Ο Αντρέ Μπρετόν γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1896 στο Τενσεμπραί της Νορμανδίας. Αν και για την παιδική του ηλικία σπάνια βρίσκουμε αποκαλύψεις στα γραπτά του, το μόνο που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς θα περιορίζονταν στο γεγονός ότι μικρός ήταν ένας μεγάλος ονειροπόλος. Ο ίδιος ορίζει σαν αφετηρία της πνευματικής του καλλιέργειας το 1913, όταν ταξίδεψε στο Παρίσι όπου πήγε για τις ιατρικές σπουδές του.
Σπούδασε Ιατρική και Ψυχιατρική στο Παρίσι λίγο πριν επιστρατευθεί το 1915 λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποσπασμένος σε διάφορα ψυχιατρικά κέντρα, μυήθηκε την εποχή εκείνη στο έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ, το οποίο τότε, ήταν πολύ λίγο γνωστό στη Γαλλία.
Την εποχή που ο Μπρετόν συνειδητοποιούσε τις δυνατότητές του στη λογοτεχνία και στην τέχνη, υπήρχαν γύρω του πολλά σημάδια μιας ανανέωσης. Για παράδειγμα το 1909 ο Μαρινέτι είχε δημοσιεύσει το Μανιφέστο του Φουτουρισμού όπου διακήρυσσε «Ομορφιά υπάρχει μόνον στον αγώνα. Δεν υπάρχει αριστούργημα χωρίς επιθετικό χαρακτήρα. Η ποίηση πρέπει να είναι μια βίαιη επίθεση κατά του ανθρώπου». Το 1912 ο κυβισμός είχε φτάσει στο απόγειό του, ενώ το 1913 ο Απωλλιναίρ αναλάμβανε τη διεύθυνση των Soirees de Paris που σύντομα επρόκειτο να αναδειχθούν σε πρότυπο πρωτοποριακών περιοδικών του αιώνα. Το 1916 ο Μπρετόν συνάντησε στο νοσοκομείο της Ναντ τον συγγραφέα Ζακ Βασσέ, ο οποίος άσκησε σημαντική επίδραση πάνω του, ενώ τον επόμενο χρόνο, γνωρίστηκε ακόμα με τον επίσης ασκούμενο ιατρό Λουί Αραγκόν καθώς και με τον σημαντικό ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή και με τον Φιλίπ Σουπώ. Ωστόσο ο Μπρετόν αισθανόταν μια απέχθεια για κάθε είδους «σταδιοδρομία» συμπεριλαμβανομένης και αυτής του κατ’ επάγγελμα συγγραφέα. Έγραφε ποιήματα και γοητευόταν από τους τελευταίους συμβολιστές, εκτιμούσε την μέριμνά τους να μην κάνουν καμία παραχώρηση στην ευκολία.
Μαζί με τον Σουπώ και τον Αραγκόν θα ανακαλύψουν τα «Άσματα του Μάλντορορ» του Λωτρεαμόν, ένα κείμενο που θα τους αναστατώσει και θα τους αναγκάσει να αναθεωρήσουν όλες τις απόψεις τους, αφού ο Λωτρεαμόν, εκείνος ο άγνωστος που είχε μείνει ως τότε στη σκιά, τους υπέδειξε πώς να ξεπεράσουν την τάξη και την αταξία που κυριαρχούσε στην ποίηση. Συνεργάζονται έτσι και οι τρεις τους και προσπαθούν να επιβάλλουν τις καινοτομίες τους. Λίγο, αργότερα, αναζητώντας έναν κοινό παρανομαστή, οι τρείς φίλοι ίδρυσαν τη λογοτεχνική επιθεώρηση Litterature και σε ένα από τα πρώτα τους τεύχη δημοσιεύουν και τις Ποιήσεις του Λωτρεαμόν.
Το 1919 ο Μπρετόν δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Το Όρος της Ευσέβειας, μια συλλογή δεκαπέντε ποιημάτων που είχε γράψει από το 1914, αλλά δεν φαίνεται να είναι απόλυτα ικανοποιημένος ούτε από το περιοδικό, ούτε από τα ποιήματά του. Από την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι του 1919, έγραψε σε συνεργασία με τον Σουπώ μια σειρά από κείμενα χρησιμοποιώντας την μέθοδο της αυτόματης γραφής, τα οποία αποτέλεσαν τελικά το βιβλίο Τα Μαγνητικά Πεδία (Champs magnetiques), που κυκλοφόρησε στις 30 Μαΐου του 1920. Ο Μπρετόν γίνεται το επίκεντρο του θαυμασμού όλων των νέων που επαναστατούν ενάντια στην «κατεστημένη» λογεοτεχνία και συγχρόνως ενάντια στη σύγχυση που επικρατεί στην πρωτοπορία. Οι νέοι νιώθουν ότι ο Μπρετόν επιδιώκει έναν καθορισμένο σκοπό, ότι έχει ως στόχο τον εμπλουτισμό της αίσθησης και της συνείδησης. Στα μάτια τους συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν έναν οδηγητή. Τα Μαγνητικά Πεδία αποτέλεσαν ένα πρώτο δείγμα αυτού που αργότερα ονόμασε ο ίδιος «γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός» αναφερόμενος στο κίνημα του υπερρεαλισμού και προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις παρατηρήσεις του, ως ασκούμενος γιατρός, πάνω στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι τρόφιμοι των ψυχιατρικών κλινικών.
Το 1921 συνάντησε επίσης τον Σίγκμουντ Φρόυντ στη Βιέννη και ήρθε σε πιο στενή επαφή με τις θεωρίες του ενώ σημαντική επίδραση άσκησαν και οι μελέτες του ψυχιάτρου Πιέρ Ζανέ (1859-1947) και ιδιαίτερα το έργο του Ο ψυχολογικός αυτοματισμός (1889). Την περίοδο 1919-1921 συμμετείχε στις αρχικές εκδηλώσεις του κινήματος του ντανταϊσμού στο Παρίσι. Τελικά, διαφώνησε με τον Τριστάν Τζαρά (πρωτεργάτη του κινήματος) κατά την αποτυχημένη απόπειρα του Συνεδρίου για τον καθορισμό των κατευθύνσεων και την άμυνα του σύγχρονου πνεύματος, το οποίο διεξήχθη στις 30 Μαρτίου του 1922 και προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Τον Απρίλιο του 1922, ο Μπρετόν αποκήρυξε δημόσια τους ντανταϊστές, μετά από σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Litterature. Την απόφαση αυτή ακολούθησαν και αρκετοί από τους συνεργάτες του στην Litterature.
Τα Μυστικά της μαγικής σουρρεαλιστικής τέχνης
Μετά την διάρρηξη των σχέσεων του με την ομάδα των ντανταϊστών, o Μπρετόν οργάνωσε την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα ενώ στις 15 Οκτωβρίου του 1924 κυκλοφόρησε το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του κινήματος, το οποίο σηματοδότησε την έναρξη του ως οργανωμένο καλλιτεχνικό κίνημα στη βάση συγκεκριμένων θεωρητικών αρχών. Στην οδό Γκρενέλ του Παρισιού, λειτούργησε επίσης το Γραφείο Υπερρεαλιστικών Ερευνών. Το Δεκέμβριο του 1924 ο Μπρετόν ίδρυσε επιπλέον ένα νέο λογοτεχνικό περιοδικό της υπερρεαλιστικής ομάδας, υπό τον τίτλο Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση (La Revolution Surrealiste), η έκδοσή του οποίου σταμάτησε το 1929.
Τον Ιανουάριο του 1927, ο Μπρετόν προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, μία απόφαση που ταυτιζόταν με την γενικότερη ανάγκη σύνδεσης του υπερρεαλιστικού κινήματος με κοινωνική και πολιτική δράση. Τον επόμενο χρόνο, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ο Υπερρεαλισμός και η ζωγραφική, έργο που περιλάμβανε δοκίμια του Μπρετόν για τη ζωγραφική αλλά και κείμενα για πολλούς υπερρεαλιστές καλλιτέχνες. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1965, ο Μπρετόν εμπλούτιζε το συγκεκριμένο έργο με πρόσθετα κείμενα ενώ σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά θεωρητικά κείμενα για την υπερρεαλιστική ζωγραφική.
«Αλλά αν ξεπεράσομε μια φορά το στάδιο της συγκινήσεως για τη συγκίνηση, ας μην ξεχνάμε πως για μας αυτή την εποχή, κινδυνεύει η ίδια η πραγματικότητα. Πώς θέλουν να είμαστε ικανοποιημένοι με την περαστική ταραχή που μας παρέχει το ένα ή το άλλο έργο τέχνης; Δεν υπάρχει ούτε ένα έργο τέχνης που να στέκεται μπροστά στον πρωτογονισμό μας ακέραιο με αυτήν την έννοια. Όταν θα ξέρω που τελειώνει μέσα μου η φοβερή πάλη εκείνου που εβίωσα και εκείνου που μπορώ να βιώσω, όταν θα έχω χάσει κάθε ελπίδα να αυξήσω σε εκπληκτικές αναλογίες το πραγματικό πεδίο των ενεργειών μου, που ως τώρα έχει γίνει αντικείμενο απόλυτης μιμήσεως, όταν η φαντασία μου, συμπτυσσόμενη στον εαυτό της, δεν θα κάνει τίποτ’ άλλο παρά να συμπέσει με τη μνήμη μου, θα δώσω στον εαυτό μου άνετα, όπως οι άλλοι, κάποια σχετική ικανοποίηση. Θα ανήκω τότε κι εγώ σ’ αυτούς που κυνηγούν το περιττό. Θα τους έχω συγχωρήσει. Αλλά ποτέ πριν». (Εκδόσεις Ύψιλον).
Αντίθετα με επικρατούντες λανθασμένους ορισμούς, ο σουρεαλισμός δεν είναι ένα αισθητικό δόγμα, ούτε ένα φιλοσοφικό σύστημα αλλά ούτε απλώς ένα λογοτεχνικό η καλλιτεχνικό εργαλείο. Είναι μια αδιάκοπη εξέγερση ενάντια σε έναν πολιτισμό που συρρικνώνει όλες τις ανθρώπινες φιλοδοξίες σε αξίες της αγοράς, θρησκευτικές απάτες, παγκόσμια βαρεμάρα και μιζέρια. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1929 δημοσιεύτηκε το Δεύτερο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, όπου ο Μπρετόν αναφέρεται στην δράση του κινήματος και τις μελλοντικές επιδιώξεις του. Με αφορμή το δεύτερο αυτό μανιφέστο, δώδεκα πρώην μέλη του υπερρεαλισμού εξέδωσαν τον Ιανουάριου του 1930 ένα κείμενο κατά του Μπρετόν, με τον τίτλο Ένα πτώμα (Un cadavre).
Τον Ιούλιο του 1930, ίδρυσε το νέο περιοδικό του υπερρεαλισμού Ο Υπερρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης, με κύριο στόχο την σύνδεση του ποιητικού έργου με την πολιτική. Την ίδια περίπου περίοδο, δημοσιεύτηκε η Άμωμος Σύλληψη, σε συνεργασία με τον ποιητή Πωλ Ελυάρ. Το βιβλίο αυτό, είναι το μοναδικό, ως σήμερα, που περιέχει ένα δοκίμιο αποτίμησης του λεκτικού παραληρήματος διαφόρων κατηγοριών φρενοβλαβών. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η υστερία αποτελεί την “πιο μεγάλη ποιητική ανακάλυψη του τέλους του [19ου] αιώνα”.
Το 1932 επήλθε η ρήξη των σχέσεων του Μπρετόν με τον Λουί Αραγκόν, με αιτία την δημοσίευση ενός ποιήματος του τελευταίου, και ορισμένων στίχων του που στρέφονταν επιθετικά εναντίον πολιτικών προσώπων. Ο Μπρετόν υπερασπίστηκε το δικαίωμα του Αραγκόν να εκφράζεται ελεύθερα, ωστόσο αντιτάχθηκε στις προθέσεις του Αραγκόν, ο οποίος δυσαρεστημένος από το γεγονός διαχώρισε τον εαυτό του από τις θέσεις των υπερρεαλιστών. Στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ακολούθησε η έκδοση του βιβλίου Τα συγκοινωνούντα δοχεία ενώ λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε η έκδοση της επιθεώρησης Μινώταυρος, επίσημο όργανο του υπερρεαλισμού, της οποίας ο Μπρετόν αποτελεί και βασικό στέλεχος.
«Πιο κοντά μας, ο θάνατος…»
Το 1943 ταξιδεύει στην Αμερική, γοητεύεται από την παραμονή του σε ινδιάνικους οικισμούς. Η Ωδή στον Charles Fourier, που γράφει τότε, αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της γραφής του, αφού έχει γραφεί χωρίς αυτοματισμό και μαρτυρεί την πεποίθησή του ότι η ουτοπία είναι πια προσφορότερη από τον πραγματισμό. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, αντιμετωπίζει από διαφορετική γωνία το πρόβλημα της πολιτικής δράσης. Οι φίλοι της νιότης του, Ελιάρ και Αραγκόν, είναι πανίσχυρα μέλη του κομουνιστικού κόμματος. Ο Πικάσο είναι ο επίσημος ζωγράφος του. Ο Τζαρά αγωνίζεται με αίγλη και ο Μπρετόν υφίσταται τις επιθέσεις των παλιών του συντρόφων, που θέλοντας να καταπολεμήσουν την έλξη που ασκεί στους νέους, τον κατηγορούν για διαστροφή. Αντεπιτίθεται διευκρίνιζοντας ότι αντιτίθεται στον σταλινισμό επειδή σ’ αυτόν έβλεπε τον εκφυλισμό μιας μεγάλης ιδέας. Το μυστικό του πολιτικού στοχασμού του Μπρετόν στα τελευταία χρόνια της ζωής του φωτίζεται από ένα παιχνίδι. Όταν τον ρώτησαν «Θα ανοίγατε στον Μαρξ;» ο Μπρετόν απάντησε «Όχι, γιατί είμαι κουρασμένος». «Στον Ροβεσπιέρο;» «Ναι, κοιτάζοντάς τον κατάματα». Κουρασμένος, κακομεταχειρισμένος από τους μαρξιστές, έμεινε πάντα πιστός στην λατρεία της απόλυτης ελευθερίας που την υπερασπιζόταν με σφρίγος αδιάφθορο.
Το 1957 εξέδωσε την μελέτη Η Μαγική Τέχνη, προϊόν συνεργασίας με τον ποιητή και ιστορικό τέχνης Ζεράρ Λεγκράντ. Τον ίδιο χρόνο, εκδόθηκε και η τελευταία του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Αστερισμοί (Constellations), αποτελούμενη από είκοσι δύο πεζά ποιήματα που συνοδεύονταν από ισάριθμα έργα του Χουάν Μιρό. Η τελευταία δραστηριότητα του υπήρξε η διοργάνωση της σουρρεαλιστικής έκθεσης του 1`965 στο Παρίσι. Με τον οπρόλογό του, που χαρακτηριστικά απαρτίζεται από κολλάζ θεμάτων, διαμαρτύρεται εύγλωττα εναντίον του μιλιταρισμού και της τεχνοκρατίας. Ο Μπρετόν έπασχε από χρόνιο άσθμα και η υγεία του επιδεινώθηκε το καλοκαίρι του 1966. Στις 27 Σεπτεμβρίου εισήχθη σε νοσοκομείο λόγω μίας έντονης κρίσης δύσπνοιας, και την επόμενη μέρα έφυγε. Στον τάφο του, υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή “Αναζητώ το χρυσάφι του χρόνου”. Το ατελιέ του στην οδό Φονταίν διατηρείται ως σήμερα χάρη στις προσπάθειες της τρίτης συζύγου του Μπρετόν ενώ το 2003 το αρχείο του πωλήθηκε σε ιδιώτες, μετά από άρνηση της Γαλλικής κυβέρνησης να αποκτήσει την προσωπική συλλογή του. Στον Τρελό Ερωτα ο Μπρετόν είχε γράψει: «Θα ήθελα η ζωή μου να αφήσει πίσω της το τραγούδι της αναμονής, το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο».