Ζήτω τα λαϊκά παιδιά, ζήτω οι απλοί άνθρωποι, οι καλές ψυχές, οι ψυχούλες, οι ψυχάρες. Που ζουν και υποστηρίζουν την αλήθεια τους, το πάθος τους. Που είναι αυθεντικές, αυθεντικοί.
Ο Γιώργαρος, ο Μητσάρας, η Κατερίνα, η Αλέκα, τα παιδιά, η παρέα, τα συντρόφια μας. Οι αγαπημένοι μας φίλοι, τα είδωλά μας στον καθρέφτη.
Όχι, αυτοί δεν είναι τοξικοί. Μέχρι να γίνουν, τουλάχιστον, δεν είναι.
Μέχρι η αλήθεια τους και η αυθεντικότητά τους να μην μας περιλάβει κάποια στιγμή ή κάποια περίοδο της ζωής μας. Τότε, για να μας προστατέψουμε από την εκρηκτικότητά τους, τα περισσεύματα ή τα ελλείμματά τους, θα την κάνουμε με ελαφρά.
Θα βρούμε άλλο γκόμενο, άλλη κολλητή. Θα μείνουμε για πάρτη μας. «Πιο καλή η μοναξιά», ρε. Στο κάτω κάτω, το μόνο εξακριβωμένα αυθεντικό άτομο στην ζωή μας είμαστε εμείς. Πώς το’ λεγε η Βουγιουκλάκη; «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ».
Μια Μεγάλη Ανακάλυψη, κάπου μέσα, κάπου βαθιά
Ο φίλος μου ο Ιάσων λέει πως ίσως πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εποχή μας σαν μια νέα-μετά από πραγματικά πολύ καιρό-περίοδο Μεγάλων Ανακαλύψεων. Η εποχή μας επικεντρώνεται στο άτομο με τρόπο τρομακτικό για όποιον διαβάζει και κάτι πέρα από βαθυστόχαστες ψευτο-ευ ζην αρλούμπες του Instagram. Αν δεν αγαπήσουμε, λέει, τον εαυτό μας δεν θα αγαπήσουμε κανέναν άλλο. Μα τοτέμ τον έχουμε κάνει τον εαυτό μας, πια. Και έτσι θεωρούμε πως είμαστε αυθεντικοί. Επειδή την κάνουμε με ελαφρά από τα δύσκολα.
Τα τοξικά, ρε. Τα ανθρώπινα.
Τι φανταζόμαστε; Λίμνες, νεράιδες και καθαρούς ουρανούς; Μην θίξει κάτι το περίβλημά μας που μέσα κρύβει όλη μας την ομορφιά, την πέρα από κλισέ, την πέρα από ιδεολογικές εντάξεις και παρατάξεις, την πέρα από πληγές. Η αγαπημένη μου λέξη: ανθρωπινότητα. Με τα απόβλητά της και τα αποκαθαρμένα της. Με τα όλα της.
Κατασκευάζουμε, παρατηρώ, a priori, την αυθεντικότητα με τους όρους της εποχής μας, στην οποία επικρατεί ναυτία. Ένα μείγμα υπερευγένειας, θράσους, κλεισίματος στα τρίσβαθα του Εαυτού, μη εμπιστοσύνης, επιφανειακότητας, βαθυστόχαστων τσιτάτων που περιγράφουν σε γενικές γραμμές μια πρόχειρη φιλοσοφία ζωής, το χαμόγελο, πάντα το χαμόγελο.
Λίγο να γείρεις πάνω στην εκεί έξω ζωή, να αρχίζεις να συνομιλείς, να εμπιστεύεσαι, να κερνάς και να κερνιέσαι (κοινώς, αυτό που ονομάζω Άγιο Ξόδεμα), είναι πιθανό να θες να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Χίλιες δυο αντικρουόμενες αλήθειες. Και πότε, μωρέ, δεν ήταν έτσι;
Δεν φταίει και για όλα μας τα δεινά το Ίντερνετ.
Τελικά, Ιάσονα, πώς μπορούμε να έρθουμε στην Ανακάλυψη της Μίας κοινής μας Ανθρώπινης αλήθειας σε έναν κόσμο όπου ο τζιχαντιστής έχει το δίκιο του, ο αναρχικός το δικό του, η «ερωτευμένη απελπισθείσα» το δικό της, το αφεντικό, ο υπάλληλος, ο εξουσιαστής, ο εξουσιαζόμενος; Δεν μπορεί, είναι εμφανές πως είναι κάτι πέρα από ταξικό.
Μας κυβερνούν οι Καταφάσεις κι οι Αρνήσεις ως αντιδράσεις στην καθημερινότητα, στις ιδέες, στα πάντα. Κι αν υφάνουμε τα «ναι» και τα «όχι» μας σε ένα πλατωνικό όλον; Καλή ιδέα. Αλλά εμείς δεν έχουμε πια χρόνο να βυθομετρήσουμε, να σωπάσουμε για να σκεφτούμε, εμείς δεν προλαβαίνουμε ούτε για καφέ να πάμε.
Εξ ου και η της εποχής μας αυθεντικότητα (αρκετά μακριά από αυτήν του υπαρξιστή Σαρτρ) είναι ένα ακόμα πρόχειρο κατασκεύασμα, κάπως φτιαγμένο από πλαστικό, εντελώς διαφορετικό ως έννοια ανάμεσα στις τόσες και τόσες ομάδες που φτιάξαμε για να οχυρώσουμε την Πολυθρύλητη Διαφορετικότητά μας.
Κάπου μεταξύ λογικής σκέψης και συναισθήματος, μάλλον υπάρχει κάτι για εμάς, τα ανθρωπάκια. Αυτό το κάτι, ένα μικρό, ζεστό κενό που μπορεί να χωρέσει όλες και όλους. Κάτι υπεράνω πολιτικής, έρωτα και θρησκείας. Αυτό που θα σκάσει σαν τελευταία λάμψη όταν σκάσει σαν καρπούζι ο κόσμος και μας πάρει όλες-όλους-όλ@ ο διάολος.
ΥΓ: «Κι ας λες πως είσαι ένα σπουργίτι/που το δέρνει ο βοριάς/κάποιον πιο αδύνατο από σένα/θα βρεις για να τονε φας», Μανώλης Ρασούλης