Λατρεύω το σινεμά και κατ’ επέκταση συνήθιζα να λατρεύω τα βραβεία Όσκαρ. Έχω στο πατάρι μου αμέτρητες βιντεοκασέτες με αφιερώματα σε παλιές τελετές βραβείων, από την δεκαετία του ’30 μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Κατόπιν, καθόμουν και ξενυχτούσα – φοιτητής ων με ελάχιστες πρωινές υποχρεώσεις – βλέποντας ζωντανά και σε real time τις σπουδαίες απονομές των Όσκαρ, των τελών της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές των ’00s. Μόνο η απονομή των Όσκαρ του 2000, με όλες εκείνες τις σπουδαίες ταινίες του 1999, αρκούσε τότε για να έχεις ατέλειωτα θέματα συζήτησης με φίλους και γνωστούς για τις επόμενες δυο εβδομάδες.
Μιλάμε για πολύ «δυνατές» και αξιομνημόνευτες τελετές, σε μια εποχή προ-Ιντερνετ, προ-μέσων κοινωνικής δικτύωσης και προ faux-σελεμπριταριού, μια εποχή δίχως TikTok και δίχως μαλακισμένες και άνευ νοήματος στιγμές όπως εκείνη, προ δεκαετίας, με την βλαμένη και κατά συρροή τηλεοπτική απατεώνισα Ελεν Ντε Τζενέρις να κάνει το παρακάτω cringe ανοσιούργημα σε φάση «ω, τι ωραία που περνάμε εμείς εδώ οι πλούσιοι»:
Έχω σταματήσει να βλέπω τα Όσκαρ για πάνω από μια δεκαετία – η τελευταία φορά ήταν στην τελετή απονομής του 2012.
Έχω σταματήσει να τα βλέπω όχι επειδή η ώρα είναι απαγορευτική (μπορώ να πάρω άδεια από την δουλειά μου ή να εργαστώ πιο αργά μέσα στην ημέρα, αν χρειαστεί), αλλά από επιλογή μου. Ξεκάθαρη επιλογή μου.
Εχω σταματήσει να τα βλέπω επειδή βαριέμαι. Θανατερά. Θέλω να πω, και πριν βαριόμουν σε διάφορες στιγμές της τελετής, αλλά το overall αποτέλεσμα, το πηλίκο της οπτικοακουστικής εξίσωσης, ήταν θετικό στο τέλος της βραδιάς.
Σε κάθε τελετή υπάρχουν, άλλωστε, οι βαρετά ανούσιες και οι συναρπαστικά ενδιαφέρουσες στιγμές της.
Εκτός αν την τελετή την παρουσιάζει ο Ρίκι Ζερβέζ, όπως έκανε με την αντίστοιχη τελετή των Χρυσών Σφαιρών το 2010, 2011, 2012, 2016 και 2020, χαρίζοντάς μας απολαυστικές στιγμές καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης του.
O Ζερβέζ φυσικά έκανε αυτό που πρέπει να κάνει κάθε σωστός παρουσιαστής σε μια τέτοια τελετή: «ξεκώλιασε», με τα αστεία και τις εύστοχες παρατηρήσεις του, τους συναδέλφους του, ηθοποιούς, φέρνοντας στο φως όλην αυτή την πλουτοκρατική υποκρισία του Χόλιγουντ.
Αυτή που ο χθεσινός (σημερινός) παρουσιαστής τους, ο Τζίμι Κίμελ απέτυχε να κάνει, αποπειρώμενος να κάνει μερικά χλιαρά ή άκρως ντροπιαστικά αστειάκια μέχρι και για την Μαλάλα Γιουσουφζάι. Ένας μάλιστα «ακόλουθος» του Gervais, προ ωρών, ζήτησε, μέσω Twitter, από τον βρετανό κωμικό «να παρουσιάσει τα Όσκαρ του 2024, μπάς και γελάσει λίγο το χειλάκι μας».
Η απάντηση του Ρίκι με ένα δικό του tweet ήταν κάθετη, ρητή και κατηγορηματική: «F*** that», δηλαδή «Με τίποτα».
Ο Ζερβέζ έχει πιάσει, ασφαλώς, το νόημα εδώ και περίπου 15 χρόνια που κινείται με την άνεση του κωμικού του ρόλου μέσα στα corridors of power του Χόλιγουντ, τους ίδιους αυτούς «διαδρόμους εξουσίας» που επί μια δεκαετία επέτρεπαν σε παραγωγούς όπως ο Χάρβεϊ Γουάινστάιν να επιτίθεται σεξουαλικά ή να βιάζει νεαρές ηθοποιούς.
Ο Ρίκι ξέρει καλά ότι τα Όσκαρ, ως κινηματογραφικός θεσμός, έχουν πιάσει «πάτο» εδώ και μια δεκαετία, ότι κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με αυτά και έχει αποφασίσει, δικαίως και ευλόγως, να απομακρυνθεί από αυτά, όσο η Ακαδημία Κινηματογράφου των ΗΠΑ που τα διοργανώνει δεν αποφασίσει να αλλάξει ρότα στο «καράβι» της: ένα καράβι που πλέον κινείται καθαρά στη φάση της πολιτικής ορθότητας, της, μάταιης και συχνά ανούσιας, προσπάθειας των βραβείων περί «συμπερίληψης» (την μια χρονιά όλοι βγαίνουν και αναρωτιούνται γιατί «δεν υπάρχουν περισσότερες γυναίκες υποψήφιοι», την επόμενη «γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι Αφροαμερικανοί υποψήφιοι», την μεθεπόμενη «γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι βάζελοι υποψήφιοι», «γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι υδραυλικοί υποψήφιοι» κ.ο.κ).
Μιας θλιβερής απόπειρας που, εκτός του ότι ζέχνει pseudo-κορεκτίλα της κακιάς ώρας (με την έννοια ότι το Χόλιγουντ έχει να λύσει άλλα, περισσότερα ζητήματα εντός των τάξεών του, όπως οι ίσες αμοιβές των γυναικών ηθοποιών ή κομπάρσων σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους), επίσης μετατοπίζει διαρκώς το κέντρο βάρος του όλου θεσμού από το αμιγώς κομμάτι της Τέχνης και του σινεμά, από την ποιότητα της υποκριτικής τέχνης του καθενός από τους συμμετέχοντες, σε άλλα ζητήματα, τα οποία θα έπρεπε να λύνονται ή να έχουν ήδη λυθεί με απλούς κοινωνικούς αυτοματισμούς.
Κοινώς, το Χόλιγουντ έχει «χάσει τη μπάλα» μέσα σε αυτό τον ιδεολογικό κυκεώνα και «οτινανισμό» της μετά-Lehman Brothers εποχής στην Αμερική και επειδή οι θεατές των Όσκαρ κάθε άλλο παρά ηλίθιοι είναι, μυρίστηκαν φόβο, όπως τα σκυλιά, και σταδιακά άρχισαν να λακίζουν από την τηλεθέαση με αποκορύφωμα τα βραβεία Όσκαρ του 2022, που σημείωσαν ιστορικό χαμηλό τηλεθέασης.
Γι’ αυτό και στην περσινή τελετή, οι υπεύθυνοι σκαρφίστηκαν κάτι στημένες γελοιότητες όπως «Το Χαστούκι», μπας και ανακινήσουν ξανά το ενδιαφέρον των, νεαρών κυρίως, θεατών απέναντι στην βαρετά πεθαμενατζίδικη και άκρως υποκριτική τελετή τους με αυτο-ακκιζόμενους σταρ να πλέκουν, δήθεν γνήσια, το εγκώμιο των συναδέλφων τους.
Βραβεία fake συμπερίληψης, βραβεία τραγικού καλλιτεχνικού οίκτου, βραβεία «χρωστούμενων» (συχνά ένας σκηνοθέτης παίρνει Όσκαρ όχι για την ταινία που πραγματικά άξιζε, αλλά για μια επόμενη του, επειδή ο Χόλιγουντ… αναγνώρισε ετεροχρονισμένα το λάθος του), βραβεία προσωπικών χαρών και ενός μετερνίχειου ενδοτισμού προς στούντιο και εταιρείες παραγωγής (όλοι ξέρουν τις χρηματικές «ταρίφες» και του κύκλου δωροδοκιών που παίζουν εντός των κύκλων της Ακαδημίας…), βραβεία υπογειακών διεργασιών, αλλά σίγουρα όχι βραβεία με την πραγματική έννοια του όρου είναι πλέον τα Όσκαρ.
Και όπως λέει και σε ένα επεισόδιο της σειράς «Extras» [διόλου τυχαία, του συνήθη υπόπτου, του Ρίκι Ζερβέζ] η πρωταγωνίστρια Κέιτ Ουίνσλετ: «That is another way you win an Oscar. Seriously, think about it. Daniel Day-Lewis in My Left Foot. Oscar. Dustin Hoffman, Rain Man, Oscar. John Mills, Ryan’s Daughter, Oscar. Yeah. Seriously. You are guaranteed an Oscar if you play a mental».
Άσχετα αν ο Μπρένταν Φρέιζερ άξιζε 100% το Όσκαρ που έλαβε χθες (σήμερα) για την ερμηνεία του στην «Φάλαινα»: ο ρόλος του ήταν μεν αβανταδόρικος και όδευε με τα χίλια προς το χρυσό αγαλματίδιο, αλλά αν τον δείτε πως παίζει (με τα φρύδια, με τις εκφράσεις του προσώπου του, με τα puppy eyes του), ασφαλώς και ο τύπος αυτός άξιζε δικαίως το βραβείο.
Η υποκρισία του θεσμού φαίνεται από ένα πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό που συνέβη προ πολλών ετών: όταν η Sally Field πήρε το Όσκαρ για την ερμηνεία της ως Norma Rae το 1979, ανεβαίνοντας στο πόντιουμ είπε: «What does the Academy Award mean? I don’t think it means much of anything». Η Φιλντ έμεινε, μετά την δήλωσή της αυτή, εκτός Χόλιγουντ και μεγάλων στούντιο για πολλά χρόνια, μέχρι να κάνει μια σχεδόν διεκρινιστική δήλωση και το Χόλιγουντ που δέχεται τα… απολωλότα πρόβατα πίσω στο σελεμπριτομαντρί του, αποφάσισε, με μεγαλοθυμία, να της ξαναπροσφέρει δουλειά και να της ξανανοίξει τις πόρτες της υποκριτικής. Οι υποκριτές του Χόλιγουντ για την υποκριτική. Μάλιστα.
Πλην της υποκρισίας, τα τελευταία χρόνια είναι άκρως εκνευριστικό αυτό που συμβαίνει με κάποιους που βρίσκουν την ευκαίρια να χρησιμοποιήσουν την ομιλία τους, αν κερδίσουν, προκειμένου να μας κουράσουν σχετικά με τις πολιτικές τους αντιλήψεις, είτε αφορά την ισότητα των δυο, τριών ή πέντε φύλων, είτε αφορά στην κακομεταχείριση των ζώων, είτε στην αδιαφιλονίκητη ανωτερότητα της σφολιάτας έναντι της ζύμης κουρού, είτε στην κλιματική αλλαγή.
Οι τύποι αυτοί, οι hollier than thou, είναι μακράν οι χειρότεροι και ο Ζερβέζ τα έχει πει ξανά καλά και γι’ αυτούς: «σας ικετεύω, αν κερδίσετε, απλώς πάρ’ τε το Όσκαρ σας, ευχαριστήστε την μαμά, τον μπαμπά και όποιον Θεό πιστεύετε και κατεβείτε από το πόντιουμ».
Η πολιτικοποίηση των Όσκαρ είναι ένα μείζον θέμα ξενερώματος: όταν το 2013 το Όσκαρ πήγε στην ταινία «Argo», το βραβείο το παρέδωσε, σε μια κίνηση υψηλής πολιτικής σημειολογίας και ψευτο-γεωπολιτικής ανωτερότητας, η ίδια η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, η Michelle Obama, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση των ΗΠΑ, χάριν της συνδρομής της στην υπόθεση της απελευθέρωσης των αμερικανών κρατουμένων από την πρεσβεία των ΗΠΑ, στην Τεχεράνη, το 1980.
Στο τέλος της ημέρας, όλοι γνωρίζουνε ποια είναι η πραγματική χρησιμότητα των Όσκαρ: είναι αποκλειστικά για τους ηθοποιούς, τους παραγωγούς των ταινιών και τους σκηνοθέτες.
Ενα βραβείο Όσκαρ αυτό που κάνει, στην πραγματικότητα, είναι να ανεβάζει το κασέ του κάθε ηθοποιού (με ένα Όσκαρ, η αμοιβή σου εκτινάσσεται, αυτομάτως, στα 10 εκατ. δολάρια ανα ταινία, ενώ με δυο Όσκαρ στα 20 εκατ. ευρώ ανά ταινία), το ίματζ της κάθε παραγωγού εταιρείας και το πρεστίζ του εκάστοτε σκηνοθέτη.
Αυτό που, στην τελική, με εκνευρίζει με τα Όσκαρ και αδυνατώ να τα παρακολουθήσω πλέον είναι το εξής: ότι εν πλήρη γνώσει της, η Ακαδημία Κινηματογράφου των ΗΠΑ επέλεξε να διαλέξει να διοργανώσει μια ανώδυνη τελετή αντί να διοργανώσει μια που να συναρπασει.
Πήρε την οψιόν του Να-Μην-Προσβάλλω-Κανέναν-Εντός-Και-Εκτός-Της-Αίθουσας απέναντι σε ένα τηλεοπτικό γεγονός που, μέχρι πριν 15 χρόνια, έσφυζε από ζωή, συναρπαστικές στιγμές, ευτράπελα και κινηματογραφική ζωτικότητα.
‘Εκατσε σαν Neo απέναντι από τον Μορφέα και αντί για το κόκκινο χάπι της διασκέδασης με Δ κεφαλαίο, επέλεξε την safe και απολύτως ασφαλή λύση του μπλε χαπιού της κοινωνικής και πολιτικής κορεκτίλας, αλλά και των «ανώδυνων» κινηματογραφικών λύσεων, τύπου «The King’s Speech» ή «The Artist», δηλαδή ταινιών που πριν 20 χρόνια δεν θα ήταν ούτε καν υποψήφια και ξαφνικά βρέθηκαν νικήτριες.
Γιατί; Γιατί ζούμε σε άλλους καιρούς. Και «υπάρχει λόγος σοβαρός» που δεν βλέπω Όσκαρ. Γιατί, σαν τον Πορτοκάλογλου, «είναι χλιαρά». Lukewarm αγγλιστί, που είναι ένας από τους χειρότερους, σχεδόν υποτιμητικούς, χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν οι Αγγλοσάξονες, είτε για ένα πρόσωπο, είτε για ένα γεγονός, είτε για μια κατάσταση. Ή σαν το πρόσφατο «Phantom Thread», μια ταινία από έναν υπεργαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Πολ Τόμας Αντερσον, η οποία ωστόσο δεν παίρνει κανένα ρίσκο. Απολύτως κανένα. Χλιαρή σαν χαμομηλάκι για συνταξιούχους του ΟΓΑ που περιμένουν να πάει 1η του μηνός γι να πάνε στην τράπεζα.
Κατάντια, πραγματικά. Ετσι όμως δεν φέρνεις τον νεαρόκοσμο στα Όσκαρ (ούτε με φθηνά κολπάκια τύπου «σέλφις με Ελεν» και υποτιθέμενα χαστούκια). Ετσι, τον απομακρύνεις.
Και όπως συμβαίνει και στο Matrix, αυτό που εγώ, ως θεατής, ζω τα τελευταία 15 χρόνια με τις τελετές των Όσκαρ, με κάνει να θέλω να πω σε κάποιον «έλα και βγάλε με από την πρίζα και βγάλε με, την ίδια στιγμή, από την τηλεοπτική μου μιζέρια».
Εκτός αν αποφασίσουν να φέρουν τον Ρίκι Ζερβέζ να παρουσιάσει αυτός τα Όσκαρ.
Εκεί, ναι, θα το ξανασκεφτώ.