Για χρόνια, ο Jeff Simmons — πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της μεγάλης αμερικανικής φαρμακευτικής εταιρείας Elanco — “χλεύαζε” τη βιομηχανία φυτικού κρέατος. 

Καθώς νεοφυείς επιχειρήσεις όπως η Beyond Meat και η Impossible Foods γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς, ο Simmons επιτίθετο στα μπιφτέκια λαχανικών και το κρέας χωρίς ζωικά συστατικά χαρακτηρίζοντάς τα ως εξαιρετικά επεξεργασμένα τρόφιμα που «δεν αρκούν» στην προσπάθεια να τραφεί ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός. (Παρόλο που οι ειδικοί αναγνωρίζουν ευρέως ότι το φυτικό κρέας θα βοηθούσε πολύ περισσότερο στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού, καθώς απαιτεί λιγότερη γη και νερό και παράγει πολύ λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με το ζωικό κρέας). 

Ωστόσο, αν εξετάσει κανείς πιο προσεκτικά την Elanco, η αντίθεση του Simmons δεν είναι και τόσο παράξενη. Η εταιρεία που διευθύνει, η οποία αποσπάστηκε από τον φαρμακευτικό γίγαντα Eli Lilly το 2019 είναι παγκόσμιος ηγέτης στην ανάπτυξη και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων — συμπεριλαμβανομένων αντιβιοτικών και εμβολίων — τόσο για κατοικίδια όσο και για ζώα εκτροφής. 

Στις ΗΠΑ σχεδόν όλη η ποσότητα του κρέατος, το γάλα και τα αυγά προέρχονται από εργοστασιακές φάρμες που συχνά έρχονται αντιμέτωπες με ασθένειες, με αποτέλεσμα τα ζώα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε λοιμώξεις. Τα προϊόντα εταιρειών όπως η Elanco είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη και τη θεραπεία αυτών των αναπόφευκτων λοιμώξεων παίζοντας βασικό ρόλο στη βιομηχανική κτηνοτροφία. Εάν το φυτικό κρέας αντικαθιστούσε έστω και ένα μέρος της συμβατικής παραγωγής κρέατος, αυτό θα σήμαινε λιγότερα ζώα σε εργοστασιακές φάρμες και συνεπώς μικρότερα κέρδη για την Elanco. 

Στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Simmons έχει επίσης υπερβάλλει σχετικά με τις δυνατότητες της τεχνολογίας να μειώσει τις εκπομπές της κτηνοτροφίας. Το 2021 ισχυρίστηκε αυθαίρετα —χωρίς να παραθέσει αποδείξεις— ότι ορισμένες εκτροφές βοοειδών θα μπορούσαν να φτάσουν σε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέσα σε μια δεκαετία και ότι δεν πρέπει να σπαταλάμε ενέργεια στο να αλλάξουμε τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων για να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συναίνεση των κλιματικών επιστημόνων και των ειδικών στη γεωργία που συμφώνησαν σε συντριπτικό ποσοστό ότι οι πλούσιες και μεσαίου εισοδήματος χώρες πρέπει να μειώσουν ραγδαία τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την κτηνοτροφία — που σήμερα ευθύνεται για περίπου το 15-20% των παγκόσμιων εκπομπών — και ότι η μείωση της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να το επιτύχουν. 

Σε συνέδρια ο Simmons έχει επικρίνει την ένθερμη υποστήριξη του Bill Gates προς τις εναλλακτικές λύσεις κρέατος, καθώς και μια διαφημιστική καμπάνια της Chipotle που ασκεί κριτική στην εργοστασιακή κτηνοτροφία, ενώ ένα άλλο στέλεχος της Elanco έχει εκφράσει αντιρρήσεις για την αύξηση των προτύπων ευζωίας των κοτόπουλων. 

Οι φορείς μέσα σε αυτό το οικοσύστημα εργάζονται για να ενισχύσουν την παραγωγή και τις πωλήσεις κρέατος, να διαμορφώσουν τη δημόσια πολιτική και να ενισχύσουν μηνύματα που βελτιώνουν την αντίληψη των καταναλωτών για τα ζωικά προϊόντα. Τόσο τα χρήματα όσο και το ανθρώπινο δυναμικό ρέουν μεταξύ των διαφορετικών αυτών παικτών. Η Elanco για παράδειγμα χρηματοδοτεί συνέδρια και βραβεία της βιομηχανίας κρέατος, παρέχει χρηματοδότηση σε ομάδες της βιομηχανίας ζωικών προϊόντων και συμμετέχει στα διοικητικά τους συμβούλια, ενώ έχει δημοσιεύσει έρευνες με φιλοβιομηχανικούς ακαδημαϊκούς, ισχυριζόμενη ότι η γαλακτοπαραγωγή στις ΗΠΑ μπορεί να επιτύχει «κλιματική ουδετερότητα». 

Η Elanco δεν είναι μόνη της. Η Merck Animal Health — θυγατρική της Merck, μιας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο — και η Zoetis, η οποία αποσχίστηκε από τη φαρμακευτική γίγαντα Pfizer το 2013 εμπλέκονται σε παρόμοιες δραστηριότητες, όπως η χορηγία συνεδρίων της βιομηχανίας κρέατος. 

Τον τελευταίο αιώνα οι καινοτομίες αυτών των εταιρειών στην ανάπτυξη αντιμικροβιακών φαρμάκων για την καταπολέμηση λοιμώξεων στα ζώα υπήρξαν καθοριστικές για τη δημιουργία του συστήματος εργοστασιακής κτηνοτροφίας όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό το σύστημα συνέβαλε στη μείωση του κόστους παραγωγής κρέατος, γάλακτος και αυγών, καθιστώντας τα πιο προσιτά και άφθονα, ενώ παράλληλα μείωσε το ανθρακικό τους αποτύπωμα ανά κιλό προϊόντος. Όμως όλη αυτή η διαδικασία έχει επίσης “συμβάλει” σε σοβαρά ζητήματα που αφορούν την ευημερία των ζώων, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, όπως η ανάπτυξη ανθεκτικών στα αντιβιοτικά μικροβίων ή «υπερμικροβίων». Αυτά τα μικρόβια προσαρμόζονται και αποκτούν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά που προστίθενται στην τροφή και το νερό των εκτρεφόμενων ζώων. Όταν τέτοια ανθεκτικά μικρόβια διαφύγουν από τις φάρμες και μολύνουν ανθρώπους, τα αντιβιοτικά καθίστανται αναποτελεσματικά, καθιστώντας κοινές ασθένειες δύσκολες ή ακόμα και αδύνατες να θεραπευτούν. Η εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία σε συνδυασμό με την υπερβολική χρήση τους στους ανθρώπους αποτελεί βασικό παράγοντα της κρίσης αντοχής στα αντιμικροβιακά, η οποία το 2019 σκότωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως και συνέβαλε σε επιπλέον 4,95 εκατομμύρια θανάτους. 

Περίπου το 70% των αντιβιοτικών που είναι κρίσιμα για την ιατρική των ανθρώπων χορηγούνται σε εκτρεφόμενα ζώα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει ζητήσει σημαντική μείωση της χρήσης τους και θεωρεί την ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά ως «μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για τη δημόσια υγεία και την ανάπτυξη». 

Η κρίση αυτή μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στις φαρμακευτικές εταιρείες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της εργοστασιακής κτηνοτροφίας, υπονομεύοντας τους δηλωμένους στόχους τους για τη βελτίωση της ανθρώπινης και ζωικής υγείας. Μετά από δεκαετίες αυξανόμενης πίεσης από καταναλωτές, ειδικούς δημόσιας υγείας και νομοθέτες στις ΗΠΑ ορισμένες από αυτές τις φαρμακευτικές εταιρείες έχουν υποσχεθεί τα τελευταία χρόνια να περιορίσουν τη χρήση αντιβιοτικών, αλλά έχει σημειωθεί ελάχιστη πρόοδος. Παρ’ όλα αυτά οι φαρμακευτικές εταιρείες που εξειδικεύονται στην υγεία των ζώων παραμένουν προσηλωμένες στην περαιτέρω επέκταση της εργοστασιακής κτηνοτροφίας στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. 

Στην περίοδο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, η ανακάλυψη αντιβιοτικών όπως η Prontosil και η πενικιλίνη οδήγησε σε μια φαρμακευτική επανάσταση, επιτρέποντας στους γιατρούς να θεραπεύουν γρήγορα κοινές βακτηριακές λοιμώξεις που μέχρι τότε συχνά απειλούσαν τη ζωή των ασθενών. Τα φάρμακα άρχισαν σύντομα να παράγονται μαζικά και να γίνονται προσιτά, οδηγώντας σε νέες ανακαλύψεις αντιβιοτικών. 

Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι που φαρμακευτικοί κολοσσοί όπως η Pfizer αναζήτησαν αγορές πέρα από την ιατρική για τον άνθρωπο. Και τις βρήκαν στις φάρμες σύμφωνα με τον Claas Kirchhelle, ιατρικό ιστορικό στο Γαλλικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας, ο οποίος καταγράφει την άνοδο των αντιβιοτικών στη γεωργία στο βιβλίο του Pyrrhic Progress: The History of Antibiotics in Anglo-American Food Production. 

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι ερευνητές είχαν κατανοήσει ότι όταν εκτρεφόμενα ζώα τρέφονται με χαμηλές, τακτικές δόσεις ορισμένων αντιβιοτικών, αποκτούν βάρος γρηγορότερα με λιγότερη τροφή και είναι πιο ανθεκτικά στις ασθένειες. 

Αυτός ο διπλός μηχανισμός – πρόληψη ασθενειών και ταχεία αύξηση βάρους – ξαφνικά έκανε πιο εφικτό να στοιβάζονται μεγάλοι αριθμοί ζώων σε στάβλους, μειώνοντας παράλληλα τις απώλειες από λοιμώξεις και συντομεύοντας τον χρόνο που απαιτείται για να φτάσουν τα ζώα στο «εμπορικό τους βάρος». Αυτά έγιναν δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της εργοστασιακής κτηνοτροφίας επιτρέποντας στους αγρότες να εξάγουν περισσότερο κρέας από κάθε ζώο και να αυξήσουν τα κέρδη τους. 

Η υιοθέτηση των αντιβιοτικών στη βιομηχανία κρέατος ήταν ταχύτατη: Μέχρι το 1951, περίπου το 16% των αντιβιοτικών που πωλούνταν στις ΗΠΑ προοριζόταν για την κτηνοτροφία. Μέχρι το 1970, το ποσοστό αυτό είχε φτάσει το 43%. 

Η απότομη αύξηση της παραγωγής κρέατος στην Αμερική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που διευκολύνθηκε εν μέρει από τα αντιβιοτικά, χαιρετίστηκε ευρέως ως λύση στους φόβους ότι η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να θρέψει έναν ταχέως αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό. «Για πατριώτες Αμερικανούς ερευνητές, πολιτικούς και δημοσιογράφους, η προώθηση της αγροτικής αφθονίας και των τεχνολογιών αύξησης της αποδοτικότητας, όπως τα αντιβιοτικά, έγινε ηθικό καθήκον», γράφει ο Kirchhelle. 

Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) που εποπτεύει τα φαρμακευτικά προϊόντα για ζώα επί δεκαετίες δεν έλαβε σοβαρά υπόψη το ζήτημα και υποβάθμισε τις προειδοποιήσεις. Τη δεκαετία του 1970 ο οργανισμός επιχείρησε σοβαρά να περιορίσει τη χρήση δύο κατηγοριών αντιβιοτικών κρίσιμων για τον άνθρωπο στην κτηνοτροφία, αλλά εμποδίστηκε από έναν αναπτυσσόμενο συνασπισμό επιχειρηματικών συμφερόντων της κτηνοτροφίας και της φαρμακοβιομηχανίας. 

Μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ο FDA έλαβε δύο βασικά αλλά σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος: απαίτησε από τους αγρότες να λαμβάνουν συνταγή κτηνιάτρου για τη χρήση ιατρικά σημαντικών αντιβιοτικών και ζήτησε — αν και δεν απαίτησε — από τις φαρμακευτικές εταιρείες να αφαιρέσουν από τις ετικέτες των προϊόντων τη διατύπωση σχετικά με την ικανότητα των αντιβιοτικών να επιταχύνουν την ανάπτυξη των ζώων. Οι πωλήσεις αντιβιοτικών μειώθηκαν σύντομα ραγδαία. 

βδεκαετία οι φαρμακευτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη ζωική παραγωγή βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι. Υπό την αυξανόμενη πίεση από ειδικούς στη δημόσια υγεία και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι μεγαλύτεροι παίκτες του κλάδου δεσμεύτηκαν σε μια «ορθή διαχείριση των αντιμικροβιακών» υποσχόμενοι να μειώσουν τη χρήση ιατρικά σημαντικών αντιβιοτικών, επενδύοντας στην ανάπτυξη εμβολίων, σε θρεπτικά συμπληρώματα όπως ένζυμα και προβιοτικά και σε αντιβιοτικά αποκλειστικά για ζώα, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται στον άνθρωπο. 

Η Ευρώπη κατάφερε να μειώσει δραστικά τη χρήση αντιβιοτικών μέσω αυστηρότερων κανονισμών, καλύτερης υγιεινής στις φάρμες και μεγαλύτερης εξάρτησης από εμβόλια, ένζυμα, προβιοτικά και άλλα προϊόντα για την πρόληψη των ασθενειών σύμφωνα με τον Leon Marchal, διευθυντή καινοτομίας της IFF Health & Bioscience στην Ολλανδία, μιας εταιρείας που αναπτύσσει και πουλάει προϊόντα για την υγεία των ζώων. Μένει να φανεί ποιες θα είναι οι εξελίξεις στην νέα εποχή Τραμπ που η “κλιματική αλλαγή” δεν αναγνωρίζεται … 

*Με στοιχεία από το Vox.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.