Τα γκουλάγκ μπαίνουν στον… τουριστικό χάρτη της Ρωσίας.

Οι Ρώσοι πολίτες εδώ και ακριβώς δυο χρόνια έχουν απωλέσει το δικαίωμα και την δυνατότητα να πάρουν ένα αεροπλάνο και να πάνε διακοπές στο εξωτερικό, καθώς μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία το 2022, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην έκδοση βίζας και ένας αποκλεισμός του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου για όλα τα ρωσικά αεροσκάφη.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν λοιπόν σκέφτηκε αλλιώς: αντί να σπρώξει τους συμπολίτες του προς τον εξωτερικό, να τους σπρώξει στον εσωτερικό τουρισμό.

Η κυβέρνηση αποφάσισε λοιπόν να μετατρέψει τα παλιά ρωσικά γκουλάγκ σε τόπο διακοπών για επίδοξους τουρίστες, σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ.

Το Κρεμλίνο προχωράει στην κατασκευή ενός τουριστικού θερέτρου 2.000 δωματίων, που ονομάζεται «Τρία Ηφαίστεια». Το όλο πρότζεκτ γίνεται από κοινού με την αεροπορική εταιρεία Aeroflot, η οποία για το σκοπό αυτό ανακοίνωσε πρόσφατα ότι ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής από τη Μόσχα στο Πετροπαβλόφσκ-Καμτσάτσκι θα κοστίζει μόλις 15.000 ρούβλια (100 ευρώ). Και λέμε «μόλις» γιατί η απόσταση που θα διανύσει το αεροσκάφος είναι όση χωρίζει τη Βρετανία με την Αργεντινή.

Ο (γνωστός φυσιολάτρης) Πούτιν έχει επίσης  ζητήσει να δοθεί έμφαση στις διαδρομές πεζοπορίας στην περιοχή και έδωσε την προσωπική του έγκριση στο γενικό σχέδιο για την ανακατασκευή του Πετροπαβλόφσκ κατά τη διάρκεια επίσκεψης εκεί τον Σεπτέμβριο του 2022. Το σχέδιο, για το λόγο αυτό, υπόσχεται να προσφέρει στον επίδοξο τουρίστα πάνω από 170 διαδρομές πεζοπορίας στην περιοχή.

Ο επισκέπτης των γκουλάγκ θα μπορεί επίσης να περάσει χρόνο στην κοιλάδα με τους θερμοπίδακες, το δεύτερο μεγαλύτερο πεδίο με θερμοπίδακες στον κόσμο, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει η δημιουργία μόνιμων βάσεων για ψάρεμα και κυνήγι. Παρ’ όλο που το πρώτο ξενοδοχείο πέντε αστέρων της περιοχής πρόκειται να ανοίξει φέτος στο Πετροπαβλόφσκ, οι ιθύνοντες πίσω από το όλο πρότζεκτ υπόσχονται ότι ο τουριστικός προορισμός δεν θα απευθύνεται αποκλειστικά στους ρώσους ολιγάρχες, αλλά και στον μέσο, απλό Ρώσο πολίτη.

Γκουλάγκ, ο εφιαλτικός τόπος τιμωρίας του κάθε αντιφρονούντα

Η ονομασία Γκουλάγκ είναι το αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι κ.λπ».

Στην κυριολεξία «γκούλαγκ» δεν λέγονταν τα στρατόπεδα, αλλά η κρατική υπηρεσία (ρωσικά: ГУЛАГ) που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους.

Το όνομα Γκούλαγκ αποτελεί το αρκτικόλεξο της ρωσικής υπηρεσίας που επόπτευε του ρωσικού αυτού συστήματος φυλακών και στρατοπέδων εργασίας, την οποία υπηρεσία επόπτευε η K.G.B.

Γκ.Ού.Λαγκ, δηλαδή «Γκλάβνογιε Ουπραβλένιγιε Λαγκερέι» που σημαίνει «Γενική Διοίκηση Στρατοπέδων».

Τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ έγιναν διαβόητα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειες τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι σε φρικώδεις συνθήκες διαβίωσης για χρόνια, συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες.

Τα πρώτα στρατόπεδα ιδρύθηκαν το 1918 και νομιμοποιήθηκαν με την απόφαση «Για τη δημιουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας» της 15ης Απριλίου 1919. Το σύστημα αυτό εξαπλώθηκε γρήγορα, φτάνοντας σε πληθυσμό τις 100.000 στη δεκαετία του 1920, με πολύ υψηλή θνησιμότητα.

Ο Λαβρέντι Μπέρια υπήρξε πρωτοστάτης αυτής της εξοντωτικής πρακτικής σε βάρος των αντιφρονούντων. Όντας ο αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας NKVD, της προδρόμου της KGB, συνώστισε σε γκούλαγκ αντικαθεστωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίοι κατηγορούνταν για αντισοβιετική δράση. Τα περισσότερα έκλεισαν κατά την αποσταλινοποίηση.

Στις μέρες μας ο όρος γκούλαγκ χρησιμοποιείται όπου γης ως συνώνυμο της φυλάκισης υπό απάνθρωπες ή αμφιλεγόμενες συνθήκες. Χαρακτηριστικά η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε τις ΗΠΑ ότι μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δημιούργησαν ένα «παγκόσμιο γκουλάγκ» από το Γκουαντάναμο μέχρι τις ιρακινές και τις μυστικές φυλακές της CIA. Η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για αναγκαία μέτρα που επιβάλλει ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας και ότι οι κρατούμενοι απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που τους παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες.

Στην λογοτεχνία, τα γκουλάγκ έχουν μείνει στην ιστορία με το εξαιρετικό βιβλίο «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», ενός τρίτομου χρονικού που έγραψε ο Ρώσος συγγραφέας και νομπελίστας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Η ονομασία «αρχιπέλαγος» δόθηκε μεταφορικά ως μορφή συμπλέγματος νήσων για τον μεγάλο αριθμό στρατοπέδων συγκέντρωσης αντιφρονούντων.

Το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ γράφτηκε στη δεκαετία 1958–1968 και άρχισε να δημοσιεύεται (το πρώτο μέρος του) το 1973 στο Παρίσι με τη μέθοδο σαμιζντάτ (= μυστική ιδιόχειρη συγγραφή και έκδοση [διανομή] ή αποστολή προς έκδοση στο εξωτερικό). Αμέσως με την κυκλοφορία του πρώτου τόμου, στις 2 Φεβρουαρίου του 1974, το σοβιετικό καθεστώς συνέλαβε τον Σολζενίτσιν με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας». Προ όμως της κατακραυγής του διεθνούς τύπου, την επόμενη μόλις ημέρα, απελάθηκε. Τελικά η αγγλική απόδοση του όλου έργου εκδόθηκε σε τρεις τόμους από το 1974 μέχρι το 1978.

Εκτός του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ένα εξαιρετικό έργο για τα ρωσικά γκουλάγκ έχει συγγράψει και η Αν Απλμπάουμ.