Πριν λίγο καιρό, μια ημέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς, ξύπνησα και ήμουν χάλια. Ψυχολογικά και σωματικά. Δεν είχα διάθεση να κάνω το οτιδήποτε. Ούτε καν να μετακινηθώ από το κρεβάτι στον καναπέ μου, που λέει ο λόγος.

Λίγο κάτι προσωπικά προβλήματα, λίγο ένα οικογενειακό θέμα υγείας, λίγο η δική μου ανεργία, όλα αυτά με έκαναν να ασφυκτιώ μέσα σε ένα σπίτι μόνος μου και να νιώθω ότι με πλακώνουν οι τοίχοι.

Γύρω στη μια το μεσημέρι, πήγα στο ψυγείο μου. Το άνοιξα να δω τι θα μαγειρέψω. Βρήκα κάτι φρέσκα (αλλά πλέον χαλασμένα και πολυκαιρίτικα) μανιτάρια, αλλά και πάλι, πες τα έκανα, με τι να τα συνοδέψω; Μακαρόνια δεν είχα. Και οι τρεις τελευταίες πατάτες που βρήκα στα σακούλα κάτω από το νεροχύτη είχαν πρασινίσει και είχαν βγάλει φύτρες που έμοιαζαν με οπτικές ίνες.

«Δεν γαμιέται, θα παραγγείλω απ’ έξω», σκέφτηκα και μέσα σε πέντε λεπτά είχα ήδη κάνει την παραγγελία μου.

Όση ώρα περίμενα να έρθουν τα σουβλάκια, η βροχή συνέχιζε να πέφτει – στρέιτ θρου, που έλεγε και ο Μποστ – και άρχισα να χαζεύω το newsfeed του Facebook.

Έπεσα σε μια. Κατόπιν σε δυο. Και μετά σε τρίτη διαδοχική ανάρτηση από χρήστες που ανέφεραν με πηχυαίους τίτλους και μια άκρως επιθετική, επιτατική διάθεση: «ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΒΡΕΧΕΙ ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΓΕΛΝΟΥΜΕ ΑΠ’ ΕΞΩ. ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ».

Όχι παραίνεση. Ούτε καν συμβουλή. Ρητή εντολή: ΜΗΝ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΕΙΣ ΑΠ’ ΕΞΩ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΒΡΕΧΕΙ.

Έκλεισα νευριασμένος την οθόνη του λάπτοπ μου και έσπευσα να ανοίξω την πόρτα, καθώς ο αλλοδαπός διανομέας είχε φέρει την παραγγελία μου.

«Βρέχει πολύ, ε;», τον ρώτησα.

«Χαμός φίλος», μου απάντησε λακωνικά με τα σπαστά ελληνικά του, «είναι 7 ευρώ και 60 λεπτά», συνέχισε και μου έδωσε στο χέρι την σακούλα με τα σουβλάκια.

«Αν δεν έχεις άλλες παραγγελίες να δώσεις, άραξε για λίγο στην σκεπασμένη πυλωτή μέχρι να σταματήσει η πολλή βροχή», του είπα δίνοντας του τα χρήματα συν ένα γερό φιλοδώρημα και ο ίδιος αποχώρησε μουσκεμένος μεν, φανερά ευχαριστημένος δε από τα λίγα αυτά λόγια που ανταλλάξαμε.

 

Η τυραννία της «απόλυτης αρετής»

Ο πολιτειολόγος και φιλόσοφος Ελίας Κανέτι (Elias Canetti) στην μελέτη του «Μάζα και Εξουσία» [Masse und Macht] από το 1960, υποστηρίζει ότι τα δυο κυρίαρχα δικτατορικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα, ο ναζισμός και ο σταλινισμός, «είχαν για κοινά τους δύο εξαιρετικά καθοριστικά σημεία, δηλαδή την ασφάλεια των μαζών και τη λαχτάρα για απόλυτη αγνότητα».

Κατά τον Κανέτι, η «μάζα», ως πολιτικοκοινωνική έννοια, «προκύπτει από την ανάγκη του μοναχικού ατόμου να συνταιριάξει σχεδόν απολύτως με τους γύρω του». Αλλά καθώς η άποψή του δεν μπορεί να ακουστεί μέσα σε έναν ορυμαγδό διαφορετικών φωνών, καταφέρνει τελικά και κυριαρχεί σχεδόν υποτακτικά ή (και) με υποτέλεια, μέσω της μάζας αυτής που εκφράζεται από κοινού με μία φωνή –που μπορεί καν να μην είναι η πιο σωστή ή η ορθή.

Η μάζα, σύμφωνα με τον Κανέτι, «θεωρεί ότι είναι απόλυτα άσπιλη, έχοντας φτάσει στο ύψιστο, στο ανώτατο επίπεδο της αρετής. Συνεπώς, ένας από τους στόχους της μάζας είναι να κυνηγήσει, να συνετίσει και να επαναφέρει στον σωστό δρόμο όλους όσοι δεν είναι επαρκώς ενάρετοι».

Το βιβλίο του γερμανού φιλοσόφου – «το πιο διορατικό βιβλίο για την κρίση της Δύσης κατά τα τελευταία εκατό χρόνια», σύμφωνα με τον γνωστό αμερικανό συγγραφέα και δημοσιογράφο Robert Kaplan [Ρόμπερτ Κάπλαν] – δυστυχώς αποδείχθηκε προφητικό ως προς τον κομβικά (ολοένα και πιο) ενοχλητικό ρόλο των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, του Facebook, του Instagram και του Twitter.

Γιατί αυτή την στιγμή βιώνουμε ακριβώς αυτό: μια ιδιότυπη ψηφιακή «δικτατορία», μια «τυραννία της μάζας» που καταστρέφει κάθε έκφραση ατομικισμού και προσωπικής επιλογής.

Θέλω να παραγγείλω να φάω σε μια βροχερή ημέρα; Θα παραγγείλω και θα φάω.

Θα σταματήσω να ζω την διαδικτυακή μου ζωή σαν να ευρίσκομαι διαρκώς μπροστά σε μια Ιερά Εξέταση που κρίνει αυστηρά κάθε μου πράξη ή παράλειψη, σαν κάθε μου κίνηση να μπαίνει κάτω από το αόρατο μικροσκόπιο των απανταχού Ιγνάτιων Λογιόλα του Facebook, οι οποίοι μου μεταφέρουν τις δικές τους τύψεις   –ενοχές που ουδέποτε ζήτησα ευρισκόμενος μέσα σε αυτό το διαδικτυακό περιβάλλον και, σίγουρα, δεν είμαι διατεθειμένος να επωμιστώ.

Και, όπως λέει και το σπουδαίο λαϊκό τραγούδι, «επιτέλους θα πάψω να αυτοτιμωρούμαι που δεν μπόρεσα να είμαι αυτό που ήθελαν» (κάποιοι και κάποιες).

«Συνετιστείτε, γιατί ερχόμαστε»

Και για μισό, για να καταλάβω: όλοι αυτοί οι δήθεν υπέρμαχοι της «απόλυτης αρετής», σκέφτηκαν άραγε άλλους παράγοντες στη διαλεκτική τους σκέψη ή απλώς το μόνο που θέλουν να πετύχουν, είναι να κάνουν το προσωπικό τους «κομμάτι» παριστάνοντας τους όψιμους και μάχιμους ακτιβιστές του πληκτρολογίου;

Αναλογίστηκαν ποτέ πριν πετάξουν αυτή την τόσο αψυχολόγητη ατάκα, αν, σε μια βροχερή ημέρα, υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι ηλικιωμένοι;

Άνθρωποι που είναι κλινήρεις;

Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε μακρινές περιοχές;

Άνθρωποι χωρίς ρεύμα στο σπίτι τους;

Άνθρωποι νέοι που μπορούν μεν να μαγειρέψουν, αλλά π.χ. έχουν σπάσει το πόδι τους και δεν δύνανται;

Άνθρωποι σαν έμενα που όχι δεν θέλουν, αλλά απλώς δεν μπορούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να μαγειρέψουν;

Να μας πουν όλοι αυτοί οι ψηφιακοί νταβατζήδες της έννομης ψηφιακής τάξης, αν όλες οι παραπάνω κατηγορίες έχουν δικαίωμα να «παραγγείλουν απ’ έξω σε μια βροχερή ημέρα» ή, αν το κάνουν, θα πάνε στην Κόλαση των Κοινωνικών Δικτύων, επιπλέοντας για πάντα μέσα σε ένα τεράστιο καζάνι ντεμέκ και απολύτως ψεύτικης ανθρωπιστικής ευαισθησίας εις το όνομα της νέας τυραννίας των ψηφιακών μαζών;

Μια τυραννία η οποία αντικατοπτρίζεται στην καθημερινή ανθρωποφαγική διάθεση των χρηστών να «καταστρέψουν» ηθικά, έργω και λόγω, το άτομο απέναντί τους, καθώς δεν το θεωρούν αρκετά «ενάρετο» στα μάτια τους.

Και έρχεται το κρίσιμο ερώτημα εκ μέρους μου: Υπονομεύεται ή όχι η όποια διαδικτυακή μας Δημοκρατία όταν συντελείται ένας άνευ προηγουμένου εκφοβισμός των διαφωνούντων μέσω ενός δεδηλωμένου μονοπωλίου της (ύποπτων κινήτρων) αρετής μερικών;

Κάποιων που διατρανώνουν δημοσίως ότι «αν δεν συμφωνείς μαζί μας, τότε η ηθική σου πυξίδα είναι χαλασμένη, και ως εκ τούτου πρέπει όχι μόνο να καταγγελθείς αλλά και να ταπεινωθείς και να καταστραφείς σε ατομικό επίπεδο».

Και κατόπιν ας αναλογιστούμε το κατά πόσο θα καταλήξουμε σύντομα σε ένα ψηφιακό καθεστώς καταναγκασμού που θα επιβάλλεται από τη μάζα και κατόπιν, σε καθαρά ατομικό επίπεδο, σε μια διάχυτη αυτολογοκρισία, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλων των μορφών ολοκληρωτισμού.