Τέλη Αυγούστου – αρχες Σεπτέμβρη 2022. Η είδηση πως η Ελλάδα έχει μόλις επικυρώσει μια πολύπλοκη συμφωνία για την επαναπατρισμό, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, 161 αρχαιοτήτων από την συλλογή ενός Αμερικανού δισεκατομμυριούχου σκάει σαν βόμβα, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και εγείροντας καίρια ερωτήματα σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες περιήλθαν αυτές οι άγνωστες μέχρι σήμερα αρχαιότητες στην συλλογή του Λέοναρντ Στέρν.

Το όνομα του Αμερικάνου κροίσου δεν δόθηκε στην δημοσιότητα από την ελληνική κυβέρνηση αρχικά, αλλά δημοσιεύθηκε την επόμενη κιόλας μέρα από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press, μαζί με την πληροφορία πως οι διαπραγματεύσεις, που διήρκησαν μια διετία, πραγματοποιήθηκαν σε άκρα μυστικότητα και ήταν αρκετά δύσκολες, κυρίως λόγω της ιδιόρυθμης προσωπικότητας του Αμερικανού μεγιστάνα. Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού φαίνεται πως ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση επί δύο χρόνια, σε συνεργασία με την διεύθυνση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ενώ ελάχιστοι είχαν γνώση επί του θέματος ακόμα κι εντός του υπουργείου.

Το χρονικό των διαπραγματεύσεων και όλα τα κακώς κείμενα της πρωτοφανούς αυτής συμφωνίας επαναπατρισμού αρχαιοτήτων, όμως, δεν άργησαν να έρθουν στο φως, δικαιώνοντας τις ανησυχίες και τις ενστάσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Παρά τις έντονες αντιδράσεις που ξέσπασαν, το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη βουλή στις 5 Σεπτεμβρίου και το ελληνικό κοινοβούλιο τελικά ενέκρινε τη συμφωνία με το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα και το νεοσύστατο «Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού» με έδρα το Ντελαγουέρ.

Καθώς, λοιπόν, αναμένεται η επιστροφή του πρώτου μέρους της συλλογής στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη, προκειμένου να εκτεθούν στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης για έναν χρόνο, πολλά και μεγάλα ερωτήματα πλυμμηρίζουν το μυαλό μου. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς σημαίνει επαναπατρισμός στην περίπτωση πολιτιστικών αντικειμένων κι αν και κατά πόσο οι φορείς και τα ιδρύματα είναι έτοιμα να προβούν στις εν λόγω ενέργειες. Ποια είναι επιχειρηματολογία υπέρ και κατά του επαναπατρισμού; Υπάρχουν άραγε περιπτώσεις που επιτεύχθηκε επαναπατρισμός πολιτιστικών αντικειμένων με απολύτως νόμιμο και διαφανή τρόπο; Και αν ναι, γιατί στην περίπτωση των 161 κυκλαδίτικων αρχαιοτήτων ακολουθήθηκαν πλάγιες οδοί;

Φωτ.: Xavier von Erlach / Unsplash

Επαναπατρισμός αρχαιοτήτων ώρα μηδέν

Ως επαναπατρισμός ορίζεται η επιστροφή κλεμμένων πολιτιστικών αντικειμένων στον τόπο προέλευσής τους. Παρόλο που η κλοπή πολιτιστικής κληρονομιάς θεωρήθηκε ανήθικη και παράνομη ήδη από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μόλις τη δεκαετία του 1950, όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται οι σκληρές αλήθειες της αποικιοκρατίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εκφράστηκε μια ευρεία επιθυμία για επαναπατρισμό και αυξήθηκαν σε αριθμό οι νόμοι και οι προϋποθέσεις για τη διευκόλυνσή του. Οι αξιώσεις επαναπατρισμού βασίζονται στο νόμο, αλλά, το σημαντικότερο, αντιπροσωπεύουν μια διακαή επιθυμία να διορθωθεί ένα λάθος – ένα είδος αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η οποία επιπλέον απαιτεί παραδοχή της ενοχής και συνθηκολόγηση. Αυτό είναι που κάνει και τον επαναπατρισμό μια τρομερά δύσκολη υπόθεση· το γεγονός ότι έθνη και θεσμοί σπάνια παραδέχονται ότι έκαναν λάθος.

Σήμερα, πολλά από τα μεγαλύτερα και διασημότερα μουσεία σε όλο τον κόσμο φιλοξενούν έργα τέχνης και αντικείμενα που εκλάπησαν από τις χώρες προέλευσής τους κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας ή λαφυραγωγήθηκαν κατά τη διάρκεια πολέμων. Και αυτή τη στιγμή, καθώς οι εκκλήσεις για τον επαναπατρισμό κλεμμένων έργων τέχνης και πολιτιστικών αντικειμένων ολοένα αυξάνονται, τα ιδρύματα αυτά αναμετρωνται με την αποικιοκρατική τους ιστορία.

Στο επιχείρημα πως τα πολιτιστικά αντικείμενα αυτά ανήκουν στους πολιτισμούς που τα δημιούργησαν και αποτελούν θεμελειώδη κεφάλαια της σύγχρονης πολιτιστικής ταυτότητας και κουλτούρας κάποιων λαών, τα παγκόσμια ή «εγκυκλοπεδικά», όπως αποκαλούνται, μουσεία απαντούν πως καμιά κουλτούρα δεν αποτελεί μια ερμητικά κλειστή οντότητα και πως όλα αυτά τα πολιτιστικά αντικείμενα αφηγούνται την ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας και, επομένως, δεν αποτελούν κτήμα μιας μόνο κουλτούρας. Ένα επιχείρημα που σαφώς υποβαθμίζει το μέγεθος της απώλειας απλώς στο επίπεδο της κυριότητας και ανάγει τα αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς σε αισθητικά αντικείμενα.

Στο επιχείρημα πως η μη επιστροφή αντικειμένων που έχουν κλαπεί υπό αποικιοκρατικά καθεστώτα σημαίνει διαιώνιση παρωχημένων ιδεολογιών που θεωρούσαν τους αποικιοκρατούμενους λαούς ως εγγενώς κατώτερους, τα μουσεία απαντούν πως συχνά οι χώρες προέλευσης δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους ή εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο προσωπικό για να φιλοξενήσουν και να συντηρήσουν τα επαναπατρισθέντα αντικείμενα, οπότε τα αντικείμενα είναι ασφαλέστερα εκεί που βρίσκονται τώρα.

Η συζήτηση για τον επαναπατρισμό περιλαμβάνει την έννοια της ηθικής και της ταυτότητας και λίγοι άνθρωποι μπορούν να πάρουν θέση σε τέτοια θέματα χωρίς να υψώσουν τον τόνο της φωνή τους. Ωστόσο, το ζήτημα είναι τελικά νομικό. Πρώτη η Σύμβαση της Χάγης του 1907 αναγνώρισε τις ζημιές που προκαλούνται από ένοπλες συγκρούσεις και απαγόρευσε κάθε είδους λεηλασία κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων, αν και δεν αναφερόταν συγκεκριμένα σε πολιτιστικά αντικείμενα. Η Σύμβαση της Χάγης του 1954, ωστόσο, μετά την εκτεταμένη καταστροφή έργων πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπάθησε να προστατεύσει, ρητά αυτή τη φορά, τα πολιτιστικά αντικείμενα κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Η Σύμβαση της UNESCO του 1970 επέτρεψε την κατάσχεση κλεμμένων αντικειμένων, εφόσον υπήρχε απόδειξη της κυριότητας, ενώ ακολούθησε η Σύμβαση UNIDROIT του 1995 για τα κλεμμένα ή παράνομα εξαχθέντα πολιτιστικά αντικείμενα, η οποία ζητούσε την επιστροφή των παράνομα ανασκαμμένων και εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών. Χωρίς αυτές τις συμβάσεις και συνθήκες, δεν θα υπήρχε νομική υποχρέωση επιστροφής οποιουδήποτε αντικειμένου.

Συν τοις άλλοις, το 2008 η η Ένωση Διευθυντών Μουσείων Τέχνης αποφάσισε να ευθυγραμμίσει τις πολιτικές απόκτησης έργων τεχνης και αντικειμένων πολιστικής κληρονομιάς με τον κανονισμό της UNESCO. Έτσι, συμφωνήθηκε πως τα μουσεία δεν θα πρέπει να αποκτούν αρχαιολογικά αντικείμενα και αρχαία έργα τέχνης χωρίς να αποδεικνύεται ότι το αντικείμενο βρισκόταν εκτός της χώρας προελευσής του πριν ή ότι εξήχθη νόμιμα από αυτήν μετά το 1970. Αυτή η απόφαση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια απάντηση στα σκάνδαλα που αφορούσαν κλεμμένες αρχαιότητες, για τις οποίες υπήρχε ισχυρό επιχείρημα υπέρ του επαναπατρισμού τους. Η απόφαση αυτή συνέβαλε στην πάταξη του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων και οδήγησε στον νόμιμο επαναπατρισμό των παράνομα αποκτηθέντων αντικειμένων. Επιπλέον, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, ένας μη κυβερνητικός οργανισμός με επίσημες σχέσεις με την UNESCO και το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, έχει μια παρόμοια περιεκτική οδηγία. Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων καλεί κάθε μουσείο με κάποιο αντικείμενο στη συλλογή του που υπόκειται σε αίτημα επαναπατρισμού να «λάβει άμεσα και υπεύθυνα μέτρα για να συνδράμει στην επιστροφή του».

Κάτω, λοιπόν, από την αυξανόμενη πίεση για επαναπατρισμούς, πρόσφατα ορισμένες πρώην αποικιακές δυνάμεις κάνουν απολογισμό των συλλογών τους και προχωρούν σε επαναπατρισμούς μεγάλης κλίμακας. Για παράδειγμα, το 2017 η Γαλλία πρότεινε τον επαναπατρισμό αντικειμένων που βρίσκονται σε γαλλικά μουσεία και αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της γαλλικής αποικιοκρατικής κατοχής τμημάτων της δυτικής Αφρικής. Το 2019, η γερμανική κυβέρνηση εξέδωσε ψήφισμα για να θέσει τις βάσεις για τη θέσπιση των προϋποθέσεων επαναπατρισμού ανθρώπινων λειψάνων και αντικειμένων από τις δημόσιες συλλογές της Γερμανίας που προέρχονται από την αποικιοκρατία. Την ίδια χρονιά, το Εθνικό Μουσείο Πολιτισμών του Κόσμου της Ολλανδίας δεσμεύτηκε να επιστρέψει όλα τα αντικείμενα της συλλογής του που αναγνωρίστηκαν ως κλεμμένα κατά την αποικιοκρατία.

Οι προσπάθειες αυτές, και αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί, περιλαμβάνουν την κοινή χρήση αναλυτικών καταλόγων των αντικειμένων, μια χειρονομία διαφάνειας που θα διευκολύνει σημαντικά τις διεκδικήσεις. Ωστόσο, όπως παρατηρείται από πολλούς, οι εκπεφρασμένες προθέσεις για επαναπατρισμούς μεγάλης κλίμακας παίρνουν πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν και, επιπλέον, πολλά σημαντικά μουσεία απουσιάζουν επιδεικτικά από τη συζήτηση. Συγκεκριμένα, το Βρετανικό Μουσείο έχει παραμείνει σταθερό στην απόφασή του να αρνηθεί τον επαναπατρισμό των κλεμμένων αντικειμένων. Αντ’ αυτού προτίθεται να προβεί στον δανεισμό τους στα κράτη καταγωγής τους, αποτυπώνοντας τις συνθήκες αποικιοκρατικών σχέσεων εξουσίας, πατερναλισμού και πολιτιστικής ιδιοποίησης που εξακολουθούν να υφίστανται σε αρκετές περιπτώσεις γύρω από τους επαναπατρισμούς.

Φωτ.: Nicole Baster / Unsplash

Επιστροφή στα δικά μας

Και κάπως έτσι φτάνουμε ξανά στα δικά μας και τις 161 αρχαιότητες που εμφανίστηκαν ως δια μαγείας. Λίγα είναι γνωστά για την προέλευση τους. Η υπουργός Λίνα Μενδώνη, όμως, πριν ακόμα εξεταστεί η γνησιότητά τους, έσπευσε να συνάψει συμφωνία για την επιστροφή τους – κάποια στιγμή και καλώς ερχόντων των πραγμάτων – σηματοδοτώντας μια νέα προσέγγιση στις προσπάθειες της χώρας να ανακτήσει την πολιτιστική της κληρονομιά.

Βουλευτές της αντιπολίτευσης και πολλοί αρχαιολόγοι κατηγόρησαν τη συμφωνία ότι ξεπλένει το παγκόσμιο εμπόριο μη καταγεγραμμένων και δυνητικά παράνομα ανασκαμμένων αρχαιοτήτων. Υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε δώσει νομική μάχη για την άμεση επιστροφή τους. Σίγουρα, οι αιτήσεις επαναπατρισμού για αντικείμενα που εμπλέκονται σε παράνομο εμπόριο πολιτιστικών αγαθών είναι ιδιαίτερα δύσκολες, καθώς πρέπει να αποδειχθεί η κλοπή των αντικειμένων και οι λαφυραγωγοί σπάνια τεκμηριώνουν το έργο τους. Όμως, όπως είδαμε πιο πάνω, το νομικό πλαίσιο για την πάταξη του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων και τον νόμιμο επαναπατρισμό των παράνομα αποκτηθέντων αντικειμένων ήδη υπάρχει και, επιπλέον, λειτουργεί.

Και για του λόγου το αληθές, ας πάρουμε το παράδειγμα της Ιταλίας. Μόλις πριν ένα μήνα ο εισαγγελέας της Νέας Υόρκης επέστρεψε στην Ιταλία κλεμμένα έργα τέχνης αξίας 19 εκατομμυρίων δολαρίων. Πρόκειται για συνολικά 58 λεηλατημένα αντικείμενα, 21 από τα οποία βρέθηκαν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης – ανάμεσά τους και μια μαρμάρινη κεφαλή της θεάς Αθηνάς που χρονολογείται από το 200 π.Χ. Η έρευνες διήρκησαν χρόνια προκειμένου να εντοπιστούν τα ίχνη των λαθρεμπόρων έργων τέχνης και τα αντικείμενα. Τα αντικείμενα αυτά εκλάπησαν από αφύλλακτες περιοχές σε ολόκληρη την Ιταλία, ενώ το μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Αθηνάς λεηλατήθηκε από ναό της κεντρικής Ιταλίας. Στη συνέχεια τα αντικείμενα εισήχθησαν στις ΗΠΑ, όπου πωλήθηκαν σε μουσεία και ιδιώτες όπως ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Μάικλ Στάινχαρντ, στον οποίο έχει απαγορευτεί να αγοράζει αρχαιότητες, αφού διαπιστώθηκε ότι τα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του είχαν λεηλατηθεί και διακινηθεί παράνομα. Το 2021, ο κ. Στάινχαρντ παρέδωσε θησαυρούς αξίας 70 εκατ. δολαρίων στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που σημαίνει ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποινικές διώξεις.

Δυστυχώς, οι ομοιότητες στις δύο υποθέσεις επαναπατρισμού πολλές· η διαφορά μία: η προσέγγιση. Η υπουργός έχει δηλώσει ότι το υπουργείο δεν έχει αποδείξεις ότι οι κυκλαδίτικες αρχαιότητες εξήχθησαν παράνομα από την Ελλάδα, αλλά δεν φαίνεται και να είναι εκείνο στο οποίο είχε δώσει βάση εξ αρχής, μιας και κύριος στόχος ήταν να αποφευχθεί η δικαστικη διαμάχη πάση θυσία. «Μια νομική προσπάθεια διεκδίκησης της συλλογής εκτιμάται ότι θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας και δεν θα εξασφάλιζε την επιστροφή και των 161 αρχαιοτήτων. Και θέλουμε να επαναπατριστούν όλα», δήλωνε η υπουργός στη βουλη τον Σεπτέμβριο.

Η Αθήνα έχει ασκήσει επί μακρόν κι επί ματαίω πιέσεις για να πάρει πίσω τα μάρμαρα του Παρθενώνα από το αμετανόητο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Τώρα η κυβέρνηση λέει ότι ένα μοντέλο παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή Stern θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες σημαντικές ελληνικές αρχαιότητες στο εξωτερικό, αφού, κατά πως φαίνεται, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.