Όσοι με γνωρίζουν καλά, -πολύ καλά όμως, κι αυτό έχει σημασία καθώς δεν είναι κάτι εμφανές- ξέρουν ότι εκτός από το να πίνω τζιν, να συχνάζω σε μπαρ και να ακούω post-punk και να διαβάζω λατινοαμερικάνικη ποίηση –ένα lifestyle που δεν ταιριάζει καθόλου με ένα αθλητικό προφίλ, απολαμβάνω πάρα πολύ το τρέξιμο, είτε στο κέντρο της πόλης, είτε στον διάδρομο κάποιου γυμναστηρίου, ή ακόμα σε μονοπάτια στη φύση –όταν βέβαια μου δίνεται η ευκαιρία.
Είναι αστείο να μιλάς γι’ αυτό σε ανθρώπους που δεν τρέχουν καθόλου ή που τρέχουν δέκα λεπτά για προθέρμανση στο γυμναστήριο αντιμετωπίζοντάς το ως αγγαρεία, και πιστέψτε με δεν το κατακρίνω καθόλου –been there, done that. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο χάσμα εδώ, και είναι δύσκολο να εξηγήσεις γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν πρόθυμα να περνούν ώρες ανεβοκατεβαίνοντας ορεινά μονοπάτια, ή να τρέχουν σαν ημίτρελοι στο κέντρο της πόλης, υπερπηδώντας ζαρντινιέρες, κάδους και άλλα εμπόδια, και να επιμένουν να τρέχουν σε πάρκα και διαδρόμους εκγύμνασης, παρά την προφανή σωματική δυσφορία που προκαλεί το γεγονός ότι πιέζεις το σώμα σου πολύ περισσότερο από αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν αποδεκτό ή ακόμα και υγιές. Πολλοί μάλιστα, όταν παραπονιέμαι για κούραση ή μυϊκούς πόνους, απαντάνε χιουμοριστικά «να, εγώ που δεν γυμνάζομαι δεν με πονάει τίποτα» ή «γιατί το κάνεις αυτό το πράγμα στον εαυτό σου;» Ωστόσο, εκείνοι που το κάνουν, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτό και το βρίσκουν συναρπαστικό, παρά, ή και εξαιτίας, του πόνου. Είναι τόσο σημαντικό στη ζωή τους, που γίνεται ζωτικής σημασίας, και πιστέψτε με, δεν υπερβάλλω καθόλου.
Όταν η «Μετακίνηση 6» μου έσωσε τη ζωή
Όταν στην περίοδο της «σκληρής» καραντίνας η σωματική άθληση ήταν εντός των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων («μετακίνηση 6»), άδραξα την ευκαιρία κι έτρεχα σχεδόν καθημερινά στο ευρύτερο ιστορικό κέντρο της πόλης, με αφετηρία το θησείο, ανηφόριζα την Αγίου Παύλου κατευθυνόμενη προς την Διονυσίου Αεροπαγίτου, έμπαινα στο Λόφο Φιλοπάππου για ένα γύρο, από εκεί προς το Καλλιμάρμαρο για μερικά χιλιόμετρα ακόμα, στον Εθνικό Κήπο για άλλους 2-3 γύρους, επιστρέφοντας στο σημείο αφετηρίας μέσω μιας όμορφης διαδρομής στην Πλάκα. Ανάμεσα στα γραφικά σοκάκια και τις ανθισμένες αυλές, άρχιζα να ρίχνω και τους ρυθμούς μου. Μια υπέροχη διαδρομή, ειδικά σε μια άδεια –εντελώς άδεια για την ακρίβεια Αθήνα. Που θαρρούσες πως ήταν ολόδική σου, φτιαγμένη γι’αυτόν τον σκοπό. Στα ενδιάμεσα έκανα στάσεις στα περίπτερα που έβρισκα στο δρόμο μου και αγόραζα ένα μπουκαλάκι νερό για την απαραίτητη ενυδάτωση.
Αλλά γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Γιατί ακριβώς δεν ικανοποιούσε αποκλειστικά την ανάγκη για άθληση, αλλά κάτι πιο ουσιώδες, που μάλλον έχει να κάνει με το πώς το τρέξιμο επηρεάζει την ψυχολογία μας γενικότερα, καθώς ήταν μια περίοδος δύσκολή λόγω της κοινωνικής απομόνωσης και της συνεπακόλουθης ψυχικής δυσφορίας. Η «domestic» διασκέδαση, τα βιβλία και τα videogames, το μαγείρεμα, τα origami, οι συμβουλές για «cocooning» και αυτοβελτίωση, πολύ σύντομα άρχισαν να μου φαίνονται ως μίζερες λύσεις. Κι έτσι το τρέξιμο ήταν για μένα ο τρόπος μου να την «παλέψω». Άλλωστε, οι ενδορφίνες που προκαλούνται κατά τη διαδικασία της άθλησης, είναι γνωστές για τα συναισθήματα ευφορίας, ηρεμίας, χαλάρωσης και ευεξίας που μπορούν να προκαλέσουν και συνήθως εκδηλώνονται έπειτα από δραστηριότητες όπως το τρέξιμο. Πιο απλά θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε ως φυσικά αναλγητικά, καθώς αλληλοεπιδρώντας με υποδοχείς οπιούχων στο σώμα, επιτρέπουν την απελευθέρωση περισσότερης ντοπαμίνης, γεγονός που μειώνει τη συνολική αίσθηση του πόνου. Και ειδικά το τρέξιμο παίρνει όλα τα εύσημα για τα υψηλότερα επίπεδα ενδορφινών.
Θα καταλάβετε ότι πράγματι λειτουργούν μόλις διαπιστώσετε τα ακόλουθα:
1. Καλύτερη διαχείριση του στρες
Οι ενδορφίνες μπορούν, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, να σας βοηθήσουν να διαχειριστείτε καλύτερα στρεσογόνους παράγοντες ενώ ταυτόχρονα βελτιώνουν τη διάθεσή σας.
2. Μειωμένα συμπτώματα κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής
Σειρά ερευνών έχει επισημάνει τη σύνδεση ανάμεσα στη φυσική δραστηριότητα και τη μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής.
3. Ενίσχυση της αυτοεκτίμησης
Τα θετικά συναισθήματα σας κάνουν επίσης να αισθάνεστε σιγουριά και αισιοδοξία, δίνοντας έτσι ένα ισχυρό «boost» και στην αυτοεκτίμησή σας.
Όταν λοιπόν μιλάω στους φίλους μου για τρέξιμο, τα κεφάλια κουνιούνται με δυσπιστία και σχεδόν περιφρόνηση και δυσπιστία. Οι άνθρωποι βέβαια τρέχουν για διάφορους λόγους. Φυσικά, όλοι θέλουμε να είμαστε σε φόρμα, και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το τρέξιμο για να παραμείνουμε σε φόρμα. Και είναι τόσο εύκολο, απλά βάλτε ένα ζευγάρι παπούτσια για τρέξιμο και ξεκινήστε. Χωρίς ποδήλατο, χωρίς πισίνα, χωρίς μπάρες και πάγκο γυμναστηρίου. Όμως για μένα, η φυσική κατάσταση είναι απλά συνεπακόλουθο, κι όχι ο στόχος. Στόχος είναι πρώτα και κύρια αυτό που ήδη ανέφερα, η ψυχική υγεία.
Ο πόνος ως μέρος της διαδικασίας
Ο πόνος έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία εδώ. Αποδεχόμαστε τον πόνο ως μέρος της διαδικασίας. Και ποια διαδικασία είναι αυτή; Λοιπόν, εδώ τα πράγματα ποικίλλουν λίγο. Μερικοί άνθρωποι τρέχουν για να ξορκίσουν τους εσωτερικούς τους δαίμονες, άλλοι για να βρουν ένα επίπεδο γαλήνης και ηρεμίας που δύσκολα είναι εφικτό στην καθημερινότητα της πολυάσχολης ζωής μας, ενώ κάποιοι άλλοι θέλουν να συνδεθούν ενστικτωδώς με τη Φύση μέσω μιας πεζοπορίας ή σε ένα ορεινό μονοπάτι.
Σίγουρα υπάρχει κάτι βαθιά αρχέγονο στο τρέξιμο στο δάσος, στην έρημο, στις κοιλάδες και στις κορυφογραμμές των βουνών, δίπλα από ποτάμια και τις λίμνες, κάτι που ο δημοσιογράφος και συγγραφέας (και υπερ-δρομέας) Christopher McDougall αποτύπωσε στο βιβλίο του Born to Run. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, εξελιχθήκαμε για να το κάνουμε, καθώς είμαστε δίποδοι πίθηκοι με ιδρωτοποιούς αδένες, έναν φονικό συνδυασμό για το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων. Αλλά τα έχουμε ξεχάσει όλα αυτά, καθώς περιχαρακωθήκαμε στις αστικές ζούγκλες της σύγχρονης ζωής.
Ως αποτέλεσμα, χάσαμε την επαφή με την εσωτερική μας ουσία, καθώς η προσοχή μας αποσπάται συνεχώς από την επίμονη έλξη από οθόνες και φώτα που αναβοσβήνουν, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του θορύβου. Και είναι γεγονός, υπάρχει τόσος πολύς θόρυβος εκεί έξω.
Ζώντας στην Αθήνα, όμως, είναι σίγουρα δύσκολο να τρέχεις πλάι σε λίμνες και ρυάκια. Μια καλή λύση είναι βέβαια τα μεγάλα πάρκα και οι λόφοι, κι έχω να σαν προτείνω μερικά όπως είναι ο Λόφος του Φιλοπάππου στο κέντρο, το Πεδιον του Άρεως, ο Λυκαβηττός, ο Εθνικός Κήπος, και πέρα το κέντρο, το Άλσος Παγκρατίου, το Αττικό Άλσος, το Άλσος Βεΐκου, το Αθλητικό Κέντρο Χαϊδαρίου, το Πάρκο Τρίτση, η Πλατεία Νερού, το ΣΕΦ, ο Άγιος Κοσμάς, η Φιλοθέη και το Καβούρι, είναι μερικές μόνο από τις πιο προσβάσιμες λύσεις που έχει ένας Αθηναίος.
Σε ένα ενστικτώδες επίπεδο
Πριν από περίπου 6-7 χρόνια, όταν έμενα στη Θεσσαλονίκη κάτι έσπασε. Άρχισα να τρέχω μεγαλύτερες αποστάσεις, να βγαίνω περισσότερο έξω, αρχικά στη Νέα Παραλία, που από τις πρώτες μέρες γκρεμοτσακίστηκα σκουντουφλώντας σε μια προεξοχή του ντεκ. Πραγματικά δεν ήταν εύκολο ή ευχάριστο. Κάποιοι φίλοι που ασχολούνταν με αυτό, μου έδωσαν την επιπλέον ώθηση που χρειαζόμουν, μαζί με κάποιες πρακτικές συμβουλές που αφορούσαν τις αναπνοές, κάποιες τεχνικές, προτεινόμενες διαδρομές, αλλά και την διαδικασία της αποθεραπείας. Με τον καιρό, το τρέξιμο έγινε κάτι διαφορετικό, περισσότερο τρόπος ζωής παρά αγγαρεία. Μέσα από τον πόνο, τον ιδρώτα και τις μελανιές, ανακάλυψα τι έλειπε από τη ζωή μου. Αυτό ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το να πάω για πεζοπορία στο δάσος. Αυτό ήταν μια ολοκλήρωση, μια διαδικασία να γίνουμε ένα με την πρωταρχική μας ανάγκη που μου προκαλούσε μια ενδόμυχη χαρά και ανακούφιση από όλα όσα με βάραιναν –σημαντικά ή ασήμαντα.
Μέσα από τον πόνο, την ταλαιπωρία και, ναι, τις εκρηκτικές στιγμές χαράς που είναι αναπόφευκτες σε τέτοιες αναζητήσεις ένιωσα μια αφύπνιση, μια σύνδεση με κομμάτια του εαυτού μου που δεν ήξερα καν ότι είχα. Το σώμα μας, έμαθα, μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι μας αφήνει να πιστέψουμε το μυαλό μας. Όταν είσαι εκεί έξω, μετά από τα πρώτα 7 χιλιόμετρα, και τα πόδια σου αρχίζουν να πονάνε, ο εγκέφαλός σου αρχίζει να σου δίνει σήμα να σταματήσεις. Αλλά με την κατάλληλη πρόσληψη θερμίδων, νερού και ηλεκτρολυτών μπορείτε (μετά από χρόνια προπόνησης) να αντέξετε το ψυχικό μαρτύριο και να πείτε στο μυαλό σας να το βουλώσει. Ως επί το πλείστον λειτουργεί.
Κάποια στιγμή, καθώς τα χιλιόμετρα συσσωρεύονται, η επιδίωξη της αντοχής γίνεται επιδίωξη αυτο-υπερβατικότητας. Το τρέξιμο μας μιλάει άμεσα για τη θνητότητά μας. Εκθέτοντας τη σωματική μας ευθραυστότητα, γίνεται μια πράξη εξέγερσης, μια κραυγή ενάντια στο πέρασμα του χρόνου και την αναπόφευκτη φθορά.
Το τρέξιμο είναι, πιστεύω, η ενσάρκωση των διάσημων στίχων του Ουαλού ποιητή Dylan Thomas:
«Αβρός μην μπαίνεις σ’ αυτή την καλή νύχτα,
Το γήρας πρέπει να φλέγεται και να οργίζεται καθώς η μέρα πέφτει
Οργίσου, οργίσου ενάντια στου φωτός τον θάνατο».