Εσύ, κοπέλα μου, πας σε ψυχολόγο;

Μου λέει μια φίλη τις προάλλες ότι τη βρίσκει χαϊδεύοντας τη γάτα της και σημειώνοντας στο τετράδιο ευγνωμοσύνης της (ναι, έχει ένα τέτοιο) ποια πράγματα την κάνουν να αισθάνεται χαρά και ευεξία. Ότι ηρεμεί η ψυχή της. Ότι γι’ αυτό δεν χρειάζεται ψυχολόγο. Προς ώρας.

Ωραία. Σας λέω ψέματα.

Αυτή η φίλη είμαι εγώ. Τα κάνω όλα αυτά-και ακόμα περισσότερα, όπως κηπουρική, μαγειρική όταν προλαβαίνω- και ηρεμώ. Όμως χρειάζομαι την ψυχολόγο μου. Μάλιστα, θυμάμαι ακόμα την στιγμή που πρωτοένιωσα πως την χρειαζόμουν. Πέρασαν εκατομμύρια στιγμές από τότε, από εκείνη την πρώτη κρίση πανικού που με κατατρόμαξε, μέχρι να μπω στην διαδικασία να την ψάξω. Την ψυχολόγο εννοώ.

Πώς μοιάζει στ’ αλήθεια μια συνεδρία και τι νόμιζα αρχικά

Η πρώτη συνεδρία στον θεραπευτή σας θα είναι σίγουρα παράξενη. Ένας άγνωστος, εύχομαι συμπαθής, θα σας ανακρίνει πάνω στην ζωή σας, εσείς θα νιώθετε κάπως αμήχανα, ίσως και να μετανιώνετε, καθώς μιλάτε, την ώρα και την στιγμή που πήγατε σε εκείνο το γραφείο. Η δεύτερη είναι κάπως καλύτερη, η τρίτη ακόμα περισσότερο. Αργά ή γρήγορα, θα σας γίνει συνήθεια και μπορεί και να αγαπήσετε εκείνες τις μέρες μες στο μήνα που επισκέπτεστε τον ψυχολόγο σας. Σίγουρα θα υπάρξουν στιγμές σύγκρουσης, τριβής, θυμού. Γιατί η ψυχοθεραπεία (της οποίας οι μέθοδοι ποικίλλουν, αλλά δεν είναι της παρούσης) ξύνει, τρίβει, κάνει scrub, απολεπίζει παρελθόν, παρόν, ακόμα και προσδοκίες για το μέλλον.

Στην αλληλεπίδραση της σχέσης μας με τον θεραπευτή, εξοικειωνόμαστε με έννοιες όπως η δυνατότητα ανοιχτής επικοινωνίας, το αίσθημα εμπιστοσύνης και η αξία της αλήθειας. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία να νιώθουμε το περιβάλλον της ψυχοθεραπείας ασφαλές και άνετοπέτσι μόνο θα καταφέρουμε να αφεθούμε στην έκφραση των συναισθημάτων μας, έτσι θα πούμε τις αλήθειες μας. Και έτσι θα διερευνήσουμε, συνεργατικά, τα θέματα που μας απασχολούν και μας ζορίζουν.

Η ψυχολόγος μου μου είπε κάποια στιγμή ότι η συνεδρία μπορεί να σταθεί ως υπόδειγμα σχέσης, κάτι που, από άποψης ποιότητας και αλληλεπίδρασης, μπορεί να μεταφερθεί και να αναπαραχθεί στην καθημερινότητα. Αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνης, ειλικρίνειας, συνέπειας, αλληλοδέσμευσης. Μου άρεσε πολύ αρχικά, αλλά και όταν το επεξεργάστηκα καλύτερα. Βέβαια, δεν έκαμψε παρά ελάχιστα τις βασικές μου Φοβίες και Αντιστάσεις σε σχέση με την Ψυχοθεραπεία.

Πέραν του ότι αρχικά, νόμιζα πως θα μοιάζει κάπως με Ιερά Εξέταση η ψυχοθεραπεία-μη γελάτε, κι άλλοι το πιστεύουν αυτό μέχρι να πάνε- αλλά και, επίσης, ότι θα κλαίω σε κάθε συνεδρία, θα γίνομαι ρεζίλι ή, ακόμα χειρότερα, θα βαριέμαι (διότι μου αρέσει να μιώ για τον εαυτό μου, αλλά όχι κατ’ ανάγκην σε πρόσωπα που με ρωτούν επίμονα για τον εαυτό μου), μια γενική Ανασφάλεια περί την ψυχοθεραπεία συνεχίζει να υπάρχει, αν και εμφανώς πια αποδυναμωμένη. Λέω εμφανώς πια, διότι πηγαίνω στην ψυχολόγο εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο. Όχι πάντοτε απρόσκοπτα, όχι πάντοτε με την συνέπεια που θα επιθυμούσα.

Φοβίες και Αντιστάσεις

Ένα κομμάτι της τοξικότητάς μας ως ανθρώπων είναι γοητευτικό, ζωογόνο και ερωτεύσιμο. Είναι εκείνο το κομμάτι που κάνει κάποιον ή κάποια να θέλει να είναι ο κολλητός μας, η γυναίκα της ζωής μας, ο πιο μεγάλος θαυαμστής μας. Έχω μια γενική αίσθηση, που δεν βασίζεται σε κανένα σοβαρό επιχείρημα, ότι αν όλη η ανθρωπότητα ψυχοθεραπευόταν δεν θα βελτιώνονταν και πολλά πράγματα εκεί έξω κι εδώ μέσα. Δηλαδή, πόλεμοι θα συνέχιζαν να γίνονται. Γιατί κάποιος ψυχολόγος θα έλεγε σε κάποιον ηγέτη: «Άκου το συναίσθημά σου, ίσως αυτήν την φορά δεν χρειάζεται να το αναλύσεις πολύ. Γιατί δεν κάνεις αυτό που νιώθεις;» Μπαμ και κάτω. Άλλη ψυχολόγος θα έλεγε σε άλλον ηγέτη: «Ως πότε θα αφήνεις τους άλλους να σε καταπατούν; Εσύ ο ίδιος μού έλεγες τις προάλλες ότι θέλεις να δείχνεις περισσότερη πυγμή και θα εκφράζεις αυτά που σε ενοχλούν».

Καταλάβατε τι λέω;

Ας αφήσουμε τους ηγέτες στην άκρη. Φοβάμαι μη γίνω κρεμ καραμελέ από μπλακ φόρεστ που είμαι-με τα παντεσπάνια μου, τα κόκκινα φρούτα μου, την σοκολάτα μου. Και φοβάμαι μην ζω σε έναν κόσμο με πολλούς κρεμ καραμελέ ανθρώπους τριγύρω: ανθρώπους που θα ζητάμε συνεχώς συγγνώμες, θα ρωτάμε συνεχώς ποια τα όρια του άλλου, θα φειδόμαστε πρωτοβουλιών μην τυχόν και προσβάλουμε κανέναν, που δεν θα αγγιζόμαστε αυθόρμητα, που θα φοβόμαστε το χιούμορ, τις ποιότητες της λεπτής ειρωνίας και του σαρκασμού.

Ακόμα, φοβάμαι μην χαθεί ο έρωτας που είναι μια κατάσταση αντίθετη με την λογική του ψυχικά υγιούς ανθρώπου, γιατί ο έρωτας δεν σηκώνει και πολλά στο σπαθί του. Ο έρωτας σε στέλνει στον θεό και τον διάολο χωρίς αναλύσεις, επεξηγήσεις και τα τοιαύτα. Και δεν είναι πολιτικά ορθό να γράψω την φράση «Αν είμαι ερωτευμένη, τι να την κάνω την ψυχολόγο;», αλλά ούτε και συναισθηματικά ορθό είναι τα πιο μεγαλειώδη συναισθήματα του κόσμου να τα βάζουμε στο μικροσκόπιο, να τα αναλύουμε εξονυχιστικά, μέχρι να τα αφυδατώσουμε και, έτσι ξερά ξερά που θα τα έχουμε καταντήσει, να αρχίσουμε να τα κριτσανάμε μες στα δόντια μας, ισορροπημένοι, ψυχικά υγιείς και έτοιμοι να πεθάνουμε μια μέρα χωρίς να ξαναπληγώσουμε ποτέ κανέναν, ούτε καν τις εαυτές μας.

Όλα αυτά, έτσι ή αλλιώς, τα έχω εκφράσει στην ψυχολόγο και εκείνη χαμογελά. Είμαι βέβαιη πως κατανοεί-αλλά, από την άλλη, γνωρίζει καλά την ροπή μου στο Δράμα. Κι ίσως ερμηνεύει τις απόψεις μου μέσα από αυτό το πρίσμα, ενός παιδιού που έχει ανάγκη από προσοχή, φροντίδα, εξάρσεις, συνθήκες που βάζουν μπουρλότο στη ρουτίνα και τη βαρεμάρα. Με έχει διαβεβαιώσει, δε, ότι ίχνος της συγγραφικοδημοσιογραφικής μου έμπνευσης δεν πρόκειται να υποχωρήσουν αν κάνω ψυχοθεραπεία, ίσα ίσα.

Εγώ ξέρω ότι η εποχή μας μου φαίνεται καμιά φορά αποστειρωμένη. Όλοι κάνουμε ψυχοθεραπεία-ελπίζω να αισθανόμαστε μεγαλύτερη ανακούφιση. Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να είμαστε περισσότερο χίπηδες, με περισσότερη πίστη στην Ποίηση και την Καψούρα. Να θέλουμε να κάνουμε παιδιά, να ρίξουμε κυβερνήσεις, να σηκώσουμε τη γροθιά ψηλά, να αγκαλιαστούμε γυμνοί μες στις θάλασσες, να φτιάξουμε καλλιτεχνικές κολεκτίβες, να μην θάβουμε η μία την άλλη, να μην εξαπατούμε ανθρώπους, να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι.

Τώρα, η νέα Θρησκεία* της ανθρωπότητας είναι η Ψυχοθεραπεία. Το μέσο σήριαλ ή φιλμ έχει κάποια σκηνή με τον πρωταγωνιστή ή την πρωταγωνίστρια να πηγαίνει σε ψυχολόγο ή να αναφέρεται σε αυτόν. Βιβλία ψυχολογίας-σοβαρά ή ασόβαρα-κυκλοφορούν σε τόνους. Διαβάζουν οι κοπελιές στα καράβια κι οι μεσιέδες και το φοιτηταριό.

Κάτι μέσα μου αντιστέκεται σε όλο αυτό. Θα ήθελα να έχω τη δύναμη να πατάξω την ανάγκη μου να πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στην ψυχολόγο, με τον τρόπο που πατάσσω τον αγαπημένο τηες γενιάς μου Οικονομίδη, με τον τρόπο που έχω απομυθοποιήσει τα Φτηνά Τσιγάρα και άλλα τοτέμ της ποπ κουλτούρας.

Έλα όμως που δεν μπορώ να μην ομολογήσω τις ευεργετικές συνέπειες της ψυχοθεραπείας στη ζωή μου. Να, πάρτε για παράδειγμα αυτό το κείμενο που καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι θα γραφόταν αν δεν είχα ψυχολόγο. Έχω ακούσει να γίνεται ψιλομπούλινγκ σε άνθρωπο που δεν πάει σε ψυχολόγο. Υπερβολή. Επίσης, σιχαίνομαι να ακούω την φράση «έχεις θέματα, χρειάζεσαι βοήθεια» εν μέσω καυγά. Καυγαδίστε, για τον θεό!

Με αυτό θα συμφωνούσε και ο πιο έγκριτος ψυχολόγος.

Και μην κράζετε εκείνες και εκείνους που δεν αισθάνονται ακόμα έτοιμες και έτοιμοι να πάνε σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Είναι και τα χρήματα, στην μέση, καμιά φορά.

Επίσης, το ότι πάμε σε ψυχολόγο και τα λέμε εκεί ωραία και καλά δεν μας καθιστά αθώους πάντοτε. Δεν γίνεται να λέμε συνεχώς τι νιώθουμε, ούτε είναι και σοβαρό πράγμα να μιλάμε συνέχεια στους φίλους και τους γκόμενούς μας σαν τον Ίρβιν Γιάλομ. Κάποιοι φανατικοί του σπορ της ψυχοθεραπείας το παρακάνουν-μιλούν με όρους και εξετάζουν αυστηρά σχεδόν κάθε κίνηση και συμπεριφορά του άλλου. Δηλαδή, αν θέλω να σπάσω ένα ποτήρι σε ένα γλέντι θα έχω ροπή στην επιθετικότητα; Ή αν πω, πάνω στο σεξ, ότι αν σε χάσω θα πεθάνω, σημαίνει πως είμαι εξαρτητική και χειριστική;

Από εκεί που ήταν ταμπού να πηγαίνουμε σε ψυχολόγο και να το λέμε (καλά, ακόμα είναι σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα, εξ ου και η μπανάλ ονομασία «ψ»), τείνει να γίενι ταμπού να ΜΗΝ πηγαίνουμε ή να αγνοούμε τη σχετική ορολογία.

Άλλη μια φορά να ακούσω από κάποια κυρία του Facebook να μένουμε μακριά από τους τοξικούς ανθρώπους, και θα τα σπάσω όλα. Ελπίζω να μην διαβάζει η ψυχολόγος μου αυτήν την στιγμή. Κυρία μου, εγώ, εγώ, εγώ είμαι τοξικός άνθρωπος! Και είμαι τοξικός γιατί είμαι άνθρωπος, με τα λάθη μου, τα πάθη μου, τα σωστά μου. Προσπαθώ να με μάθω και να με καταλάβω καλύτερα, αλλά έχω σκοπό να συνεχίσω να ζω στα κόκκινα, ελπίζοντας να μην πληγώνω πολύ εκείνες κι εκείνους που αγαπώ. Αν θες να κάνεις πέρα τους τοξικούς, διάγραψέ με πάραυτα.

Γιατί θυμώνω εύκολα, κλαίω πολύ, ζηλεύω εκείνον που αγαπώ, κουτσομπολεύω με την κολλητή μου τους πάντες και ονειρεύομαι, καμιά φορά, πως βάζω φωτιά και καίω το διαμέρισμά μου στην Κυψέλη. Μα στο κάτω κάτω, δε νιώθω επικίνδυνη, ούτε για μένα, ούτε για άλλον κανένα. Έχω επίγνωση της ατέλειας του ανθρώπινου είδους. Το’ χει πει και ο Σαίξπηρ δια στόματος Άμλετ: «είμαστε καλοί, επειδή είμαστε κακοί».

Ή κάπως έτσι.

*Εύχομαι να μην αποτύχει και αυτή όπως οι υπόλοιπες Θρησκείες του κόσμου που άλλα είπαν, άλλα κάναν κι άλλα εννοούσαν. Κι αν όχι αυτές, τουλάχιστον οι εκπρόσωποί τους.