοιτούσα κι εγώ χθες για να το θυμηθώ. Το «Ριάλτο» να πούμε ότι ήταν κατ’ αρχάς ένα πολύ ιστορικό σινεμά. Ήταν το ένα από τα δύο σινεμά που χτυπούσε η καρδιά της Λεμεσού. Στην πλατεία Ηρώων, που ήταν η προέκταση του «Ριάλτο», μίλησε ο Γιούρι Γκαγκάριν όταν είχε έρθει στην Κύπρο! Απ’ αυτή την πλατεία πέρασαν σημαντικές προσωπικότητες και άλλαξε πάρα πολλούς ρόλους μέσα στα χρόνια. Το ίδιο και το «Ριάλτο», που κινδύνεψε να κατεδαφιστεί τη δεκαετία του ’80, αλλά ευτυχώς διασώθηκε. Όταν άρχισε, λοιπόν, να λειτουργεί ξανά ως θέατρο ήταν σαν να επέστρεφε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής των Λεμεσιανών και της πόλης. Και όλο αυτό πάνω που η περιοχή άρχισε να αποκτά έναν κακόφημο χαρακτήρα.

– Η αλήθεια είναι πως αν κάνεις μια βόλτα πέριξ του «Ριάλτο» βλέπεις μαχαλάδες και παρατημένα πορνεία.
Ακριβώς και σκεφτείτε πως τώρα έχουν καλυτερέψει τα πράγματα. Το 1999, θυμάμαι, φεύγοντας από το «Ριάλτο» τα βράδια, ήταν ακόμη όλο κόκκινα φωτάκια γύρω – γύρω και κορίτσια στο δρόμο. Μπήκε πολύ φως, ο κόσμος άρχισε να έρχεται και αυτά τα φαινόμενα εξαλείφθηκαν. Η μεταμόρφωση της πλατείας ήταν το δεύτερο σημαντικό επίτευγμα.

– Υπάρχει κάποια παράσταση που ξεχωρίζετε και που φέρει την προσωπική σας σφραγίδα;
Πραγματικά δυσκολεύομαι να σκεφτώ τώρα. Σίγουρα θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα εγκαίνια με την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Παρουσιάσαμε ένα λυρικό έργο του με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Βουκουρεστίου, την «Ηλέκτρα» του. Αποθεώθηκε ο Μίκης απ’ τον κόσμο! Εδώ ήταν ακόμη ο Μιχάλης Κακογιάννης, επομένως δεν μπορώ να ξεχάσω ότι καθόμασταν στην πλατεία Ηρώων δίπλα σ’ αυτές τις μορφές. Ο Χατζιδάκις δεν είχε έρθει ποτέ, αλλά ήταν και σπάνιες οι εμφανίσεις του στην Κύπρο.

– Έχω την αίσθηση πως ο Χατζιδάκις είχε κάνει μεγάλη φασαρία στο νησί κάποτε, ενοχλημένος από το κυπριακό ακροατήριο.
Τα ξέρω (γέλια). Είχε κάνει μια συναυλία στο Λανίτειο Στάδιο, που την είχε διακόψει. «Ή θα μιλάτε ή θα φύγω» είχε πει και δικαίως! Έχουμε φέρει πολλές φορές, πάντως, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Νένα Βενετσάνου, τη Μαρίζα Κωχ κ.α.

– Χάρηκα πολύ, πάντως, που είδα να προσέρχονται πολλά νέα παιδιά στις παραστάσεις της Πλατφόρμας Χορού.
Σ’ αυτό, Αντώνη, πρωτοστατούμε επίσης. Πάντοτε θέλαμε να στηρίξουμε την κυπριακή δημιουργία και τους νέους δημιουργούς, αλλά στην πανδημία έγινε ένα κλικ. Είπαμε «που πάμε;», αφού είχαμε ακόμη τη δυνατότητα να κάνουμε έστω μικρά πράγματα. Είχαμε την ευλογία στα συμβούλια του «Ριάλτο» να τοποθετούνται άνθρωποι δίπλα στον πολιτισμό χωρίς καμία σκοπιμότητα. Έχω ζήσει κι άλλα συμβούλια, αλλά αυτά, τα καλά, ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Αποφασίσαμε να σταματήσουμε οποιαδήποτε μετάκληση και ότι κάνουμε να αφορά μόνο την Κύπρο. Τους Κύπριους δημιουργούς, που τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν είχαν να φάνε. Δημιουργήσαμε ειδικά προγράμματα και τους είπαμε «είτε κανονικά, είτε διαδικτυακά, τα έργα σας θα προβληθούν κι εσείς θα πληρωθείτε».

– Να ρωτήσω κάτι; Δηλώνω άγνοια και θέλω να μάθω αν πληρώνονται όλα αυτά τα παιδιά για τις παραστάσεις που παρουσιάζουν στην Πλατφόρμα Χορού.
Βεβαίως. Είχαμε 35 αιτήσεις και χωρίς διαγωνιστικό χαρακτήρα. Η διάθεση ήταν να ενισχυθούν οι νέοι και γι’ αυτό θεσπίστηκε το Βραβείο Νέου Χορογράφου. Καταξιωμένες ομάδες, αλλά και καινούργιες, που καλύφτηκε το μπάτζετ τους.

– Νομίζω πως στην Κύπρο συχνά τοποθετούνται οι σωστοί άνθρωποι στη σωστή θέση σε αντίθεση με την Ελλάδα που παίζουν άλλοι παράγοντες, συμφέροντα να το πω έτσι. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού, ας πούμε, ο Γιάγκος Χατζηγιάννης κάνει πολύ καλή δουλειά εδώ και χρόνια.
Έχουμε ηθική υποχρέωση να κάνουμε εμείς και λίγο χώρο κάποια στιγμή, ακόμη κι αν νιώθουμε ακόμη νέοι και παραγωγικοί. Μια γενιά ανθρώπων, σαραντάρηδων, πρέπει να βγει μπροστά, όπως εγώ ήμουν ακριβώς στα 40 μου όταν ανέλαβα το «Ριάλτο». Είναι μια καθαρά παραγωγική ηλικία και γιατί να φτάσεις στα 55 σου για να παράξεις έργο; Θα έχεις χάσει μια γενιά και θα’ ναι κρίμα. Αυτό, ναι, γίνεται στην Κύπρο, θα συμφωνήσω.

– Έχετε και την υποστήριξη του κράτους, της Πολιτείας, δεν είναι αμελητέο.
Αντιμετωπίσαμε ένα πλήγμα ως «Ριάλτο» όταν έκλεισε ο Συνεργατισμός. Ευτυχώς η Πολιτεία αναπλήρωσε το οικονομικό κομμάτι για να μπορέσουμε να λειτουργούμε. Δεν γινόταν να λειτουργήσουμε χωρίς κονδύλια, απασχολούσαμε δεκατρείς εργαζόμενους, μια μεγάλη ομάδα δηλαδή που παρήγαγε πράγματα χειμώνα – καλοκαίρι. Απ’ την άλλη, είδα μέσα στα χρόνια να καταρρίπτονται στεγανά στην τέχνη. Η νέα γενιά παιδιών είναι πιο ακομπλεξάριστη, γι’ αυτό και βλέπουμε τη συνάντηση πλέον πολλών διαφορετικών τεχνών.

– Πότε πήρατε την απόφαση να αποχωρήσετε από τη διεύθυνση του «Ριάλτο»;
Όταν τελείωσε η Πάφος στα τέλη του 2017 ήθελα να ξεκουραστώ. Είχα συσσωρεύσει τέτοια κούραση που ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω μια παύση. Έτυχε, όμως, τότε να αδειάσει η θέση του διευθυντή του «Ριάλτο» για τα τρία χρόνια, που εγώ έλειπα, οπότε υπήρξε έντονη η επιθυμία από το Διοικητικό Συμβούλιο για να επανέλθω.

– Οφείλω να σας πω ότι στην Ελλάδα συζητήθηκε το γεγονός ότι είχατε αποχωρήσει από το «Ριάλτο» λόγω της ενασχόλησης σας με την Πάφο.
Και τώρα το ίδιο γίνεται όταν ανακοινώνω σε Έλληνες φίλους ότι θα αποχωρήσω οριστικά. Εκφράζουν μια στενοχώρια και μια απορία.

– Δεν είναι συγκινητικό αυτό;
Βέβαια. Αλίμονο. Χαίρομαι που οι άνθρωποι αξιολογούν τη δουλειά μου, γιατί όντως δούλεψα σκληρά. Όταν, λοιπόν, επέστρεψα στο «Ριάλτο» πριν από έξι χρόνια, ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι θα πρέπει να έχω μια διάρκεια και μετά να αποχωρήσω. Ήθελα να φύγω νέα ακόμη για να κάνω και δικά μου πράγματα. Αυτό που μου έλειψε ήταν να αυτοσχεδιάσω στην προσωπική ζωή μου, να πω ότι μού’ ρθε τώρα να κάνω ένα ταξίδι τρεις εβδομάδες κάπου και χωρίς ατζέντα. Θέλω να ξυπνάω χωρίς ξυπνητήρια, θέλω να βολτάρω πιο πολύ με τα σκυλιά μου, θέλω να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με τη φύση. Ούσα ήδη στο Διοικητικό Συμβούλιο, θα είμαι πάλι ενεργή του οργανισμού για τη διεκδίκηση της πόλης ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα για το 2030.

– Θα γίνει, πιστεύετε, η Λεμεσός Πολιτιστική Πρωτεύουσα;
Πιστεύω ότι είναι πολύτιμη η διαδικασία της διεκδίκησης για οποιαδήποτε πόλη. Αυτή τη στιγμή εμείς εξετάζουμε τις πτυχές της διεκδίκησης και δεν λέμε «Α, τι θα κάνουμε, άμα την κερδίσουμε». Απ’ αυτό σίγουρα θα κερδίσει η Λεμεσός και πάλι χαίρομαι, αλλά πλέον από άλλο πόστο.

– Πως βλέπετε την καριέρα πολλών Κύπριων καλλιτεχνών που κάνουν στην Ελλάδα;
Εξαρτάται για ποιους μιλάμε. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, π.χ., είναι ο καλλιτέχνης που έχει έρθει τις περισσότερες φορές στο «Ριάλτο» και τώρα πια μένει μόνιμα εδώ. Τον εκτιμώ ιδιαίτερα, όχι μόνο για το μουσικό έργο του. Υπάρχουν κι άλλοι, όχι τόσο γνωστοί όσο ο Αλκίνοος, στο θέατρο κυρίως, οι οποίοι δουλεύουν στην Αθήνα. Τους χαίρομαι και πάντα τους λέω να μείνουν στην Ελλάδα όσο αντέχουν, διότι – κακά τα ψέματα – η Κύπρος είναι ένας μικρός τόπος με μικρότερες ευκαιρίες. Τον Δώρο Δημοσθένους, ας πούμε, τον ξέρω από μικρό παιδάκι. Εδώ ξεκάθαρα θα είχε λιγότερες ευκαιρίες ο Δώρος. Πολύ καλά κάνει και ζει στην Ελλάδα!

– Υπάρχουν κι οι σούπερ σταρ, η Άννα Βίσση και ο Μιχάλης Χατζηγιάννης.
Για τον τρόπο που ζουν και παράγουν την τέχνη τους, μπράβο τους, τι άλλο να πει κανείς; Απλώς δεν είναι κοντά σ’ αυτά που κάνουμε εμείς, αν και με τον Μιχάλη έχουμε συνεργαστεί και τον έχουμε παρουσιάσει στο «Ριάλτο» μαζί με τη Δήμητρα Γαλάνη.

– Γιατί πιστεύετε ότι ο Χατζηγιάννης παραιτήθηκε από το αξίωμα του στο Κυπριακό Υπουργείο Πολιτισμού;
Νομίζω ότι δεν είχε την πλήρη εικόνα των ευθυνών. Είναι ένα δύσκολο κομμάτι, που δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη η κυπριακή κοινωνία. Σκεφτείτε πως ο καλλιτέχνης ούτε καν αναγνωρίζεται ως επαγγελματίας στην Κύπρο.

– Υπάρχει εδώ η τιμητική σύνταξη που δίνει η Ελλάδα σε καλλιτέχνες της με ιστορία;
Όχι, δεν υπάρχει. Υπήρχε κάποτε, που πλέον έχει περιοριστεί σε ελάχιστους ανθρώπους και είναι πολύ μικρή κιόλας.

– Αυτό μου μοιάζει λίγο σαν η Πολιτεία εδώ να αφήνει εσάς, τους διορισμένους εκπροσώπους του πολιτισμού, να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα.
Έτσι ακριβώς είναι. Η Πολιτεία εδώ δια των εκπροσώπων της δημιουργεί μία εικόνα του πόσο σημαντικός είναι ο πολιτισμός. Όταν, λοιπόν, οι άρχοντες δεν εμφανίζονται ποτέ και δεν στηρίζουν με την παρουσία τους σημαντικά γεγονότα, αυτό δίνει κάποια μηνύματα, τα οποία δίνονταν επί πολλές δεκαετίες στην Κύπρο. Ελπίζω ότι κι αυτό θ’ αλλάξει.

– Πως κρίνετε την τωρινή διακυβέρνηση στα πολιτιστικά;
Έχουμε μια δεξιά κυβέρνηση, όμως μπορούμε να πούμε ότι πολλά πράγματα εξαρτώνται απ’ τους διορισμένους στα κατάλληλα πόστα. Η Υφυπουργός Πολιτισμού, η Λίνα Κασιανίδου, φαίνεται ότι έχει εξαιρετικές προθέσεις και κυρίως φαίνεται ότι είναι ανοιχτή στο να ακούσει.

– Εσείς θα δηλώνατε αριστερή ιδεολογικά;
Εν γένει αριστερή. Θα έλεγα ότι δεν είμαι από φύση, αλλά από θέση αριστερή. Αγαπώ τον Άνθρωπο δηλαδή χωρίς παρωπίδες. Από πολύ νέα ήμουν έτσι, προερχόμενη από μια δεξιά συντηρητική οικογένεια επίσης όμως χωρίς παρωπίδες. Επιστρέφοντας από τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου, ερωτεύθηκα έναν Ελλαδίτη Κνίτη (γέλια). Γέμισα το σπίτι μου με μεγάλα πόστερ Τσε Γκεβάρα! Ο πατέρας μου τρελάθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα ο καημένος. Είναι μια πορεία ζωής αυτή και ευτυχής όποιος την κάνει.

– Αν σας ρωτούσα με ποια ελληνική κυβέρνηση είχατε συνεργαστεί καλύτερα;
Καμία κυβέρνηση της Ελλάδας δεν έπαιξε ποτέ ρόλο για μας εδώ. Δεν είχαμε καμία ιδιαίτερη σχέση. Δουλέψαμε και με το Εθνικό Θέατρο, και με την Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά ποτέ όλα αυτά μέσα από πολιτικές – κομματικές ομπρέλες. Πάντα μέσα από τους καλλιτέχνες και το προσωπικό μας κριτήριο. Τον Μάλαμα, ας πούμε, τον φέραμε στην Κύπρο χωρίς να τον πολυξέρουν στην Ελλάδα. Μέχρι και το δικό σας ντοκιμαντέρ προβλήθηκε για τη Φλέρυ Νταντωνάκη τότε που κι εσείς ξεκινούσατε στον τόπο σας. Είναι σημαντικό να δίνουμε την ευκαιρία στους ανθρώπους να ανακαλύψουν όσα δεν είναι εύκολο να ανακαλύψουν.

– Με τόσες παραστάσεις που έχετε στήσει, θα μπορούσατε να σκηνοθετήσετε κάποια στιγμή;
Όχι. Δεν σου κρύβω ότι θα το ήθελα, αλλά δεν το «έχω» και καλό θα’ναι να μην το ανακαλύψω (γέλια). Μην τρομάξουμε τον κόσμο!

– Έχετε σκεφτεί πως μετά από τόσα χρόνια θα σας λείψουν τα καθήκοντα σας;
Δεν θα μου λείψουν, γιατί πάντα θα εμπλέκομαι σ’ ένα βαθμό. Τώρα μ’ έχουν διορίσει σε μια επιτροπή αξιολόγησης θεατρικών προτάσεων, οπότε θα’μαι για αρκετό ακόμη καιρό ενεργή. Μια θέση στο «Ριάλτο» δεν σου δημιουργεί μόνο την υποχρέωση της διαχείρισης του θέατρου, αλλά και την ευθύνη να παρακολουθείς όλο το πολιτιστικό γίγνεσθαι. Εκεί νιώθω ότι δεν θέλω άλλο τέτοιο φορτίο. Θέλω να το έχω ως προσωπική ευχαρίστηση και όχι ως δουλειά.

– Πως θα θέλατε να σας θυμούνται οι άνθρωποι εδώ;
Δεν ξέρω (γέλια/ σκέφτεται)…Σαν κάποιον που προσπάθησε να κάνει κάτι καλύτερο.

– Δεν σας πολυενδιαφέρει η υστεροφημία.
Όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Θέλω να μ’ αγαπούν κάποιοι άνθρωποι, που κι εγώ αγαπώ πολύ. Θέλω να μην υπάρχει αρνητική εικόνα.

– Ωραία, εγώ όμως σας λέω το εξής: Αν δείτε σε δέκα χρόνια να μην πηγαίνουν τα πράγματα, όπως επί των ημερών σας στη διεύθυνση, δεν θα θελήσετε να αντιδράσετε, να παρέμβετε;
Σίγουρα αυτό είναι ένα κομμάτι που δεν θα ξέρω πως να το διαχειριστώ.  Πιθανώς να νιώσω πολύ έντονα την ανάγκη να παρέμβω, αυτή τη στιγμή όμως προσπαθώ να μη σκέφτομαι κάτι τέτοιο. Σαν καλός Υδροχόος θέλω να πάρω μια καλή απόσταση κι αφού την πάρω, νομίζω πως θα διατηρήσω μια καλή σχέση με το «Ριάλτο». Αν παρατηρήσω κάτι απ’ αυτό που λέτε, θα ήθελα να έχω το θάρρος να συνομιλήσω με τους ανθρώπους.

– Σχολιάστε μου επί προσωπικού αυτό το στίχο της Λένας Πλάτωνος: «Πες με τρεις λέξεις το πολύ/ Τι έκανες όταν σε αδικήσανε;»
Απογοητεύτηκα, θύμωσα και πείσμωσα. Ωστόσο νιώθω τυχερό πλάσμα, αφού ακόμη και οι δυσκολίες, που υπήρξαν αναμφίβολα, δεν με τραυμάτισαν ώστε να μη θέλω να συνεχίσω. Είμαι επαγγελματίας, θεωρώ, είμαι και λίγο σκληροτράχηλη, είμαι και Υδροχόος, οπότε όλα εντάξει.