Πρωτάκουσα στην πέμπτη δημοτικού, σε μια σχολική μας εκδήλωση από τα παιδιά της έκτης, το συγκλονιστικό ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος». Αυτή είναι η αγαπημένη μου στροφή:

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.»

Τι είναι να είσαι άνθρωπος, στ’ αλήθεια;

Πέραν της πραγματικά ρομαντικής περιγραφής του Λειβαδίτη, που κλίνει περισσότερο, η αλήθεια είναι, στην περιγραφή του άνδρα, του αγωνιστή. Είναι η κοινή μας αγάπη και μίσος και πάθος για τις Μητέρες μας; Είναι η επιλογή του ξεβολέματος που μας χρίζει μετανάστες για αναζήτηση καλύτερου μέλλοντος ή πολεμίστριες και εξεγερμένους για να βρούμε το δίκιο μας; Είναι η ραστώνη της ψυχής μας και το ρίγος απέναντι σε μια μουσική που ακούμε, κάποια έναστρη νύχτα; Είναι ο έρωτας, σαν κόκκινο στόμα, που μας παρασέρνει στην δίνη του;

Είναι όλα αυτά, τα διαχρονικά, τα ακατάβλητα. Είναι συγκλονιστικό το αναλλοίωτο του πυρήνα της ανθρωπιάς (ή καλύτερα, της ανθρωπινότητας) μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Ο κατακερματισμός του κόσμου αλλάζει τους ανθρώπους, αλλά ίσως όχι τις καρδιές τους

Ο παγκόσμιος πολιτισμός και τα συγκρουόμενα συμφέροντα συνιστούν ένα σκηνικό διάλυσης και, συχνά, σήψης, με τους ανθρώπους να δυσκολεύονται να σχετιστούν αληθινά μεταξύ τους.  Δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας είναι η κλιματική κρίση και ο ατομικισμός. Μαζί με τους πάγους που λιώνουν, λιώνει και η αίσθηση Χρέους απέναντι στο σύνολο, τα κοινωνικά και συλλογικά αντανακλαστικά μας.

Ο καθηγητής και συγγραφέας Βασίλης Καραποστόλης είπε, κάποια στιγμή σε συνέντευξή του, κάτι που βρήκα συγκλονιστικό στην απλότητά του ως δήλωσης: «Η ανθρωπότητα έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της». Όσο μου άρεσε αυτό-παρά το δυσάρεστο που ενέχει- μου άρεσε και αυτό που διάβασα για μια διεθνή επιστημονική μελέτη η οποία διεξήχθη το 2021. Και βρήκε ότι διάφορες σωματικές λειτουργίες των ανθρώπων, όπως οι χτύποι της καρδιάς ή οι αναπνοές τους, συγχρονίζονται όταν μοιράζονται μία εμπειρία.

Οι ερευνητές από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, με επικεφαλής τον καθηγητή Λούκας Πάρα του Τμήματος Βιοϊατρικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Σίτι της Νέας Υόρκης, πραγματοποίησαν τέσσερα πειράματα, προες εξερεύνηση του ρόλου της συνείδησης και της προσοχής στον συγχρονισμό των καρδιών.

«Βρήκαμε ότι το φαινόμενο του συγχρονισμού είναι πολύ ευρύτερο και αρκεί να παρακολουθεί κανείς την ίδια ιστορία για να προκληθούν παρόμοιες διακυμάνσεις στους χτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Είναι η γνωστική λειτουργία του νου που ωθεί τους παλμούς να επιταχυνθούν ή να επιβραδυνθούν”, δήλωσε ο δρ Πάρα.

Σε ένα από τα πειράματα οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να ακούσουν την ανάγνωση του βιβλίου του Ιουλίου Βερν «20.000 Λεύγες κάτω από τη Θάλασσα», ενώ η καρδιά τους παρακολουθείτο μέσω ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι ακροατές εμφάνιζαν πιο γρήγορους ή πιο αργούς χτύπους της καρδιάς τους ακριβώς στα ίδια σημεία της αφήγησης. Σε σχέση με αυτό, ο ερευνητής Τζιάκομπο Σιτ σχολίασε το εξής: «Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ο ακροατής να δίνει προσοχή στη δράση της ιστορίας. Δεν έχει να κάνει τόσο με τα συναισθήματα, όσο με το να είναι κανείς συγκεντρωμένος και προσεκτικός και να σκέφτεται τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια. Η καρδιά ανταποκρίνεται στα σήματα του εγκεφάλου».

Τα κοινά μας είναι περισσότερα από τις διαφορές. Όμως, ως ανθρωπότητα επιλέξαμε, ιστορικά, να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στις διαφορές, αν και οι ομοιότητές μας, τα κοινά μας ήθη και πολιτιστικές καταβολές μάς πήγαν μακρύτερα μέσα στον Χρόνο και τον Χώρο.

Ως γνωστόν, μόνο με την κοινωνικοποίηση πραγματοποιείται ο «εξανθρωπισμός» του ατόμου. Ο Ταρζάν αποτελεί εξαίρεση παραμυθική. Ένα παιδί από την πόλη Αβινιόν της Γαλλίας που έχοντας χαθεί στο δάσος από βρέφος, δεν κατάφερε να αποκτήσει βασικές ανθρώπινες συμπεριφορές όπως η όρθια στάση, η ομιλία, η επικοινωνία και άλλα στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Κι αυτό το παιδί δεν είναι, φυσικά, η μόνη περίπτωση…

Ο πολιτισμός κάθε κοινωνίας υφίσταται πριν από το κάθε άτομο και συνεχίζει να υπάρχει και μετά από αυτό. Η περίφημη «φωνή της συνείδησης» θα μπορούσε ουσιαστικά να αποτελεί το αποτέλεσμα της πετυχημένης κοινωνικοποίησης, της εσωτερίκευσης των κοινωνικών κανόνων και αξιών, των προτύπων συμπεριφοράς που κάθε κοινωνία ή κοινωνική ομάδα θεωρεί αποδεκτά.

Η κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία διαρκής που μας γεμίζει με δώρα μέχρι να πεθάνουμε

Από το σχολείο, την κατασκήνωση και το πανεπιστήμιο, μέχρι τον χώρο εργασίας, το γυμναστήριο, τα ΜΜΜ, την ομάδα ψυχοθεραπείας, σε όλη μας την ζωή καλούμαστε να εξερευνήσουμε τα σύνορα του εαυτού μας, τα όριά μας και των άλλων φυσικά, κυρίως ως το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και τι μπορούν να κάνουν υπό καθεστώς συνύπαρξης, αλληλοσεβασμού, ακόμα και σύγκρουσης.

Όπως διδάσκεται ένας πρωτοετής Κοινωνιολογίας, με την κοινωνικοποίηση το άτομο «καταπιέζει» κάποιες από τις επιθυμίες του, για να μπορέσει να υπάρξει κοινωνική ζωή. Ταυτόχρονα όμως, γίνεται μέρος ενός συνόλου με το οποίο μοιράζεται κοινές πεποιθήσεις, γλώσσα, ιστορία και παράδοση. Αποκτά την αίσθηση του «εμείς».

Ο νομικός και αρθρογράφος Ηλίας Φιλιππίδης έγραψε, πολύ εύστοχα καρά την άποψή μου, ότι «οι μεταπολεμικές γενεές του Δυτικού κόσμου εξαντλήσαμε τα τελευταία, όχι μόνο τα οικολογικά αλλά και τα οικονομικά, τα πολιτικά, ακόμη και τα πολιτισμικά και τα αξιακά περιθώρια του παγκόσμιου πολιτισμού και καλούμαστε τώρα να αναλογισθούμε την πορεία της ανθρωπότητας από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι σήμερα.

Το ζήτημα της συλλογικότητας έχει επανέλθει στην ιδιωτική και δημόσια συζήτηση. Τα άρματά του-κόμματα, πδοσφαιρικοί σύλλογοι, συνδικάτα-μοιάζουν πιο αδύναμα από ποτέ. Τα πρόσωπα των ανθρώπων φωτισμένα από τις μπλε οθόνες, η πίστη τους σε ένα καλύτερο αύριο απισχνωμένη, η εμπιστοσύνη τους στους άλλους ανθρώπους κάπως ξεκούρδιστη. Εξαιρέσεις, όπως η δυναμική Κοινωνική Κουζίνα «ο Άλλος Άνθρωπος» στην Αθήνα, αισθάνομαι πως επιβεβαιώνουν τον κανόνα της Μετα-Ατομικότητας στην οποία έχουμε μεταβεί για τα καλά ως ανθρωπότητα.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι ίδιος με τον άλλον. Όσο κι αν κοι καρδιές χτυπούν με τον ίδιο παλμό σε κάποια σημεία ενός βιβλίου που σιωηλά αναγιγνώσκουν, υπάρχουν τόσες αναγνώσεις, όσοι κι αναγνώστες. Ερωτευόμαστε όλες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Πονάμε, αλλά διαφορετικά. Ελπίζουμε, αλλά για αλλιώτικα πράγματα. Εκεί που μας ενώνει η κοινή μας μοίρα, των θνητών που έχουν επίγνωση του τέλους τους και προσπαθούν να ζήσουν όσο γίνεται καλύτερα, στο ίδιο ακριβώς σημείο μάς διαφοροποιεί η δεδομένη μας διαφορετικότητα. Όλους μάς γέννησε μία μητέρα, αλλά καθένας μας αυτό το βίωμα το μεταγλωττίζει αλλιώς.

Γι’ αυτό, κάποιοι γίνονται καλλιτέχνες, άλλοι επιστήμονες, τρίτοι τοξικοεξαρτώνται μην αντέχοντας το σκληρό περίβλημα του κόσμου και της ζωής τριγύρω. Και φυσικά, τα χρήματα, η κοινωνική τάξη, η προέλευση έχουν να παίξουν μεγάλο ρόλο.

Είναι γεγονός ότι σε μια μεγάλη συναυλία, θα συγκινηθούν στο αγαπημένο τους τραγούδι-που μπορεί να είναι το ίδιο!- ένας τραπεζίτης, μία προσφύγισσα και ένας γκραφιτάς, αλλά είναι πιθανό να κάθονται σε διαφορετικές θέσεις ή να έχουν άλλα επίπεδα ενέργειας και διαφορετικά αποθέματα έκφρασης συναισθημάτων.

Οι κοινές μας εμπειρίες μπορούν να αποτελέσουν ικανό δείκτη υπενθύμισης της Κοινής μας πορείας, αλλά χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ, να ανανεώσει ο καθένας και η καθεμία μας την προσωπική του επιθυμία να μοιραστεί τέτοιες εμπειρίες με το σύνολο, κομίζοντας φυσικά την πολυπλοκότητα της ξεχωριστής μας φύσης.

Αν όλες και όλοι οι άνθρωποι επί γης κλείσουμε συγχρόνως τα μάτια μας, δεν θα υπάρχει κόσμος. Όλες και όλοι μας, όμως, με τα μάτια κλειστά θα σκεφτόμαστε κάτι διαφορετικό, κάτι που μπορεί να αποτελεί κάλλιστα έναν κόσμο πολύ πιο μοναδικό και πλούσιο από εκείνον που μας φιλοξενεί, ως αλλόκοτους συγκατοίκους.