Για τη πρωτεύουσα της χώρας μας έχουν γραφτεί εκατοντάδες αφιερώματα. Πολλά τη παρουσιάζουν ως μια ζωντανή πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, γεμάτη όμορφες γωνιές και στιγμές, και άλλα τόσα ως μια πόλη που σου κάνει τη ζωή αφόρητη. Είναι και τα δύο.

Ζω στην Αθήνα τα τελευταία δέκα χρόνια κι έχω γνωρίσει και τις δύο της πλευρές και την όμορφη και την άσχημη. Από την αρχή επέλεξα να ζω στο κέντρο της με ένα μικρό διάλειμμα στο Μαρούσι. Γενικά μου αρέσουν τα κέντρα των μεγάλων πόλεων, νιώθω ότι όλα είναι δίπλα μου σε απόσταση μερικών βημάτων. Επίσης μου αρέσει να περπατώ σε αυτά. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος να γνωρίσει μια πόλη, συνεπώς την έχω γνωρίσει αρκετά καλά θα έλεγα.

Μου αρέσει στις γιορτές των Χριστουγέννων να αστράφτει εκτυφλωτικά από πολύχρωμα φώτα, παρόλο που σε πολλά σημεία της το κιτς επικρατεί της  καλαισθησίας. Σε αυτό βέβαια κάνουν και ό,τι μπορούν για να το αναδείξουν (το κιτς λέμε) και οι κατά καιρούς δημοτικοί της άρχοντες. Όπως ο προηγούμενος για παράδειγμα, ο Κώστας Μπακογιάννης. Τα έργα του γνωστά, μόνο την περίπτωση της Πανεπιστημίου να δούμε με τον «μεγάλο περίπατο» (ή μεγάλο περίδρομο, όπως σωστά ονομάστηκε από κάποιους) μας φτάνει. Τον σημερινό της άρχοντα δεν τον κρίνω ακόμη γιατί έχει λίγες μέρες στο θρόνο της.

Παρ’ όλα αυτά, ο Χάρης Δούκας ξεκίνησε θετικά για μένα, πετώντας έξω από τον πολύπαθο λόφο του Στρέφη την «ανάπλαση» που είχε αναθέσει ο Μπακογιάννης στην ιδιωτική εταιρία Prodea. Μία «ανάπλαση» που όχι μόνο δεν έγινε, αλλά αντίθετα κατέστρεψε κομμάτια του λόφου, δικαιώνοντας ταυτόχρονα τους κατοίκους των Εξαρχείων που ήταν αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση ενός Δημόσιου χώρου, κάνοντας έναν συνεχή και ανυποχώρητο αγώνα -και πολύ καλά έκαναν.

Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η συγκεκριμένη παραχώρηση-δωράκι σε μια εταιρία που κάποιοι μέτοχοί της ελέγχονται για νεφελώδεις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε διάφορα μέρη του πλανήτη, “βρωμούσε” περισσότερο από όσο βρωμά το κέντρο της πόλης.

Ας γυρίσω όμως στα γενικότερα της Αθήνας. Κατ’ αρχάς έχουμε μια πόλη, όπου αν δεν κάνω λάθος, έχει το ρεκόρ να κατοικείται από τον μισό πληθυσμό της χώρας. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη χώρα στον πλανήτη που να συμβαίνει κάτι ανάλογο. Εξαιρώ τις πόλεις-Κράτη όπως για παράδειγμα το Λουξεμβούργο ή το Μονακό. Αυτό το τελευταίο κρατήστε το, για τον λόγο ότι αρκετοί κάτοικοι που μας έρχονται από τους βόρειους δήμους της υπερμεγεθούς πόλης μας, φαντασιώνονται ότι η Αθήνα είναι σαν το Μονακό, τουλάχιστον στα μέρη που κυκλοφορούν και συγχρωτίζονται οι ίδιοι μεταξύ τους.

Η Αθήνα είναι αυτό που ήταν και στα αρχαία ένδοξα χρόνια της, αυτά που την έκαναν παγκόσμια γνωστή: μια Πόλη-Κράτος. Βγαίνεις από τα σύνορά της και μπαίνεις σε μία άλλη χώρα που τη βάφτισαν Ελλάδα. Βέβαια και σε αυτή τη χώρα (την Ελλάδα ντε), ειδικά στις πόλεις της, οι κάτοικοί καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες ώστε οι πόλεις τους να μοιάσουν στη πρωτεύουσα, φυσικά στην άσχημη πλευρά της.

Αθήνα, πόλη άσχημη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι Panx Romana τραγουδούσαν στο ρεφρέν του “Μηδέν χιλιόμετρα από τη κόλαση (Αθήνα)”.

«Αθήνα πόλη φάντασμα
Αθήνα πόλη γκέτο
μια ζούγκλα από μπετόν
που σου φέρνει εμετό»

Το τραγούδι παραμένει επίκαιρο και διαχρονικό, σαράντα τόσα χρόνια μετά. Το κέντρο της Αθήνας έχει τόση ασχημία που μέσα από αυτή ξεπροβάλουν οι κρυμμένες ομορφιές της. Σας μπέρδεψα; Ας γίνω πιο κατανοητός.

Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας δε βλέπουν τίποτα όταν κινούνται στη πόλη. Τα μάτια τους είναι ανοιχτά, αλλά δεν βλέπουν. Δε βλέπουν ανθρώπους αγκαλιά με τη μοναξιά τους στα παγκάκια. Δε βλέπουν αυτούς που τους μιλούν στο δρόμο και στο μετρό επαιτώντας συμπόνια. Δε βλέπουν τα γκράφιτι ή τις πολύχρωμες αφίσες στους τοίχους. Δε βλέπουν τα μικρά λουλούδια που θρασύτατα φυτρώνουν ανάμεσα στις ρωγμές του τσιμέντου την άνοιξη. Δεν βλέπουν τίποτα γιατί από τις πολλές σκοτούρες, τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση ή τον παρτακισμό, τυφλώθηκε η ψυχή τους.

Και όμως υπάρχουν τόσα πολλά να δουν. Στα πέριξ της Ομόνοιας και κάτω από την Αθηνάς, τα πάντα είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένα -κτίρια και άνθρωποι. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι δρόμοι είναι γεμάτοι από τη πολυχρωμία των μόνιμων κατοίκων και επαγγελματιών της. Είναι μια ζωντανή κυψέλη όπου σε απόσταση λίγων μέτρων, ταξιδεύεις από τη μία χώρα στην άλλη, κυριολεκτικά. Μυρωδιές και γεύσεις από την Ασία, ήχοι και χαμόγελα από την Αφρική, καφέδες και έντονες συζητήσεις από την Ανατολική Ευρώπη. Μόνο η Αμερικάνικη ήπειρος και η Αυστραλία απουσιάζουν από τους μόνιμους κατοίκους της, αν και γι αυτό δεν είμαι εντελώς σίγουρος.

Το ίδιο ευρύτερο κέντρο της πόλης τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένας μόνιμος τουριστικός προορισμός με τα δεκάδες Boutique Hotels και Airbnb διαμερίσματα (πράγμα αρνητικότατο, όσο αφορά τη πόλη, αλλά αυτή είναι μια εντελώς άλλη συζήτηση), και μέσα από αυτή την αχαλίνωτη τουριστικοποίηση στο κέντρο της, κυκλοφορούν “εκπρόσωποι” και άλλων γωνιών του πλανήτη.

Το κέντρο της Αθήνας σε μικρογραφία περικλείει τελικά όλον τον πλανήτη και αυτό μου αρέσει.

Υπάρχουν και αυτά που δε μου αρέσουν. Η επέλαση του εμπορεύματος λόγω ακριβώς αυτής της εξάπλωσης του τουρισμού. Μου τη παίζει στα νεύρα να περπατώ στους πεζόδρομους κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε τραπέζοκαθίσματα, ταμπέλες με μενού, σερβιτόρους/ες που κουβαλούν δίσκους (δεν μου φταίνε σε κάτι οι συγκεκριμένοι/ες, αντίθετα τους/τις σέβομαι), κράχτες που σε τραβάνε από το μανίκι, πλαστικά διακοσμητικά φυτά. Αυτά τα τελευταία στην Ελλάδα, γενικά, τα λατρεύουμε πάρα πολύ. Δε χρειάζονται πότισμα, δε χρειάζονται κλάδεμα,  δεν ρίχνουν τα φύλλα τους βρωμίζοντας τα πεζοδρόμια, δε μαραίνονται τα λουλούδια τους. Σε αντίθεση με τα αληθινά φυτά και δέντρα, τα οποία στην Αθήνα, υποθέτω, τα μισούμε. Γι’ αυτό όσοι δημοτικοί άρχοντες έχουν κάτσει στο θρόνο της διαγωνίζονται με ζήλο αναμεταξύ τους για το ποιος θα ξεριζώσει και θα κόψει περισσότερα.

Κι εδώ που τα λέμε έχουν και ένα δίκιο από τη πλευρά τους. Eίναι κρίμα να υπάρχουν χώροι στην Αθήνα όπως π.χ. το Πεδίον του Άρεως ή ο λόφος του Στρέφη που θα μπορούσαν κάλλιστα να… αναπτυχθούν. Χρειαζόμαστε και άλλα καφέ, περισσότερα εστιατόρια και γκουρμέ hot-spots, μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, περισσότερα ψηλά κτίρια να ρίχνουν άπλετη σκιά στους στενεμένους δρόμους το καλοκαίρι. Περισσότερα κίτρινα αναιμικά φώτα στους φανοστάτες που ταλαντεύονται σαν παράνομοι πότες μες στην υγρή χειμωνιάτικη νύχτα. Δε θα γίνουμε Νέα Υόρκη έτσι όπως το πάτε, αδέλφια, χρειαζόμαστε περισσότερες «ζώνες ενδιαφέροντος».

Αθήνα, πόλη όμορφη

Γεγονός είναι ότι αρκετές φορές μου έχει περάσει από το μυαλό να επιστρέψω στο Ηράκλειο Κρήτης όπου ζούσα, παρόλο που το λατρεύω, όπως και όλη τη Κρήτη, για όλα αυτά παραπάνω. Δεν το έχω κάνει και δε σκοπεύω να το κάνω τα επόμενα χρόνια, γιατί η Αθήνα μου αρέσει. Μέσα στην ασχήμια της είναι κρυμμένη η ομορφιά της.

Στην Αθήνα μπορώ να κάνω πράγματα που στο Ηράκλειο δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω. Πράγματα που με ευχαριστούν και τα λατρεύω, όπως το να βρω τη δουλειά που κάνω, γράφοντας εδώ στο Olafaq. Να παίζω μουσική σε διάφορα μπαρ, έχοντας τη δυνατότητα να εναλλάσσω τα set μου όπως εναλλάσσονται οι θαμώνες τους από μπαρ σε μπαρ. Να βλέπω συναυλίες με τις αγαπημένες μου ξένες και εγχώριες μπάντες και να ανακαλύπτω νέες στα μεγάλα καλοκαιρινά events των συναυλιακών χωρών αλλά και στις αυτοοργανωμένες μικρές σκηνές. Να βολτάρω στα στενά της και να χαζεύω το εναπωμείνων παρελθόν της, μέσα από τα καταρρέοντα  νεοκλασικά  και μονοκατοικίες της. Κοιτώντας τα, προσπαθώ να φανταστώ πως ήταν όταν φιλοξενούσαν ζωή, ένα ατομικό ταξίδι στο παρελθόν της, ένα δικό μου παιχνίδι με το χρόνο και την ιστορική μνήμη. Και να γνωρίζω συνεχώς νέους ανθρώπους που ο κάθε ένας έχει κάτι να μου πει και να μου δώσει.

Μου αρέσει η πολυπολιτισμικότητά της παρόλο που περιέχει πολύ πόνο, φτώχεια και αδιέξοδα. Κρατώ από αυτή τη πολυχρωμία, τα αθώα χαμόγελα, τα παιχνίδια και τις φωνές των παιδιών στη πλατεία της γειτονιάς μου. Εκεί όπου μέσα από το ίδιο το παιχνίδι έχουν καταργηθεί τα σύνορα, τα έθνη και οι γλώσσες, σαν όλος ο πλανήτης να είναι μια τεράστια παιδική χαρά αγκαλιασμένος αρμονικά μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Μου αρέσει να ρουφώ σαν σφουγγάρι στο βυθό τις εμπειρίες που βολτάρουν στο βλέμμα μου και ψιθυρίζουν στ’ αυτιά μου. Κάθε δρόμος και μια διαφορετική εμπειρία, καλή ή κακή δεν έχει σημασία -μόνο το ταξίδι έχει, όχι ο προορισμός. Μου αρέσει η νύχτα της, τα μπαρ της με τη πολυμορφία των μουσικών επιλογών από τους DJ’s, οι θεατρικές παραστάσεις στα μεγάλα εμπορικά θέατρα και στις μικρές ανεξάρτητες σκηνές. Και τόσα πολλά ακόμη.

Η Αθήνα είναι μητρόπολη, και όπως κάθε μητρόπολη, έχει μέσα της τα πάντα δίνοντας σου την ευκαιρία να επιλέξεις, να πάρεις και να αφήσεις. Να απολαύσεις και να ξεράσεις. Και τελικά, ναι. Όλα αυτά που διαβάσατε κάνουν μια πόλη ζωντανή.