Στα υπολογιστικά συστήματα η διαδικασία επικοινωνίας μεταξύ των πρωτοκόλλων περιλαμβάνει συγκεκριμένους αλγορίθμους που εντοπίζονται στην τοποθεσία του αποστολέα και του παραλήπτη. Στην πλευρά του αποστολέα, το πρωτόκολλο περιμένει ένα γεγονός/μία εντολή , όπως ένα αίτημα για αποστολή δεδομένων, και όταν αυτό συμβεί δημιουργείται ένα πλαίσιο και τα δεδομένα αποστέλλονται. Στην πλευρά του παραλήπτη, το πρωτόκολλο περιμένει ένα συμβάν, όπως η άφιξη ενός πλαισίου δεδομένων, και όταν το λάβει εξάγει τα δεδομένα για να τα παραδώσει στο δικό του σύστημα.

Αυτή η συνεχής διαδικασία εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα μεταδίδονται και λαμβάνονται αποτελεσματικά μεταξύ των δύο (ή και περισσότερων) πλευρών. Ωστόσο, για να ολοκληρωθεί αυτή η επικοινωνία και να γίνουν αποδεκτά τα αιτήματα θα πρέπει αποστολέας (Α) και παραλήπτης (Β) να μιλούν την ίδια γλώσσα και να αναγνωρίζουν το πλαίσιο του άλλου. Ένα αίτημα από μία άγνωστη πηγή, σε άγνωστη γλώσσα, θα απορριφθεί και έτσι δε θα επικοινωνήσουν οι πλευρές μεταξύ τους. Στην ουσία, η επικοινωνία στα απλά πρωτόκολλα προκύπτει από τα  προκαθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν ο Α και ο Β για να χειριστούν τη μετάδοση των δεδομένων. Αυτά τα πρωτόκολλα διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα ανταλλάσσονται αξιόπιστα και αποτελεσματικά μέσα σε ένα υπολογιστικό σύστημα, τηρώντας τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται από το σχεδιασμό του πρωτοκόλλου.

Τι σχέση, όμως, μπορεί να έχουν όλα αυτά με την αισθητική του «άβολου» που έχει κυριεύσει τους Αθηναίους;

Για να γίνει ίσως πιο κατανοητό, θα σας δώσω ένα πιο απλό παράδειγμα επικοινωνίας. Κάποτε, πριν έρθει η αναγνώριση κλήσεων στη ζωή μας, όταν χτυπούσε το τηλέφωνο λέγαμε «Ποιος;» ή «Παρακαλώ;», και αναλόγως την απάντηση που θα παίρναμε αποφασίζαμε πώς θα αντιδράσουμε στην κλήση, δηλαδή είτε θα την τερματίζαμε μη αναγνωρίζοντας το άτομο είτε θα συνεχίζαμε αν επιθυμούσαμε, αλλά και σε τι mindset θα μπαίναμε για τη συζήτηση που θα προέκυπτε κ.λπ. Κάτι που δεν έχει αλλάξει και τόσο μέχρι σήμερα -πάντα έχουμε επιλογές τη στιγμή που κάποιος θα μας πάρει τηλέφωνο-, αλλά η πρώτη και φυσιολογική μας αντίδραση ήταν να μάθουμε ποιος βρίσκεται από την απέναντι πλευρά. Κάτι που τώρα, κυρίως λόγω social media, δεν είναι εύκολα αντιληπτό.

Ποιος είσαι εσύ που διαβάζεις αυτό το άρθρο και ποιοι είναι όλοι αυτοί γύρω μας; Μην το παίρνεις προσωπικά, δεν έχω κάτι μαζί σου και δεν αναφέρομαι στον επαγγελματικό σου προσδιορισμό, δε με αφορά άλλωστε. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε, και είμαι διατεθειμένος να το κάνω αν βρίσκομαι σε κατάλληλη κατάσταση, είτε εργάζεσαι ως λιμενεργάτης ή σε περίπτερο είτε σου ανήκει μια γκαλερί στο Κολωνάκι ή ζεις σε μονοκατοικία στην Πολιτεία. Άραγε, αν με συναντούσες τυχαία στον δρόμο θα μπορούσες να καταλάβεις αν είμαι φασαίος με λεφτά ή δανείζομαι από φίλους και συγγενείς, αν ακούω indie pop ή hip-hop, αν είμαι αλληλέγγυος ή δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα; Εγώ τι γνώμη θα σχημάτιζα για σένα; Θα μου πεις, «έχει σημασία;» Ίσως ναι, αλλά όχι για να κρίνουμε ο ένας τον άλλον, απλώς να δούμε αν μιλάμε την ίδια “γλώσσα” για να στείλουμε ο ένας στον άλλον data πραγματικής επικοινωνίας. Διαφορετικά, τι νόημα έχει; Σπαταλάμε και οι δύο τον χρόνο μας σε ανούσια επαφή. Έτσι δεν είναι;

Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πλέον οι λεγόμενες «φυλές της Αθήνας», αυτές που κάποτε ήταν τόσο must ως ύλη στα περιοδικά και αργότερα στο content που παρήγαγαν τα site στα πρώτα χρόνια της ψηφιακής ζωής μας. Δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν «φυλές», δεν αναφερόμαστε σε αυτές ακόμη κι αν υπάρχουν. Ζούμε στην εποχή της ψευδαίσθησης. Σχεδόν όλοι μπορούν να κινούνται «απ’ τα αλώνια στα σαλόνια», όπως λέμε, αλλά όχι με την ίδια συχνότητα. Πόσες φορές μέσα στη χρονιά θα μπορέσεις να πας σε ένα καλό εστιατόριο (σαλόνι); Μία, άντε δύο ή τρεις το πολύ. Πόσες φορές μέσα στη χρονιά θα μπορέσει να πιει το ποτό του στο Bad Tooth, στο Χοροστάσιο, στο Rudu και σε άλλα μπαρ της πόλης (αλώνια) αυτός/η που βγάζει τα διπλάσια, αν όχι τα τριπλάσια, από σένα; Όσες φορές θελήσει. Αν αυτό λοιπόν δεν είναι ψευδαίσθηση, ότι όλοι είμαστε πλέον ίδιοι και με ισάξιες ευκαιρίες/δυνατότητες, δεν ξέρω τι είναι. Διαχρονικά και ανά περιόδους, το «σαλόνι» υποδέχεται το «αλώνι» στις τάξεις του, το αγκαλιάζει με τον δικό του τρόπο, υιοθετεί κάποια πράγματα απ’ αυτό και μετά διαφημίζει την πρωτοτυπία του, την εξέλιξή του, το άνοιγμα που έκανε σε μειονότητες, κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Ουσιαστικά, όμως, το πνίγει.

Και μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, έρχεται και κουμπώνει η αισθητική του «άβολου». Θα αναρωτιέσαι τι εννοώ με τον όρο αυτό, αλλά δεν είναι και τόσο δύσκολο αν το σκεφτείς ξανά. Σίγουρα θα έχεις συναντήσει ανθρώπους που σε έχουν φέρει σε άβολη θέση, και δεν αναφέρομαι σε εκείνους που σε έκαναν να νιώσεις άσχημα, αλλά αμήχανα. Οι παράγοντες ποικίλλουν όμως το μοτίβο είναι ίδιο: ένας συνδυασμός διαφόρων και διαφορετικών μεταξύ τους αισθητικών, δημιουργώντας ένα σύνολο που “διαβάζεται” δύσκολα φέρνοντάς σε σε αμηχανία.

Έρχομαι πολύ συχνά σε αυτή την αμήχανη θέση λόγω της άβολης αισθητικής που επικρατεί. Παρατηρώντας stories στο Instagram και δημοσιεύσεις γενικότερα στα social media, μπορώ να πω -χωρίς καμία στατιστική ανάλυση- ότι αυτή η πόλη έχει κυριευτεί από το «άβολο». Νέοι άνθρωποι που φοράνε ζακέτες Adidas και μπλούζες Pull & Bear, ποζάρουν με στραβό τσιγάρο στο στόμα που κρέμεται στο πλάι των χειλιών δίπλα σε φίκους, σε υπόγεια πάρτι, σε ταράτσες της Αθήνας, σε πορείες στο κέντρο, σε πολυτελή ξενοδοχεία -αν είναι το άτομο είναι καλλιτέχνης- για τις ανάγκες μιας φωτογράφισης, σε υποφωτισμένες τουαλέτες κάποιου μπαρ της πόλης που είναι γεμάτες από ταγκιές και αυτοκόλλητα. Τη μία μέρα θα υιοθετήσουν τη ζωή του φασαίου αράζοντας σε καναπέδες Ikea σε κάποιο σπίτι στο Κουκάκι πίνοντας μπύρες και στρίβοντας Old Holborn, και την επόμενη θα κάνουν κάτι εντελώς αντίθετο για να καταρρίψουν την εικόνα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Μια επανεφεύρεση της ταυτότητας και του εαυτού σε έναν αέναο αθηναϊκό κύκλο.

Μέχρι κάποιο σημείο της ζωής μου χρησιμοποιούσα το εξής μανιφέστο: «Αρτιστίκ αλητείες, καθότι rock n’ roll γενικά, και ίσως συγκεκριμένα.» Άβολο. Ήταν ακριβώς αυτή η περίοδος που θεωρούσα ότι μπορώ να εισχωρήσω σε κυριλέ μέρη, μουσεία και χλιδάτα σημεία και να κάνω τη «φάση μου», με ακριβώς την ίδια άνεση που ένιωθα οικείο το Καμπεθόν και το Τριφασικό στο Μεταξουργείο. «Όλοι μια παρέα είμαστε», πίστευα. Τελικά, όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Απέβαλλα την ανάγκη να υπηρετώ ως στάση ζωής και κοσμοθεωρίας οποιοδήποτε μανιφέστο γιατί δεν ήθελα να είμαι εγκλωβισμένος σε καταστάσεις που καθορίζονται από εύηχες, καλοστημένες, παραπλανητικές και απροσδιόριστες ατάκες.

Πρόσφατα, σε μία συνέντευξη από το αρχείο του Θανάση Λάλα, διάβασα το εξής:

Θανάσης Λάλας: Η δημιουργία είναι μια αφορμή επικοινωνίας;
Λουκάς Σαμαράς: Η δημιουργία είναι ένα είδος επικοινωνίας που στηρίζεται στην αισθητική. Η δημιουργία δημιουργεί η ίδια αισθητική.

Θ.Λ.: Πώς δημιουργούμε αισθητική;
Λ.Σ.: Η αισθητική δημιουργείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες… Είναι λιγάκι σαν κακομαθημένο παιδί η αισθητική.

Αν το να ζεις, περιλαμβάνοντας αναπόφευκτα την επικοινωνία, είναι η ύψιστη τέχνη που μπορείς να δημιουργήσεις, απ’ αυτή τη δημιουργία τι αισθητική προκύπτει; Ποια είναι η αισθητική της ζωής και της επικοινωνίας σου; Μήπως ζούμε και επικοινωνούμε αμήχανα, επομένως δημιουργούμε και άβολη αισθητική; Μπορεί όλο αυτό να είναι αποτέλεσμα της οικειοποίησης μιας υβριδικής ταυτότητας αφού θεωρούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα να είμαστε παντού και πουθενά ταυτόχρονα;

Οι διαχωριστικές γραμμές που έσβησαν με το πέρασμα των χρόνων είχαν ως σκοπό τη συμπερίληψη. Σαφώς και όλοι μπορούμε να συνυπάρχουμε, όμως το πρόβλημα δεν ήταν οριοθέτηση αλλά ο τρόπος που τα όποια σύνορα απέκλειαν ανθρώπους για ταξικούς -και όχι μόνο- λόγους. Καλύτερα να ανήκεις κάπου συγκεκριμένα παρά να έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι μέρος ενός μεγαλύτερου ποικιλόμορφου συνόλου. Είναι κάπως άβολο.