Πριν λίγες μέρες, όταν οι Ράδιο Αρβύλα σατίρισαν -έστω με αυτόν τον αποτυχημένο, παλιομοδίτικο τρόπο- τον ποιητή και μεταφραστή Γιώργο Αλισάνογλου, ιδρυτή και ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου και τον εκδοτικού οίκου Σαιξπηρικόν, για την απαγγελία του στο ποίημα “Σκούπισμα”, σηκώθηκε θύελλα αντιρρήσεων από τους δημοσιογράφους -κυρίως του πολιτιστικού- οι οποίοι προσπάθησαν να σηκώσουν προστατευτικά τείχη γύρω από την ποίηση, τον πολιτισμό και τις Τέχνες. Στην απάντησή του, ο Αλισάνογλου μίλησε για «καθεστώς που κάνει μεγάλο πόλεμο στον πολιτισμό», υπογραμμίζοντας ότι «το να κοροϊδεύεις και να χλευάζεις την ποίηση, είναι να παίζεις το παιχνίδι τους». Όπως ήταν αναμενόμενο, το κύμα συμπαράστασης από αρκετούς δημοσιογράφους εκδηλώθηκε σαν τσουνάμι στα social media.

Εχθές, και ενώ η περιστροφή της Γης δεν έχει σταματήσει και συνεχίζει ακάθεκτη την πορεία της, ένιωσα πως ένα κοσμοϊστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην πόλη μας, στην Στέγη, και το timeline μου στο Facebook γέμισε με διθυραμβικά σχόλια για την εμφάνιση της Tilda Swinton στην περφόρμανς “Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι”. Εκεί που «η υψηλή μόδα συναντά την υψηλή τέχνη», αν δεν το γνωρίζετε δηλαδή, για να μη σας πουν και βλάχους. Γιατί αν κάτι λείπει αυτή την περίοδο έντονα από τη ζωή μας, είναι η υψηλή μόδα και η υψηλή τέχνη, φυσικά.

Το πρόβλημά μου με όλα αυτά τα reviews που διάβασα από την πρεμιέρα της περφόρμανς, δεν είναι ότι έχω αντίθετη άποψη και ότι είδα την παράσταση αλλά έχω διαφορετική γνώμη, ενώ, ταυτόχρονα, είμαι σίγουρος πως η Swinton θα ήταν όντως καθηλωτική. Έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη κάποιων ανθρώπων, οπότε δεν αμφιβάλλω για όσα γράφτηκαν. Το στοιχείο που λειτουργεί ως trigger point για να ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές είναι ο τρόπος που προσεγγίζουμε ένα θέμα. Και εκείνο που πραγματικά με ιντριγκάρει και με ωθεί στο να έρθω κόντρα στο ρεύμα, είναι η αίσθηση της δουλοπρέπειας (συγχωρείστε με για τον βαρύ χαρακτηρισμό, δεν είναι επί προσωπικού) που έχουμε ως Έλληνες. Κάτι που, πιθανώς, πηγάζει από ένα κόμπλεξ κατωτερότητας που μας διακατέχει ως λαός και έχουμε πάντα την ανάγκη να θαυμάσουμε πρόσωπα, όχι και τόσο καθημερινά, για να εισβάλουμε έστω για λίγο στο λαμπερό τους σύμπαν.

Θυμηθείτε τι έγινε τις προάλλες όταν η Monica Bellucci πήγε στη Θεσσαλονίκη και εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Ράγισαν οι δρόμοι, «έπεσαν τα τσιμέντα» όπως θα έγραφαν οι αθλητικογράφοι, άσπρισε ο Λευκός Πύργος, καθάρισαν τα νερά της παραλίας, άλλαξε χρώμα ο ουρανός, δάκρυσε η εικόνα της Παναγίας. Κοσμοσυρροή, λαοθάλασσα, άνθρωποι υποτάχθηκαν στην αύρα της ιταλίδας ηθοποιού, θαμπώθηκαν από το χαμόγελό της και ευνουχίστηκαν συναισθηματικά από το περπάτημά της. Άνευ προηγουμένου σκηνικά διαδραματίστηκαν -εντάξει, όχι τόσο, καταλαβαίνετε τι εννοώ- και όπως ήταν αναμενόμενο ο κόσμος, το αναγνωστικό κοινό, ακολούθησε τη ροή των εξελίξεων. Φανταστείτε πως εκείνη την ημέρα, για κάποιες λίγες ώρες, στην πρώτη θέση των κειμένων που διάβαζαν οι επισκέπτες του Olafaq ήταν η ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη για τη Bellucci. Oh, mon Dieu, oh, mio Dio, ω Θεέ μου.

Καταλαβαίνω ότι το άτομο, έτσι όπως έχει δομηθεί να λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, αναζητά συνεχώς κάτι ανώτερο από τον ίδιο, για να πιστέψει, να υποταχθεί, να αφομοιώσει, να ακολουθήσει, να θαυμάσει. Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι έφτιαχναν Τοτέμ και ναούς, ορκιζόντουσαν στο όνομα κάποιου Μεσσία ή Θεού, λειτουργούσαν ως κοπάδι. Το αποδέχομαι και προχωράω. Ωστόσο, δεν μπορεί να πούμε να ισχυριστούμε ότι μετά από τόσα χιλιάδες χρόνια εξέλιξης, βιολογικής και μη, βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο. Έχουμε αναπτύξει συλλογιστικούς μηχανισμούς που θα έπρεπε να αποτρέπουν τέτοιους είδους προσκόλληση και να επικεντρωθούμε πλήρως στην αναζήτηση της ουσίας που θέλουμε να έχει η ζωή μας. Και κανένα ποίημα, καμία Swinton ή Bellucci δεν μπορεί να πληροί αυτές τις προδιαγραφές για να χαρακτηριστεί «ουσία» ή «νόημα». Άλλωστε, όπως είχε πει ο Osho, «Δεν υπάρχει νόημα στη ζωή. Δεν υπάρχει σκοπός στη ζωή», και σίγουρα δεν κρύβεται πίσω από κινηματογραφικά κουστούμια και “μεγάλες” κουβέντες καλλιτεχνών.

Θα έλεγα, λοιπόν, πως συντάσσομαι κυρίως με την άποψη του Bukowski, όπως την είχα διαβάσει στο “Σκοτώνοντας την Ώρα”, η οποία λέει: «Ανέκαθεν απολάμβανα περισσότερο μια συζήτηση με κάποιον φυλακόβιο παρά με τους καθηγητές των πανεπιστημίων». Και συνεχίζει αριστουργηματικά, «Έχω συναντήσει ανθρώπους στα συνεργεία των εργατών του σιδηροδρόμου με περισσότερα κότσια και διάνοια και λιγότερη ανία από εκείνους που ξοδεύουν 400.000$ για τέσσερις εβδομάδες στο Λας Βέγκας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν γνωρίζω. Νομίζω ότι ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μας ξεγελούν εδώ και αιώνες, κι αυτό έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά, ακόμα και ο Χριστός ζέχνει, και ο Πλάτωνας ζέχνει, και δεν εννοώ κάτω από τις μασχάλες…»

Σίγουρα υπάρχουν προσωπικότητες που αξίζουν της προσοχής και του θαυμασμού μας, για να μη γίνω τελείως κυνικός και δογματικός, αλλά νιώθω ότι με κάποιον τρόπο θα πρέπει να μετριάσουμε τον τρόπο που τους κοιτάμε στα μάτια. Οι ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, της χωρισμένης μητέρας που πασχίζει το πρωί να προλάβει να ετοιμάσει το παιδί για το σχολείο και να ντυθεί για τη δουλειά της, του γονέα που έτσι όπως τα έφερε η ζωή πρέπει να δουλεύει 10-12 ώρες για να ανταπεξέλθει στα μηνιαία έξοδα του σπιτιού, του αγρότη που είδε τις σοδιές του να καταστρέφονται λόγω της κακοκαιρίας, του εργάτη στο μεροκάματο που αργότερα θα αντιμετωπίσει προβλήματα με το σώμα του, του συνταξιούχου που τρέφεται με γιαούρτι και τον έχουν γηροκομήσει τα παιδιά του γιατί δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, των νέων που δε βλέπουν ελπίδα σε αυτή τη χώρα και έχουν ως διέξοδο το YouTube. Οι άνθρωποι της γειτονιάς μας, αυτοί που συναντάμε στο δρόμο και προσπερνάμε, η κοπέλα που δακρύζει μόνη της σε ένα παγκάκι, ο σύντροφος που περιμένει έξω από το χειρουργείο, αυτός που έφαγε μια γκλοπιά στα πλευρά χωρίς λόγο, η γυναίκα που δολοφονήθηκε από τον άντρα της γιατί του ζήτησε να χωρίσουν. Μέσα από αυτές τις ιστορίες μπορούμε να διδαχθούμε πράγματα και να γίνουμε κοινωνοί της ωμής πραγματικότητας για να παραμένουμε γειωμένοι στην αλήθεια. Τα υπόλοιπα μπορούν να λειτουργήσουν θεραπευτικά στη ψυχή μας σε δεύτερο χρόνο και να ταξιδέψουμε σε κόσμους πιο όμορφους όταν το έχουμε ανάγκη. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως είναι τόσο άσχημα ο κόσμος μας πλασμένος που υποσυνείδητα στρεφόμαστε στην άλλη όψη της ζωής έτσι ώστε να γίνεται υποφερτή η κόλαση που ζούμε.

Όπως και να ‘χει, καμία περφόρμανς δε θα αλλάξει τον κόσμο και καμία ατάκα, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ας μην παραμυθιαζόμαστε. Τουλάχιστον ας είμαστε ειλικρινείς προς τους εαυτούς μας.