Μια κοπέλα ζωσμένη με τάματα εμφανίστηκε μια μέρα σε μια απογευματινή εκπομπή για τo στιλ.

Το στιλ είναι μια τέχνη. Είναι η ικανότητα να εκφράζεις το χάος της ζωής σου μέσα από υφάσματα, αντικείμενα, υφές και χρώματα. Από αυτήν την άποψη αυτή είναι μια από τις λίγες εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης που είναι αφιερωμένη στην τέχνη και την αισθητική. Βέβαια μόνο κοπέλες έχουν δικαίωμα συμμετοχής, οι άνδρες αποκλείονται. Το στιλ θεωρείται ‘άβατο’ για το ανδρικό φύλο, όπως το Άγιο Όρος για το γυναικείο.

Τα τάματα που φορούσε η διαγωνιζόμενη ήταν γλυπτικές πλάκες σε ασημί χρώμα. Διαχέονταν στο σώμα της σαν κολιέ, διακοσμητικά μοτίβα, accessories από ένα άλλο κόσμο. Μπορούσες να διακρίνεις μάτια, φυτά, σύμβολα. Θύμιζαν φολκ γκοθ και πάνω στο σώμα της άστραφταν σαν στολή clubbing, ένα μεταφυσικό κοστούμι νυχτερινής απόδρασης.

Έφαγε άγριο κράξιμο από την παρουσιάστρια, τις συν-διαγωνιζόμενες και τους επαγγελματίες της ομορφιάς, γιατί “προσβάλλει το χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα”. Κάνεις ιδιοποίηση της είπε η μοντέλα.Την έκραξαν ακριβώς όπως ο Βελόπουλος έκραξε -ως βλάσφημη-την παγκοσμιότητα της εικόνας της Παναγίας. Απαγορεύεται. Πως τολμάς να ταξιδεύεις μια ιδέα στον χρόνο και στον χώρο, να βάζεις ένα πολιτισμό μέσα σε ένα άλλο, να συνδέεις κουλτούρες που μοιάζουν ασύνδετες κι έτσι να παράγεις ένα μοντέρνο νόημα από τα ερείπια του παρελθόντος;

Η μια διαγωνιζόμενη άρχισε να κλαίει από το σοκ της αμαρτίας. Η παρουσιάστρια έκανε ιερά εξέταση σε ύφος θεολόγου- φιλολόγου (σε σχολείο της χούντας) και η μοντέλα – η ‘κομψή’ εξουσία του πάνελ -έβαλε τις φωνές σαν τη τσίμπησε σφίγγα. Ο γκέι σχεδιαστής μόδας συμμετέχει στο κράξιμο. Σε άλλη φάση θα εξυμνούσε τη Μαντόνα που κάποτε τραγούδησε με κομπινεζόν το Like a prayer μέσα σε μια εκκλησία. Ο φωτογράφος των περιοδικών που αγαπά τα ελευθεριακά 60ς συναινεί στο όνειδος.

Μπορεί η μόδα να έχει ακροδεξιό πρόσημο;

Αν ο Βελόπουλος μιλάει τη γλώσσα της ακροδεξιάς, οι ταλιμπάν της ψευδο-προόδου πολλές φορές μιλούν στη γλώσσα των δικαιωμάτων και της «ιδιοποίησης». Δεν επιτρέπεται να ερμηνεύεις, να ανακατεύεις, να αναδημιουργείς τις εικόνες των «άλλων πολιτισμων». Μιλούν δηλαδή τη γλώσσα της αμάθειας και της νεο-ευσέβειας. Κανείς δεν τους είπε ότι τα τάματα είναι από μόνα τους ανακάτεμα παραδόσεων. Ανατρέχουν σε παγανιστικές εικόνες, σε αναθηματικά έργα και αντικείμενα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας. Παραπέμπουν δηλαδή σε στοιχεία προ-χριστιανικής κουλτούρας που ο χριστιανισμός τα έντυσε στο στιλ του. Τα έκανε δικά του. Τα «ιδιοποιήθηκε». Όπως επίσης ιδιοποιήθηκε αρχιτεκτονικές παραδόσες, εικονογραφικά μοτίβα και τελετουργικές συνήθειες του παγανισμού, αφού κατέστρεψε τα μνημεία του.

Ένα κορίτσι που φοράει τάματα το βράδυ, δεν κλέβει «το νόημα τους». Το επιστρέφει στη ζώνη εμπειρίας που τα γέννησε. Τον παγανισμό του νυχτερινού καρναβαλιού. Παράγει ηθελημένα ή αθέλητα νέο νόημα και νέα ομορφιά. Είναι σαν να λέει: «Τώρα διασκεδάζω, αύριο χάνομαι, τώρα χορεύω, αύριο καίγομαι μέσα σε ένα τρένο. Ας κάνω το σώμα μου μια προσευχή. Σε θεούς που υπήρξαν και σε θεούς που δεν υπάρχουν ακόμα. Στο θεό της ξεγνοιασιάς, της ελπίδας και του παραλόγου.»

Έτσι ακριβώς ένα αντικείμενο γίνεται υποκείμενο της εσωτερικότητάς μας – γίνεται δηλαδή τέχνη. Που αλλού, αν όχι στην αισθητική έκφραση, στη μόδα, στη ζωγραφική, στο χορό, δικαιούμαστε να πλάθουμε νέες ιδέες για την ομορφιά αλλά και την αγριότητα. Και αυτή η διαδικασία μοιραία πολλές φορές είναι βέβηλη. Δημιουργεί καταστρέφοντας, παράγει κάτι άλλο (μέσα από το ίδιο). Να όμως που η βεβήλωση είναι προνόμιο της εξουσίας που δεσπόζει σαν καρικατούρα κύρους σε τηλεοπτικά πάνελ. Αν ο Βελόπουλος κυβερνά τη λούμπεν βουλή, οι έξπερτ της μόδας εκσυγχρονίζουν το στιλ του για το φιλότεχνο λαό.

Η ακροδεξιά γίνεται trendy στη μόδα, πριν κάνει την πασαρέλα της στις εκλογές.