«Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά από τα σπίτια τους». Ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου καρφώνεται σαν πρόκα στον νου στο άκουσμα του εγκλήματος στην Καβάλα. Το κίνητρο στις περιπτώσεις πατρικής ανθρωποκτονίας -βάσει των σχετικών μελετών- είναι συνήθως η επικείμενη διάλυση της οικογένειας και ο πραγματικός στόχος είναι η συναισθηματική επίθεση στην μητέρα.

Ο 56χρονος φέρεται να σκότωσε με κυνηγετικό όπλο το ενός έτους παιδί του και αμέσως μετά την 30χρονη μητέρα. Στην συνέχεια έβαλε τέλος στη ζωή του, αφού προηγουμένως είχε ειδοποιήσει ένα συγγενή του να φτάσει στο σημείο του εγκλήματος, μπροστά στην καλύβα του στάβλου.

Ο τρόπος που θα υπάρξει ένα παιδί στον κόσμο, έχει σχέση με το ποιοι είναι ο γεννήτορες του ή οι φροντιστές του  του και με τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται την ύπαρξή του μέσα στην οικογένεια. Είτε παραμένουν μαζί ως ζευγάρι, είτε όχι.

Το έγκλημα στην Καβάλα, αναδεικνύει την επικράτηση της νοσηρότητας έναντι της πατρικής αγάπης και μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα μεγάλο κενό στην κοινωνική μας οργάνωση. Για να μεγαλώσει ένα παιδί χρειάζεται αγάπη, ψυχικά υγιείς  κηδεμόνες και ένα οργανωμένο κοινωνικό σύστημα. Οι άνθρωποι γίνονται γονείς μέσα από το σύμπτωμα και τη φαντασίωση της. Ο ψυχισμός τους δηλαδή φέρει εγγραφές από τις επιθυμίες και τα τραύματα της οικογένειας μέσα στην οποία μεγάλωσαν οι ίδιοι.  Αν δεν υπάρχουν οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υγείας,  δηλαδή ένα κράτος, προτού δράσει παρεμβατικά, να είναι ικανό να δράσει προληπτικά, τότε τα παιδιά θα βρίσκονται αποκλειστικά στο έλεος των  φροντιστών τους.

Ο 56χρονος, μετά την παιδοκτονία και τη γυναικοκτονία έστρεψε την καραμπίνα πάνω του. Οι άνθρωποι που ασκούν βία σε ένα παιδί, την ασκούν πρωτίστως σε ένα μέρος του εαυτό τους που τους είναι ανυπόφορο. Κι όταν θανατώνουν ένα παιδί, σκοτώνουν ένα μέρος του εαυτό τους.  Τα ανεξέλεγκτα ένστικτα που εμφανίζει ένας ενήλικας σχετίζονται σχεδόν πάντα με κάποιο πρώιμο τραύμα του . Όταν, όμως,  ένα βρέφος καταλήγει νεκρό κάτω από μία μονόκαννη καραμπίνα, η υπόθεση δεν κλείνει με την τιμωρία του δράστη.  Ούτε με το ψυχογάφημα του.

Γιατί η Ελλάδα δεν προστατεύει τα παιδιά της ενώ γνωρίζουμε τις σκοτεινές πλευρές της μητρότητας και της πατρότητας ;

Ο μοναδικός τρόπος για να προλάβουμε το κακό, είναι- σύμφωνα με τους ειδικούς- η αναγνώριση, η επεξεργασία και φροντίδα της σκοτεινής πλευράς της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα από δομές ψυχικής υγείας ενσωματωμένες στην κοινότητα  και υπηρεσίες, ικανές να ανιχνεύσουν ψυχολογικές ή ψυχιατρικές δυσκολίες σε ένα γονιό που είτε δεν αντέχει το παιδί του, είτε το  εργαλειοποιεί.

Ο 56χρονος φοβόταν πως η 30χρονη θα του πάρει το παιδί και θα φύγει στη Γερμανία απ’ όπου προερχόταν. Πριν από δυο ημέρες είχαν βρεθεί  δικαστήριο για την επιμέλεια του βρέφους ενώ από το καλοκαίρι βρίσκονταν σε διάσταση. Η γυναίκα φοβόταν για τη ζωή της. Γι’ αυτό και προτού πάει στο ραντεβού του θανάτου της, είχε ζητήσει από μια γειτόνισσα να την καλεί κάθε δύο ώρες.

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους ψυχοπαθολογικούς παράγοντες όταν μιλάμε για ένα έγκλημα. Ούτε μπορούμε όμως να μένουμε στη δαιμονοποίηση αποκλειστικά των θυτών και να μη δείχνουμε καμία διάθεση να μελετήσουμε το «συμβάν» μέσα στην κοινωνική του πραγματικότητα. Όπως δεν μπορούμε να αγνοούμε το κοινωνικό-πολιτισμικό  πλαίσιο του εκάστοτε τόπου όπου συμβαίνει κάτι. Στην Ελλάδα οι  γυναίκες πεθαίνουν ακόμα  και σήμερα όταν δεν συμβαδίζουν με τον κοινωνικά προκαθορισμένο ρόλο τους. Το ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο τρέφεται από το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και αυτός ο φαύλος κύκλος βίας δεν σπάει. Αντιθέτως επεκτείνεται και στα παιδιά που μπαίνουν στη «θέση αντικειμένου».

Κανένας δεν μπορεί να τα απομακρύνει από τον «ιδιοκτήτη» τους. Καλύτερα νεκρά, παρά ζωντανά και όχι «δικά τους». Ο άντρας μέσα από τον αφανισμό του «αδύναμου άλλου» γίνεται φορέας απόλυτης εξουσίας πάνω στη γυναίκα και στο παιδί που νιώθει πως του «διαφεύγουν». Σύμφωνα με τα στοιχεία μίας έκθεσης από το 2010 έως και το 2019 οι καταγγελίες για εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας τετραπλασιάστηκαν. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε ραγδαία αύξηση  και των γυναικοκτονιών.

Συμπέρασμα; Οι γυναίκες, μαζί με τα παιδιά τους δολοφονούνται ακόμα και σε μια μετανεωτερική κοινωνία όταν αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το κακοποιητικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν. Γιατί η κοινωνική οργάνωση της αγάπης συνεχίζει να ενισχύει την εξουσία των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Αν δεν ξεριζωθεί αυτή τη ιδιοκτησιακή πρακτική, τίποτα δεν θα σταματήσει.