Μεσάνυχτα Κυριακής, 16 Ιουνίου 2024, μία γυναίκα πηγαίνει τραυματισμένη στο νοσοκομείο με τον σύζυγό της. Οι γιατροί εκεί, βλέποντάς την σε άσχημη κατάσταση, την ρωτούν τι έχει συμβεί και, όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ, τους αναφέρει ότι είχε ένα ατύχημα. Ωστόσο, ένας γιατρός αντιλαμβάνεται γρήγορα τι έχει συμβεί, ότι τα τραύματα δεν οφείλονται σε κάποια πτώση αλλά προκλήθηκαν από ανθρώπινο χέρι, και έτσι εφαρμόζει τον νόμο 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας», που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο μαζί με άλλες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο, σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στο Πρώτο Θέμα, που αντικατέστησε το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας», υποχρεώνει τους γιατρούς να ειδοποιούν τις αρχές όταν κατά την εξέταση διαπιστώνουν ευρήματα που παραπέμπουν σε ενδοοικογενειακή βία ανεξαρτήτως με το τι δηλώνει το θύμα. Ταυτόχρονα με την επιβολή υποχρεωτικής καταγγελίας, ο νόμος προστατεύει τους ιατρούς και άλλους επαγγελματίες, όπως παιδαγωγούς και ψυχολόγους, που αναφέρουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας τα οποία αντιλαμβάνονται, παρέχοντάς τους σχετική ασυλία από εκδικητικές μηνύσεις των δραστών – εκτός αν αποδειχθεί ότι ενήργησαν με δόλο. Επίσης, αποφεύγουν την ταλαιπωρία να καταθέσουν ως μάρτυρες στο ακροατήριο κατά τη δίκη της υπόθεσης, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει απολύτως απαραίτητη την παρουσία τους και δεν αρκεί η ανάγνωση της αναφοράς τους.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι κυρίως η ύπαρξη των κατάλληλων νομοθετικών πλαισιών, και όχι τόσο η προτροπή εγκατάστασης εφαρμογών όπως το Panic Button, είναι το βασικό όπλο μιας κοινωνίας και ενός κράτους που θέλει πραγματικά να διαχειριστεί τέτοια περιστατικά που τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε έξαρση. Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν ισχύει ότι «πίσω από κάθε γιατρό – ήρωα υπάρχει ένας νόμος που τον προστατεύει» όπως έγραψε ο Άγγελος Κωνσταντούλιας στο Ratpack, οι νόμοι δεν αρκούν πάντα -από τέτοιους έχουμε μπόλικους, ενιότε και δυσλειτουργικούς- για να αντιμετωπίσουμε την ενδοοικογενειακή βία, καθώς για να πάρει τον δρόμο της μια καταγγελία και να κινητοποιηθούν οι αρμόδιες αρχές και οι μηχανισμοί τους προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα απαιτείται μια σειρά από χρονοβόρες ενέργειες. Εκτός κι αν ο θύτης είναι διάσημος, κάτι που θα δώσει virality στην υπόθεση.
Όπως διαβάζουμε στο iEidiseis, μετά τις καταθέσεις του θύματος στην αστυνομία, η Ανακρίτρια πέρασε δύο ώρες στο σπίτι της 37χρονης δικηγόρου, θύμα άγριου ξυλοδαρμού από τον σύζυγό της, Απόστολο Λύτρα. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η δικηγόρος κατάφερε να μιλήσει για την κακοποίηση που είχε υποστεί και να καταθέσει επίσημα. Η διαδικασία έγινε στο σπίτι της για να νιώσει πιο άνετα. Φοβισμένη, ζήτησε την παρουσία περιπολικού για προστασία, παρά το γεγονός ότι ο σύζυγός της ήταν υπό κράτηση, και έτσι η Ανακρίτρια διέταξε την παραμονή του περιπολικού για όλη τη νύχτα.
Το όνομά του Απόστολου Λύτρα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Ιωσήφ Χαλαβαζής στο itsestella.com, έχει συνδεθεί με την υπεράσπιση της μητέρας της 12χρονης στον Κολωνό, καθώς και με τη Ρούλα Πισπιρίγκου, την Ιωάννα Παλιοσπύρου, η οποία δήλωσε πως βρίσκεται «σε σοκ» και ότι πάντα η φωνή της «θα είναι για τα θύματα που έχουν υποστεί βία», την οικογένεια του Παντελή Παντελίδη, και την πρώην σύντροφο του Στάθη Παναγιωτόπουλου στην υπόθεση εκδικητικής πορνογραφίας. Επιπλέον, έχει εμπλακεί σε διάφορες άλλες μεγάλες υποθέσεις που έχουν μας έχουν απασχολησεί και έλαβαν έντονη δημοσιότητα στα μέσα ενημέρωσης και την τηλεόραση, ενώ έχει γίνει και εξώφυλλο -μαζί με τη σύζυγό του- σε lifestyle περιοδικά προβάλλοντας αυτά για τα οποία διψάει το κοινό: πολυτέλεια, ψέμα και γενικότητες.
Με τις εξελίξεις να είναι καταιγιστικές και με τις διαδικασίες να προχωρούν ταχύτατα, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν ο Απόστολος Λύτρας δεν είχε ήδη ένα όνομα στην πιάτσα, αν δεν ήταν ακόμα μία προσωπικότητα που έχει περάσει από τους τηλεοπτικούς μας δείκτες. Αν η Σοφία Πολυζωγοπούλου, σύζυγος του κ. Λύτρα, δεν μπορούσε να “εκμεταλλευτεί” προς όφελός της το δημόσιο πρόσωπο του και δεν είχε γνώσεις επί του θέματος – η κ. Πολυζωγοπούλου, όπως διαβάζουμε στο Star, είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος της Ένωσης Ποινικολόγων Ελλάδος και της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, αλλά και επιστημονικός συνεργάτης στον Επιστημονικό Όμιλο Νέων Πολιτικών Επιστημόνων. Τέλος, αναρωτιέμαι πώς θα είχε δράσει ο κρατικός μηχανισμός αν δεν μπορούσε και εκείνος να “εκμεταλλευτεί” τη δημοσιότητα του κ. Λύτρα προκειμένου να αποδείξει ότι βρίσκεται με ουσιαστικό τρόπο δίπλα στα θύματα και ότι πλέον τα περιπολικά έγιναν ταξί, αφού η κυβέρνηση δέχθηκε την πανελλήνια κατακραυγή για την τραγική αδράνεια και αδιαφορία του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων που οδήγησε στη δολοφονία της Κυριακής Γρίβας τον Απρίλιο του 2024.
Μεσάνυχτα κάποιας Κυριακής, το έτος 2024, μία γυναίκα πηγαίνει τραυματισμένη στο νοσοκομείο με τον σύζυγό της. Οι γιατροί εκεί, βλέποντάς την σε άσχημη κατάσταση, την ρωτούν τι έχει συμβεί. Η ίδια τους αναφέρει ότι είχε ένα ατύχημα. Ωστόσο, ένας γιατρός αντιλαμβάνεται γρήγορα τι έχει συμβεί, ότι τα τραύματα δεν οφείλονται σε κάποια πτώση αλλά προκλήθηκαν από ανθρώπινο χέρι, και έτσι εφαρμόζει τον νόμο 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας», που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο μαζί με άλλες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα. Το ζευγάρι αποχωρεί, ο γιατρός προχωράει σε καταγγελία. Ο θύτης, δηλαδή ο σύζυγος της γυναίκας, επιστρέφοντας σπίτι προχωράει ξανά σε άσκηση βίας, ψυχολογικής, λεκτικής και σωματικής. Την επόμενη μέρα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρουν ακόμα μία γυναικοκτονία. Βλέπετε, αυτή τη φορά, ο δολοφόνος δεν ήταν διάσημος για να μπορέσει να σωθεί η «άτυχη» γυναίκα.