Το 1999 ήταν η χρονιά που ο Neo έμαθε kung-fu. Ήταν η χρονιά που ο κόσμος έμαθε τον πρώτο κανόνα του Fight Club. Ήταν η χρονιά που η Haley Joel Osment είδε νεκρούς ανθρώπους, που μια βιντεοκάμερα συνέλαβε μια πλαστική σακούλα να χορεύει στον άνεμο και τρεις φοιτητές κινηματογράφου πήγαν στο δάσος του Maryland για να βρουν μια μάγισσα και να μην επιστρέψουν ποτέ. Η χρονιά που έβρεξε βατράχια από τον ουρανό, που ο Τομ και η Νικόλ πειραματίστηκαν με τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις και που ένας χαρισματικός μαριονετίστας ζούσε και εργαζόταν στον όροφο 7 1/2 ενός κτιρίου γραφείων στο Μανχάταν.

Και άλλες χρονιές μας έδωσαν σπουδαίες ταινίες (π.χ. το 1995 κυκλοφόρησαν, σε διάστημα μερικών μηνών 4 από τις σπουδαιότερες ταινίες των ’90s, τα «Se7en», «Συνήθεις Ύποπτοι», «Ενταση» και «Braveheart»), όμως αυτό που συνέβη, σε κινηματογραφικό επίπεδο, στο αμερικανικό σινεμά κατά το τελευταίο έτος του περασμένου αίωνα, ήταν, ταυτόχρονα, σημαδιακό, σημαντικό και σπουδαίο. Και μάλλον, μοναδικό στα σινεφίλ χρονικά.

«Being John Malkovich», «Office Space», «Magnolia», «Eyes Wide Shut», «American Beauty», «The Matrix», «The Sixth Sense», «Boys Don’t Cry», «Three Kings», «The Insider», «The Virgin Suicides», «Magnolia», «Election», «Blair Witch Project», «Fight Club», «Man On The Moon» και «Straight Story».

Όλες αυτές οι ταινίες – σημαντικές, μία προς μία, τόσο για τον είδος τους, όσο και γενικά για το αμερικανικό σινεμά – κυκλοφόρησαν κάποια στιγμή μέσα στο 1999. Όσοι τις είδαν και τις βίωσαν σε real time, σε πραγματικό χρόνο προβολής, ορκίζονται ότι δεν τις ξέχασαν ποτέ. Αλλοι, τις ξαναβλέπουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ανακαλύπτοντας εκ νέου καινούργια πράγματα και επιβεβαιώνοντας το όποιο μεγαλείο τους, όπως λόγου χάρη με την παρακάτω εκπληκτική σεκάνς από την ταινία «Magnolia» του Paul Thomas Anderson.

Πολλές από τις ταινίες που κυκλοφόρησαν τότε συνέβαλαν στην «ίδρυση» ενός κινηματογραφικού υπο-είδους. Πάρτε για παράδειγμα το «The Blair Witch Project», χωρίς την ύπαρξη του οποίου δεν θα είχαμε το, σήμερα πανταχού παρόν, είδος του «found-footage», που έγινε διάσημο από μετέπειτα ταινίες όπως το «Cloverfield».

Ηταν το «The Blair Witch Project», εντελώς αντικειμενικά, μια σπουδαία ταινία; Μάλλον όχι. Αλλά τότε, η προβολή της συνδυάστηκε με ένα σωρό φήμες: το οπτικοακουστικό υλικό που βρέθηκε ήταν αληθινό ή ψέμα; Το γεγονός αυτό συνέβη στα αλήθεια ή όχι; Και πως είναι δυνατόν η μάγισσα του τίτλου της να μην εμφανίζεται πουθενά μέσα στην ταινία; Δεν υπήρχε και ιντερνετ τότε, ώστε να μας βοηθήσει με κάποιο τρόπο, να διαλευκάνει την υπόθεση (ή να θολώσει ακόμη περισσότερο τα νερά).

Κανείς δεν μπορούσε, στην αρχή τουλάχιστον, να καταλάβει αν αυτή η ταινία ήταν μυθοπλασία ή ένα πραγματικό ντοκιμαντέρ. Και όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω της, ενέτεινε και γιγάντωσε το μυστήριο – και την κινηματογραφική της αξίας. Για να μην μιλήσουμε για το πόσοι αποχώρησαν από τις προβολές της έχοντας υποστεί ναυτία, λόγω της χρήσης της κάμερας, που πήγαινε πάνω κάτω συνέχεια αποπροσανατολίζοντας τον ανυποψίαστο θεατή.

Και όμως: Με τη βοήθεια του «Blair Witch», οι πωλήσεις βιντεοκαμερών αυξήθηκαν, από τα μέσα του 1999 και μετά, πάνω από 800% έως το 2000-2001 και πλέον οι κινηματογραφιστές μπορούσαν να κάνουν ταινίες με πολύ περιορισμένο προϋπολογισμό και να επεξεργαστούν τις ταινίες τους σε φορητό υπολογιστή. Η απόλυτη εκδημοκρατικοποίηση του σινεμα, όπως περίπου συνέβη και με το πανκ. Το «Βlair Witch Project» ήταν μια αμιγώς πανκ στην ψυχή της ταινία, όπως αντίστοιχα οι low budget ταινίες του George Romero.

Αλλά και το «Magnolia» ξεκίνησε ένα νέο υποείδος, αυτό των πολλών διαφορετικών και αλληλοσυμπλεκόμενων μεταξύ τους ιστορίων που σε κάποιο σημείο τέμνονται, προς το τέλος και ο θεατής καταλαβαίνει τότε ποια ήταν η αόρατη αυτή κλωστή που τις ένωνε -το συγκεκριμένο είδος που στην συνέχεια μάς πρόσφερε κινηματογραφικά «διαμάντια», όπως το «Babel», το «Amores Perros» και το «21 Γραμμάρια».

Στο δε «The Matrix» των Lana και Lilly Wachowski, και με το Διαδίκτυο να έχει κάνει ήδη τα πρώτα του δειλά βήματα, κυριαρχούσε η ιδέα ότι «όσο είμαστε διαρκώς online, η πραγματικότητά μας γινόταν ολοένα και πιο εύκαμπτη», μια ιδέα που σήμερα, 23 χρόνια μετά,  είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.Το «Matrix» ώθησε τους θεατές να αναρωτηθούν ευθέως: «Ποιος, εντέλει, ελέγχει τη ζωή μου; Εγώ ή οι μηχανές; Εγώ ή το Διαδίκτυο; Και τι θα απογίνω αν πέσω θύμα και γίνω δέσμιος αυτής της εικονικής πραγματικότητας;»

 

Πολλές από τις ταινίες αυτές του 1999 τις χαρακτηρίζει ένα fin de siècle αίσθημα -μια διάχυτη προ-αποκαλυπτική αγωνία γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η τελευταία, προ Υ2Κ, χρονιά ενός νέου αιώνα και νεός Θαυμαστού Νέου Κόσμου μου (μάς) ξημέρωνε.

Βάτραχοι πέφτουν από τον ουρανό στο «Magnolia», η οικογένεια του Λέστερ Μπέρναμ καταρρέει στο «American Beauty», τα σεξουαλικά όργια και η παρακμή κάνουν το «Eyes Wide Shut» να μοιάζει με μια αθώα διήγηση από ένα βιβλίο του Γκιγιόμ Απολινέρ ή του μαρκησίου Ντε Σαντ, ενώ κάποιοι εξαιρετικά οργισμένοι και απογοητευμένοι από την ζωή τους, τύποι δέχονται να γρονθοκοπούνται μέχρι θανάτου, μήπως και «νιώσουν έστω λίγο ζωντανοί» μέσα σε μια μουντή και βαρετή καθημερινότητα.

Το «Fight Club» είναι μάλλον η σημαντικότερη όλων από την φουρνιά αυτή (και όχι μόνο επειδή διαθέτει ίσως το συγκλονιστικότερο φινάλε σε σύγχρονη ταινία του Χόλιγουντ, όταν καταρρέουν τα πάντα γύρω από τους πρωταγωνιστές υπό τους ήχους του «Where Is My Mind?» των Pixies).

Είναι η ταινία που έβαλε στο επίκεντρό της την τοξική αρρενωπότητα του σύγχρονου Αμερικανού και την έκανε κομματάκια, την ξέσκισε κυριολεκτικά. Μαζί με το «American Beauty» και το «Office Space», απεικόνισαν τον Αμερικανό άνδρα να προσπαθεί να αρθρώσει έναν αντίλογο απέναντι στον πανταχού παρόντα καταναλωτισμό της εποχής, με τα ήρεμα προάστιά του και τον πολιτικοκοινωνικό εφησυχασμό της «κυρ-παντελήδικης» ζωής του. 

Αυτές οι ταινίες, μαζί με το «Magnolia» του Anderson, υποστήριξαν ότι η ομορφιά θα μπορούσε να βρεθεί εκεί που δεν περίμενε κανείς – όπως, π.χ. σε μια πλαστική σακούλα που πετάει στον άνεμο – και όλοι θα έπρεπε να ζούμε λιγότερο σύνθετες και περίπλοκες και πολύ πιο ουσιαστικές ζωές. Αλλά ζούμε όντως πιο ουσιαστικές ζωές σε σχέση με τότε;

Υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στο «Θαυμαστό 1999»: η τηλεοπτική σειρά «The Sopranos» άρχισε να παίζεται το 1999, αλλά μόλις στις αρχές του 2000 άρχισε να παίρνει «τα πάνω της». Μέχρι τότε, δεν υπήρχε ακόμη πόλη αυτή η λαίλαπα με τις δεκάδες τηλεοπτικές σειρές που κατακλύζουν τις οθόνες μας -μια «κατάκτηση» που, τύποις, ξεκίνησε επισήμως το 2004-05, με το «Lost», οπότε τα κινηματογραφικά στούντιο άρχισαν να επενδύουν λιγότερο σε ταινίες και περισσότερο σε σειρές.

Με την «Χρυσή Εποχή της Αμερικανικής Τηλεόρασης» να απέχει μερικά χρόνια ακόμη, η συγκυρία ήταν ιδανική: οι ταινίες που βγήκαν στα τέλη του 20ου αιώνα όρισαν, καθόρισαν και εν πολλοίς σηματοδότησαν τις νέες σινεφίλ εξελίξεις. Ο κόσμος συνέχιζε να μπαινοβγαίνει στα σινεμά και τα multiplexes σαν να μην… υπήρχε αύριο.

Εν κατακλείδι, οι περισσότερες από τις ταινίες του 1999 έμοιαζαν να ρίχνουν, άλλοτε μια κλεφτή και μερική και άλλοτε μια διεισδυτική και πλήρη ματιά προς στην κατεύθυνση που όδευε τότε η αμερικανική, κυρίως, κοινωνία καθώς έμπαινε σε μια νέα εποχή, μια εποχή που εξισορροπούσε επιτυχώς ή μη ανάμεσα στο υπαρξιακό άγχος του χθες και του σήμερα και τον αρχέγονο ενθουσιασμό του άυριο και μιας νέας πραγματικότητας που ερχόταν, κυρίως με την μορφή του Διαδικτύου.

Πολλοί θεώρησαν ότι αυτή η εξωφρενικά σπουδαία παραγωγή ταινιών κατά το έτος 1999 θα ήταν η απαρχή μιας νέας εποχής για τον αμερικανικό κινηματογράφο. Αντίθετα, πλέον αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο και όσο περνούν τα χρόνια και πλέον πλησιάζουμε στην 25ετία, ως η απόλυτη κινηματογραφική κορύφωση του Χόλιγουντ – έναν δημιουργικό και καλλτεχνικό κολοφώνα που η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία ενδεχομένως να μην ξαναπροσεγγίσει ποτέ της.