Στην ερώτηση του δημοσιογράφου Γιώργου Πουλόπουλου και στο πλαίσιο της εκπομπής της Κατερίνας Καινούργιου, αν η Μαρίνα Σάττι θεωρεί ότι η αισθητική του unplugged βιντεοκλίπ της με έναν μισοτελειωμένο φραπέ μπροστά της και τις πλαστικές καρέκλες αντικατοπτρίζει τη σημερινή Ελλάδα, η τραγουδίστρια απάντησε κάτι που έμελλε να γίνει το viral των ημερών: «Εγώ πιστεύω ότι είναι η Ελλάδα αυτή, έτσι και αλλιώς δεν νομίζω ότι παραποιήσαμε ή αλλοιώσαμε κάτι από την πραγματικότητα. Αυτό το σπίτι είναι μιας κυρίας στο Περιστέρι που έχει αυλή. Φέραμε κάποια πράγματα να φάμε και να πιούμε, και να παίξουμε με τους φίλους μας, τους μουσικούς. Δεν νομίζω ότι κάτι από αυτό που δείξαμε δεν είναι αληθινό, τουλάχιστον στη ζωή και το lifestyle που ζω εγώ».

Τέτοιος χαμός με ελληνικό τραγούδι για Eurovision προτού παίξει στην Eurovision δεν ξέρει κανείς μας αν έχει ξανασυμβεί. Και μάλιστα, με το δεδομένο ότι ο θεσμός έχει ξεπέσει στα μάτια όλων και έχει αναχθεί σε ένα άτυπο “πανηγύρι” όπως συνηθίζεται να λέγεται -κάτι με το οποίο διαφωνώ κάθετα, μιας που τα αυθεντικά, παραδοσιακά πανηγύρια έχουν δεδομένη αίγλη, αισθητική και νόημα. Το “Ζάρι” της Σάττι και της ομάδας της γεννήθηκε για να κάνει σουξέ με τους όρους της εποχής: να συζητηθεί, να ενοχλήσει, να κοινοποιηθεί, να κοροϊδευθεί, να γίνει κόλλημα, έως και ενόχληση. Να “περάσει” στην πλατεία, που λέμε και στο θέατρο, να ξεσηκώσει αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Η ίδια η Σάττι σχολίασε θετικά κάτω από το βίντεο του τύπου που έπαιξε την μουσική από το Ζάρι σε πιάνο, αποκαλύπτοντας τις χατζιδακικές και μελωδικές της προεκτάσεις, αν απομονωθεί από την συνολική παραγωγή που το ανάγει σε κομμάτι σύγχρονο, ΤikΤok-ίστικο και wanna be κόλλημα στ’ αυτιά της νεότερης γενιάς.

Η Μαρίνα Σάττι έγινε η ηρωίδα και η αντι-ηρωίδα των ημερών, της φετινής άνοιξης. Η νέα, η επιδραστική, η φωνάρα, η καλλιτεχνάρα, η Ροζαλία της Ελλάδας, η μπήξε, η δείξε. Το μέσο χρονολόγιο Facebook είχε απόψεις, διαφωνίες και επευφημίες από κάθε πιθανό σχολιαστή: από τους εστέτ μανικετοκουμπίσιους φίλους μας, μέχρι τις σλατίνες πρώην των αδερφών μας. Γέλασα πολύ όταν διέγνωσα “προσπάθεια εναγκαλισμού των ακατανόητων νιάτων” από κάτι απρόσμενα προφίλ. Γέλασα περισσότερο όταν νεότερα άτομα, που είχα στο μυαλό μου για προχώ και για “ανοιχτά μυαλά”, τα έβαλαν με την επιλογή της Σάττι. Η κυρίαρχη αίσθηση, κατά την άποψή μου, όπως αυτή έχει πλέον διαμορφωθεί, τώρα που κρύωσε κάπως η σούπα (ζήτω το slow journalism) είναι ότι το “Ζάρι” είναι ένα κομμάτι με χαρακτήρα, που μάλιστα μάς έχει κολλήσει και κάπως στο μυαλό, στην τελική καταλάβαμε ότι έχει την φάση του, την πλάκα του.

Μα ποια νομίζει, επιτέλους, πως είναι η Μαρίνα Σάττι;

Στις μέρες μας, η μουσική και οι μουσικοί δεν είναι απλώς μουσική και μουσικοί -τουλάχιστον οι του mainstream τερέν. Η μουσική είναι ένα απλώς κυρίαρχο κομμάτι μιας συνολικής παρουσίας, ενός παλλόμενου καλλιτεχνικού installation που συμπληρώνεται από εικόνα, παρουσία στα social, γενικότερη πολιτική άποψη, επιλογή ντυσίματος, συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες και ούτω καθεξής. Η Σάττι μάς έδειξε ποια είναι στο corpus της με την πρόσφατη ολοκληρωμένη δουλειά της, το άλμπουμ της ονόματι “Γέννα” ή ορθότερα “Yenna”, το οποίο έβγαλε και μερικά σουξέ. Η Μαρίνα ανακάτεψε στην χοάνη της τις επιρροές της, τίμησε την ελληνική παράδοση, τις φωνητικές της δυνατότητες, αλλά και μια meta σημερινή αισθητική που αντλεί άφθονα υλικά από ένα παρελθόν μέχρι προσφάτως απωθημένο ή παρεξηγημένο: οι Ρομά, οι καρότσες, οι αλητείες των νεαρών αγοριών, οι μαζώξεις των γυναικών στις κουζίνες, η πλαστική καρέκλα, τα σεμέ στα σπίτια. Δηλαδή, η Σάττι δεν ανακατασκευάζει το σημερινό κλίμα με όρους IKEA, Neon λαμπάκια, φασαιότητα και urban nostalgia, αλλά θαρραλέα και ίσως και λίγο ακαλαίσθητα καμιά φορά το τουμπάρει και θυμίζει σε όλες και όλους μας βροντερά ότι είναι μια καλλιτέχνιδα με έδρα την Ελλάδα, ότι θέλει (πολύ πριν την Eurovision) να εκπροσωπήσει την Ελλάδα, και για να το κάνει πρέπει να την κατανοήσει, και για να την κατανοήσει πρέπει να την αναλύσει, να την πιάσει κομμάτι κομμάτι, να την διυλίσει και από το δικό της πρίσμα. Και η Ελλάδα είναι ένα πράγμα συμπλεγματικό, ερωτικά μπερδεμένο, βαλκανομεσογειακό, έχει κιτς, έχει elegance, έχει παράδοση ορμητική που αξίζει νέες αγκαλιές, έχει λουμπεναρία, έχει “υπαιθριότητα” με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ήλιος, φως, μόχθο, ρυτιδιασμένα πρόσωπα. Δεν μπορώ να μην ταράζομαι κάθε φορά που σκέφτομαι το FLABOURO, ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, μια τηγανιά από εικόνες και μυρωδιές που σε χορταίνει με το που την βλέπεις και την ακούς. Μιλώ γι’ αυτό εδώ:

Ποια είναι η Μαρίνα Σάττι και γιατί τα κάνει όλα αυτά; Αυτό με ενδιαφέρει πολύ, σε δημοσιογραφικό επίπεδο. Για μένα, η Σάττι είναι για την ελληνική μουσική ό,τι υπήρξε ο Λάνθιμος για όποιο weird και τελικά, ελληνόφωνο, αυτόφωτο, προσωπικό σινεμά της εποχής μετά το 2000. Ναι, και άλλοι (ίσως και καλύτερα!) έχουν σκεφτεί και αισθανθεί την σύνδεση της παράδοσης με το “γύφτικο” τραγούδι, τους μπάλκαν ρυθμούς με το πεντοζάλι, την αθηνολαγνεία με την αθηνοφοβία, την εξύμνηση της ελληνικής επαρχίας με σύγχρονο και απογυμνωμένο βλέμμα, όχι υποκριτικά και σοβαροφανώς, ναι, ναι, ναι, αλλά η Σάττι πέταξε κεφάλι. Την Σάττι μάθαμε.

Ο φραπές μπορεί να μην είναι σύμβολο της Αθήνας -θου, Κύριε, εδώ μερικά μαγαζιά που εστετικοποίησαν τις φτωχές, βρόμικες γειτονιές μας δεν προσφέρουν ούτε ελληνικό/τούρκικο/αραβικό καφέ!- αλλά παραμένει το σύμβολο της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι μια γιγάντια, παραμελημένη επαρχία, γεμάτη κάμπους και βουνά, γεμάτη καφενεία και σπιτικά στα οποία μπαίνει η Ελένη Μενεγάκη και τα σήριαλ, δεν μπαίνει (ούτε μπήκε και ποτέ) ο Σεφέρης, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και η Κατίνα Παξινού. Αυτά τα σύμβολα εθνικού πολιτιστικού πλούτου είναι ψιλά γράμματα για πολλούς από τους Έλληνες και ελληνόφωνους πολίτες αυτή τη στιγμή και εδώ και χρόνια δηλαδή. Η Σάττι μοιάζει να απευθύνεται σε εμάς τους “άλλους” που ξέρουμε και τι είναι ο Μπέργκμαν ρε παιδί μου, άρα μπορούμε να πιάσουμε την λεπτή ειρωνία της προσέγγισής της στα πράγματα. Γιατί υφίσταται αυτή η λεπτή ειρωνία -ξέρει πολύ καλά η Μαρίνα ότι η φάση δεν παίζεται πια στις λαϊκές μαζώξεις με τα μπριζολίδια στα τραπέζια, αλλά στο Internet. Ξέρει επίσης ότι οι τύποι τους οποίους δείχνει και γιορτάζει και αποκαλύπτει αγαπητικά στα βίντεο κλιπ της είναι άνθρωποι που ακούνε Χαρά Βέρρα, Μάκη Τσίκο και Θέμη Αδαμαντίδη (μάλλον), όχι καλλιτέχνες που το Spotify προτείνει κάτω από τη μουσική της Σάττι.

Ναι, είναι επανεισαγμένη η αξία της πλαστικής καρέκλας και του φραπέ, διότι τα φοιτητούδια φρέντο εσπρέσο πίνουν και τα σπιτάκια τους έχουν σκαμπώ και μαξιλάρες, κεριά και ονειροπαγίδες, να μιμηθούν όσο πιο φτηνά γίνεται το δανέζικο hygge και την αρμονική, μίνιμαλ σκανδιναβίλα, συνώνυμη πια της υψηλής αισθητικής. Η Σάττι κάνει κουλ τα ελληνικά μας λάθη και πάθη. Σου λέει «είσαι μια χαρά τυπάκι αν έχει πλαστική καρέκλα στο μπαλκόνι», σου λέει «μη σκας, όλοι έχουν νες στο σπίτι για να πιουν φραπέ μετά το μπάνιο στην παραλία το καλοκαίρι», η Σάττι όπως οι αληθινά επιδραστικές προσωπικότητες μπορεί να κάνει κουλ ό,τι θέλει, αρκεί να το φορέσει, να το πει, να το δείξει. Έχουν παλέψει και συνεχίζουν χρόνια θεατράνθρωποι, συγγραφείς, εικαστικοί να μιλήσουν αυτή τη γλώσσα. Οι “Σφήκες” της Κιτσοπούλου (συνεργάτιδα της Σάττι, διόλου τυχαία) ήταν μια δουλειά ενταγμένη σε αυτήν ακριβώς τη λογική, τύπου «ανοίχτε τα μάτια σας/έτσι ζούμε/εδώ ζούμε/αυτοί είμαστε», αδιαφορώντας φυσικά για τις φωνές που υψώνονται ζητώντας να δικαιωθούν οι εξαιρέσεις στους κανόνες. Όπως εγώ παλιότερα που τσαντιζόμουν με τον Οικονομίδη γιατί δε μεγάλωσα με πατέρα θεριακλή που βρίζει και ουρλιάζει όλη μέρα, μέχρι που μεγάλωσα, κυκλοφόρησα και είδα εκατό έλληνες μπάρμπες οι οποίοι, στη light εκδοχή τους, φέρονται όπως οι ήρωες των ταινιών του Οικονομίδη. Και το βούλωσα.

Το δικαίωμά μας να αγαπάμε την πρόοδο (ναι, ο εσπρέσο είναι καλύτερης ποιότητας καφές από τον φραπέ), να θαυμάζουμε πράγματα που εισάγονται από την Δύση μια ζωή, ναι, αυτό είναι αναντίρρητο. Απλώς, εδώ που φτάσαμε, κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά, δεν βρίσκω καθόλου δυσάρεστο να πατήσουμε σε νέες βάσεις για να αυτοκατανοηθούμε -νομίζω πως αυτό γουστάρει και η Μαρίνα. Να αγκαλιάσουμε τις απολήξεις του εθνικού μας στιλ. Μαζί με τα ρεμπέτικα, έχουμε και τα πανηγυριώτικα, τα σκυλάδικα, τα ποπάκια. Μαζί με τα bio εστιατόρια με τα θολά κρασιά, στέκει η ρετσίνα ακλόνητη κι ο τσίρος μάς καίει τον ουρανίσκο απ’ τ’ αλάτι. Φωνές του παρελθόντος γάργαρες μπορούν κάλλιστα να παντρευτούν με την ηλεκτρονική, τραπ αισθητική και αυτό δε χρειάζεται να μας φοβίζει. Κάποτε, φόβιζε τους δυτικολάτρεις ο Καραγκιόζης, γράφονταν ολόκληροι λίβελλοι εναντίον των καραγκιοζοπαιχτών -θύμιζε σε ανθρώπους το τούρκικο παρελθόν, παρόν, μέλλον. Πάλι, η Σάττι, ως άλλος Καραγκιόζης, ενοχλεί ορισμένους για αντίστοιχους λόγους. Εμείς, οι όμορφοι μπάσταρδοι του πλανήτη (όπως και αρκετοί άλλοι λαοί) δε λέμε να δούμε κατάματα το είδωλό μας και να ξεπεράσουμε την εθνική μας εφηβεία. Δε λέμε να υπερηφανευθούμε για τα δικά μας, πραγματικά δικά μας, κατορθώματα (και ουχί των αρχαίων Ελλήνων) και να τα εξαγάγουμε, να τα λατρέψουμε πρώτα εμείς και, στη συνέχεια, να τα φτάσουμε ως την άκρη του κόσμου. Καταδεχόμαστε ακόμα προκάτ τηγανιτή πατάτα σε τουριστικά ταβερνάκια των νησιών και καταδεχόμαστε να μας έχουν καρπωθεί τα φασισταριά την ελληνικότητα, την ελληνοπρέπεια, την παράδοσή μας, τη σημαία, τα εμβλήματα, τα πάντα όλα μας -ενώ κάλλιστα μπορούμε να τα φέρουμε στο σήμερα, όχι ως διαχωριστικά με άλλους ανθρώπους πλέγματα, αλλά ως ενωτικά, ως ενδείξεις διαφορετικότητας υπερήφανης, που θέλει να αγκαλιάσει και να αγκαλιαστεί από άλλες ενδιαφέρουσες διαφορετικότητες: την Αλβανία, τη Νότιο Αφρική, τη Βενεζουέλα. Στο τέλος της ανάλυσης, αποκαλύπτονται εκπληκτικά κοινά σημεία ανάμεσα στην τέχνη των φτωχών, κατατρεγμένων λαών, όπως ας πούμε είναι κι ο δικός μας, ο ελληνικός.

Η Ακρόπολη στο “Ζάρι” της Σάττι κοτσάρεται ως αφορμή ενότητας -όλοι παραδεχόμαστε ότι είναι θεσπέσια, ότι είναι αριστουργηματική. Αλλά, το σουβλάκι κι ο φραπές είναι επίσης εθνικά σύμβολα, για τα οποία δεν πρέπει να χασκογελάμε, μισοντροπαλά, μισοειρωνικά. Είναι και αυτά οι γαμημένες μας, νεότερες, πιο καθημερινής χρήσης και σημασίας ακροπόλεις. Εμπρός, να φτιάξουμε κι άλλες, εμπρός να διαμορφώσουμε την ελληνικότητα που θέλουμε και να μην την αφήσουμε βορά στους καλλιτέχνες της παραλίας. Κι αυτό, μην φανταστείτε, είναι μια πρόχειρη, επιφανειακή ανάλυση. Μια μικρή αμπελοφιλοσοφία, αν προτιμάτε. Πράγμα επίσης βαθιά ελληνικό, για το οποίο με λες και υπερήφανη. Προσωπικά.