Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η προδοσία που μας καταφέρνουν οι λέξεις , σαν χτύπημα ύπουλο, κάτω από την ζώνη. Οι λέξεις έχουν το ταλέντο να γίνονται πιστευτές όταν γράφονται από χέρια ή εκφέρονται από στόματα ανθρώπων που εμπιστευόμαστε/γουστάρουμε/αγαπάμε. Δεν μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι κάποιος που μας ενδιαφέρει και δείχνει να τον ενδιαφέρουμε κι εμείς, μας λέει ψέματα, μας κοροϊδεύει.
Μέχρι που λέμε κι εμείς κάτι, κάποτε, που ξέρουμε (μάλλον) ότι δεν το εννοούμε ακριβώς. Ότι, όχι, δεν θα πεθαίναμε ακριβώς για εκείνο που του λέμε ότι θα δίναμε και την ζωή μας. Ότι η φράση «υποφέρω μακριά σου» είναι υπερβολική. Κι έπειτα, κάτι συμβαίνει και βρισκόμαστε όλοι εκτεθειμένοι. Εκτός κι αν συμφωνούμε ομαδικά, μαζικά a priori ότι κάποιες φράσεις και λέξεις λέγονται έχοντας ισχύ στο τώρα, στο παρόν, στην στιγμή. Γιατί, διάολε, έχουν υπάρξει και στιγμές στη ζωή όλων μας που θα πέφταμε με φόρα μόνοι μας πάνω σε μαχαίρι, αν κάποιος μας το ζήταγε το σωστό momentum. Αλλά θα ήταν κρίμα, γιατί κάποια πράγματα είναι ωραιότερα στην υπόστασή τους την άυλη, είναι καλύτερα ως λέξεις, ως ήχοι, όχι ως πράξεις.
Είμαστε αυτά που λέμε ή αυτά που κάνουμε;
Εντάξει, σχεδόν ρητορική η ερώτηση. Οι πράξεις κάνουν θόρυβο, οι πράξεις λένε την αλήθεια, μπλα μπλα μπλα. Δεν έχω διάθεση να υποτιμήσω τις πράξεις και την σημασία τους στη ζωή μας. Όμως, βρίσκω απίστευτα cheesy και βολικό σε μια ανθρωπότητα που απομακρύνεται ακουσίως ή εκουσίως από την Επικράτεια του Λόγου (όπου Λόγος, λογική, αλλά και λέξεις) το να επαναπαυόμαστε στην αυταπόδεικτη και εννοείται εννοούμενη αξία των πράξεων. Σημαντικό και αναγκαίο βρίσκω έναν συνδυασμό τους. Γιατί είναι δύο τελείως διαφορετικές καταστάσεις της ανθρωπινότητας, έχουν διαφορετικές σημασίες για την ζωή μας και την ψυχή μας, χρειάζονται οι ίδιες αυτές (οι πράξεις δηλαδή και οι λέξεις) έναν εύλογο συνδυασμό τους.
Επιτρέψτε μου δύο παραδείγματα και σκεφθείτε ελεύθερα πώς θα νιώθατε:
– Η κολλητή σας γυρίζει από ένα ταξίδι και έχει αγοράσει δώρα για όλους (τον σύντροφό της, τους γονείς της, τους συναδέλφους της, την ξαδέρφη) και όχι για εσάς. Παρόλα αυτά, μόλις συναντιέστε μετά από την περίοδο που έλειπε, αγκαλιάζεστε και σας λέει πόσο πολύ σας σκεφτόταν εκεί που ήταν και πόσο πολύ της λείψατε.
– Η αγαπημένη σας σας έχει ετοιμάσει μια βραδιά έκπληξη. Έχει ανάψει κεριά, έχει παγώσει το αγαπημένο σας κρασί, σας υποδέχεται χαμογελαστή στο διαμέρισμά της, σας κάνει υπέροχο έρωτα, αλλά μοιάζει με μουγκή. Δεν σας απευθύνει ούτε μια ερωτική, σεξουαλική φράση, δεν σας λέει πόσο πολύ την ανάβετε ή της αρέσετε.
Δύο ίσως ακραίες περιπτώσεις. Και, συγρόνως, ασφαλείς, καθημερινές περιστάσεις όπου η έλλειψη της πράξης ή του λόγου δεν στερεί πολλά από την δυναμική της σχέσης. Δηλαδή, η κολλητή μπορεί να έχει πάρει ένα σωρό δώρα από άλλα ταξίδια και απλώς σε αυτό να μην βρήκε κάτι της προκοπής για εσάς. Και η σύντροφος μπορεί να είχε αγχωθεί κάπως ή μπορεί να θέλει κι άλλο χρόνο μες στη σχέση για να αρχίζει να εκφράζεται.
Είναι σημαντικό να έχουμε πάντα κατά νου ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν λειτουργούν όπως εμείς. Εμείς εκφράζουμε τον θυμό μας φωνάζοντας, φεύγοντας από το δωμάτιο, έπειτα ηρεμούμε γρήγορα. Ο άλλος μπορεί να το διαχειρίζεται αλλιώς, να το παίρνει μέσα του και να το ξεσπάσει μέρες μετά. Με τρομάζει, σας το έχω ξαναπεί, μια μελλοντική κοινωνία άκρως ψυχοθεραπευμένων ανθρώπων χωρίς ανθρώπινες ιδιοτροπίες και τοξικότητες που δημιουργούν σχέσεις με ενδιαφέρον, με αγωνία, με αισθήσεις. Δηλαδή, όλοι και όλες να πράτταμε και να μιλούσαμε ο ένας στον άλλο σε μια αρμονία, μια ισορροπία. Να τσακωνόμασταν με τις ίδιες θερμοκρασίες νεύρων και φωνών, μετά να ηρεμούσαμε μια στιγμούλα και την επόμενη μέρα να κάναμε έναν πολιτισμένο διάλογο. Όλοι, όμως. Όλα τα ζευγάρια να λειτουργούσαν έτσι. Όλες οι μανάδες με τις κόρες τους έτσι. Συγχωρέστε με, μου φαντάζει θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. (Είμαι βέβαιη ότι αυτές μου σκέψεις και οι φράσεις περί υπερ-ψυχοθεραπείας θα διαβάζονται κάποτε όσο παρανοϊκές φαντάζουν σήμερα αυτές εδώ.)
Εμείς οι άνθρωποι της υπερέκφρασης, του αυθορμητισμού, του θάρρους να δώσουμε, να ξανοιχτούμε συχνά προσδοκούμε από τους γύρω μας αντίστοιχα φερσίματα, για να εξαγάγουμε από εκεί το συμπέρασμα ότι νιώθουν όπως εμείς. Από την άλλη, όλοι κατά βάθος θα ήθελαν να έχουν τη δύναμη να εκφράσουν με λέξεις αυτό που θέλουν. Κάποιες λέξεις τις έχει σκουριάσει και η εποχή, εν τω μεταξύ. Το ”σ’ αγαπώ” παραφορέθηκε και πάνω στοην αλόγιστη χρήση του και τις λάθος εντυπώσεις της κλάψανε μανούλες και πέσανε κορμιά-κυριολεκτικά. Καλύπτουμε πολύ συναίσθημα μέσα από τον (αυτο)σαρκασμό, τις κοφτές φράσεις της εποχής μας, ρε μπρο, καλά, τσιλ, εσύ, τι λέει, λέγε ρε, όλα κουλ, γουστάρω, γαμώ, σώπα ρε, άραξε, έχει γίνει πολύ της μόδας να μην λέμε ευχαριστώ (γιατί είναι κριντζ;;;;) ή, όταν μας λένε, να λέμε κάτι σε στιλ ”τι ευχαριστείς μωρέ” και λοιπά. Το φευγιό μας από τους τύπους και τις ετικέτες είναι εξαιρετικά απότομο και, όπως γίνεται πάντα, δεν ακολουθεί ακριβώς το μέτρο. Η ισορροπία έρχεται μόλις η τραμπάλα γείρει και από τις δυο μεριές, βλέπετε.
Όμως, η πατίνα του χρόνου τις πράξεις δεν μπορεί να τις πειράξει. Ένα λουλούδι που δίνουμε σε κάποιον είναι πάντα ένα λουλούδι. Ένα βλέμμα που χαρίζουμε είναι πάντα ένα βλέμμα. Ένας μοιρασμένος ύπνος, ένα χαμόγελο, μια χείρα βοηθείας (να κρατήσουμε την σακούλα, να παραχωρήσουμε την σειρά μας), ένα κέρασμα, ένα τράβηγμά μας νύχτα στους διαόλου τη μάνα απλώς για να τον/την συναντήσουμε και τόσα άλλα. Οι πράξεις είναι το χώμα των σχέσεων, εκεί ριζώνουν, εκεί φυτρώνουν. Ας πούμε ότι οι λέξεις είναι το νεράκι, η βροχή, το ποτιστήρι ή το λάστιχο. Θρέφουν και ενδυναμώνουν και ξεδιψούν. Οι πράξεις είναι άχρονες και απέθαντες, αλλά οι λέξεις τις προσδιορίζουν. «Ήρθα γιατί μου έλειψες», «Αυτό το λουλούδι είναι λιγότερο όμορφο από σένα», «Θα χαρώ πολύ να σε βοηθήσω, άσε με, το γουστάρω», «Σε σκέφτομαι», «Μου αρέσει πολύ αυτό που σουκάνω/μου κάνεις», «Πατέρα, σ’ αγαπάω», «Αδερφέ μου, σε πεθύμησα, ρε» και άλλα τέτοια.
Δεν είπαμε να γράφουμε ποιήματα (εκτός κι αν θέλουμε!), αλλά η κανονικοποίηση του εξοβελισμού των λέξεων από την ζωή μας επειδή φοβόμαστε μην προδοθούμε ανοίγοντας φύλλα καρδιάς δεν είναι ωραίο πράγμα. Ούτε είναι δίκαιο για τους αρτιότερους χειριστές της γλώσσας που μπορούν να εκφράζουν λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων και σκέψεων, να λογίζονται ως «λογάδες». Κάποιοι και λένε και πράττουν. Κάτι τελευταίο: σημασία έχει οι πράξεις και τα λόγια να πηγάζουν από Αλήθεια. Κάποιος μπορεί να μας κομπλιμεντάρει γιατί θέλει να κερδίσει κάτι. Κάποια μπορεί να μας φροντίσει =, να μας κάνει εκπλήξεις γιατί θέλει να την ερωτευτούμε, γιατί θέλει να θρέψει το εγώ της.
Άρα, πράξεις και λόγια, αρκεί να είναι αληθινές και αληθινά. Σε συνδυασμούς που μπορεί και αντέχει καθένας και καθεμιά. Κι αν μας λείπει από τον άλλον κάτι από τα δύο, να το θέτουμε. Κι αν δεν το λαμβάνουμε πίσω, εμείς να κάνουμε όπως νιώθουμε: μπορεί να το’ χουμε καλύτερα με την προφορικότητα ή τον γραπτό λόγο. Αν αγαπάμε ή γουστάρουμε ένα άτομο, να μην προσαρμόζουμε την συμπεριφορά μας στη δική του. Να δίνουμε απλόχερα!
Το έγραψε κι ο Ορέστης ο Ντάντος:
Βρες το θησαυρό
κι ύστερα χάρισέ τον
ψάξε απ’ την αρχή
και ξαναμοίρασέ τον.
Όλη σου η ζωή
κι όλα τα υπάρχοντά σου
μόνο αν χαριστούν
μένουν πάντα δικά σου.