Είναι μια ιστορία (-καθόλου έκπληξη-) που οι γονείς μας προσπάθησαν από μικρή ηλικία να μας την βιδώσουν για τα καλά στο μυαλό μας: πώς ο Κοντορεβιθούλης του παιδικού παραμυθιού, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, αφήνει πίσω του ψίχουλα ώστε να μην χαθεί.
Η έννοια της περιπλάνησης μακριά απ’ την οικογενειακή εστία είναι τόσο κυρίαρχη στα παιδικά παραμύθια που ακόμη και η μορφή του Λύκου στην Κοκκινοσκουφίτσα αποτελεί ένα αιώνιο συμβολισμό του τι μπορεί να πάθεις έτσι και διανοηθείς να περιπλανηθείς μόνος σου σε ένα μέρος που δεν ξέρεις, μια terra πέρα για πέρα incognita από το παιδικό και προεφηβικό σου GPS.
Εγώ πάλι το μόνο που θυμάμαι είναι κάτι καλοκαίρια, στο εξοχικό μου, στον Κάλαμο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90: μια παρέα τεσσάρων 14χρονων αγοριών, σαν μικρογραφία των ηρώων του βιβλίου «Στάσου Πλάι Μου» του Στίβεν Κινγκ, να ετοιμάζουν από το προηγούμενο βράδυ τα σακίδια τους με μια βαθιά αγωνία για το που θα τους έβρισκαν οι γονείς τους την επόμενη μέρα.
Αυτή ήταν η δική μου παρέα, οι προεφηβικοί μου κολλητοί: που βάζαμε το ξυπνητήρι στις 7 τα ξημερώματα, συναντιόμασταν στον κεντρικό φούρνο, προμηθευόμασταν νερά, μίλκο, τυρόπιτες, ψωμί, τυρί και σαλάμι και χανόμασταν για τις επόμενες 12 ώρες στα βουνά και τα ρουμάνια γύρω απ’ τους Άγιους Αποστόλους παριστάνοντας τους μικρούς εξερευνητές του Ντίσνεϊ. Eίχαμε βρει, τότε, το κλειδί για μια ευτυχισμένη ζωή.
Περνάγαμε μέσα από λόφους «χτισμένους» από ψηλά φυτά, κάτω από κλήματα, διασχίζαμε μικρά ρυάκια, ξαποσταίναμε για λίγο και συνεχίζαμε την εξερεύνηση, χωρίς ποτέ να γνωρίζουμε που διάολο θα μας βγάλει μια περιπέτεια, η οποία δεν στηριζόταν σε κανέναν χάρτη της περιοχής.
Για πυξίδα μας είχαμε μόνο το, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, ένστικτό μας και για χάρτη διαθέταμε μόνο μια παιδαριώδη, αλλά ορθώς εμπειρική, αίσθηση προσανατολισμού του στυλ «από εκεί είναι η θάλασσα, άρα εκεί πρέπει να κατευθυνθούμε». Κι όμως, επί τρία συναπτά καλοκαίρια, τόσες βόλτες μέσα σε δάση και λόφους, δεν χαθήκαμε ποτέ.
Ενώ, αντίθετα, τις προάλλες που δοκίμασα να βάλω το GPS στο αυτοκίνητο προκειμένου να βρω τον προορισμό μου, χάθηκα (προφανώς από λάθος της ίδιας της συσκευής γεωεντοπισμού). Και όταν κατόπιν χρειάστηκε και απαιτήθηκε από μένα να χρησιμοποιήσω το ένστικτό μου, ως οδηγού, προκειμένου να προσανατολιστώ, μια χαρά τα κατάφερα και έφτασα εκεί που ήθελα.
Living La Vida Local ή μια περιπέτεια δίχως έκπληξη
Πριν 20 ή 30 χρόνια ζούσαμε κυριολεκτικά μια τρελή ζωή, μια vida loca χωρίς πολλούς περιορισμούς κι απαγορεύσεις. Σήμερα όμως, με όλα αυτά τα τεχνολογικά επιτεύγματα που μας περιτριγυρίζουν απειλητικά, ζούμε μια vida local, όπως την έχουν ονομάσει οι αμερικανοί κοινωνιολόγοι, μια ζωή όπου το κάθε σου βήμα παρακολουθείται σε τοπικό επίπεδο (local), χωρίς καμιά πλέον δυνατότητα να χάνεσαι μέσα στις αχανείς μεγαλουπόλεις ή τις τεράστιες, ανοιχτές υπαίθρους της επαρχίας.
Πλέον, με μια σειρά από εφαρμογές, είτε είσαι στο δωμάτιο του σπιτιού σου, είτε αποκομμένος στις εσχατιές της ηπείρου σου, κρυμμένος από φίλους και δοσατζήδες, ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο: θα σε βρουν.
Ο Τζακ, η Κέιτ και οι υπόλοιποι ήρωες του Lost, αν ζούσαν σε μια μεγαλούπολη κι όχι στο ερημονήσι όπου τους εξόρισε άπαξ και δια παντός η φαντασία του Τζέι Τζέι Αμπραμς, δεν θα ένιωθαν καθόλου «Χαμένοι», αφού θα είχαν γύρω τους όλες τις πιθανές βοήθειες των νέων τεχνολογιών για να βρουν την έξοδο διαφυγής τους -και έτσι θα χάναμε κι εμείς το πιο πετυχημένο τηλεοπτικό φαινόμενο των ’00s.
Το Google Earth, από την άλλη, χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή τους δρόμους και τους περνάει κατόπιν σε μια βάση δεδομένων, όπου ο καθένας από εμάς κατόπιν μπορεί να το βρει στο ίντερνετ και να βάλει το χαρακτηριστικό «σημαιάκι» πάνω απ’ το σπίτι του και τα σπίτια των φίλων και γνωστών του -κι απ’ εκεί προφανώς και στο κινητό του τηλέφωνο.
Εσχάτως, οι συσκευές εντοπισμού έχουν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά σε σχέση ακόμη και με την ανθρώπινη φαντασία, προσφέροντας μια τεράστια γκάμα εφαρμογών εξεύρεσης, από ταξί μέχρι τα πόστα που τη στήνουν οι μπάτσοι κάνοντας αλκοτέστ: δια του λόγου το αληθές, στην Αμερική κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια το trapster, αποτελώντας το δεξί χέρι (άλλοι θα το έλεγαν ακόμη και ρουφιάνο) του καθενός που θα ήθελε να μάθει που ακριβώς την στήνει η αστυνομία, κάνοντας ελέγχους ή που είναι τοποθετημένες οι ηλεκτρονικές κάμερες της τροχαίας για τον έλεγχο της ταχύτητας.
Ο κάθε υποψιασμένος νυχτόβιος, με ένα προσωπικό account στο πρόγραμμα αυτό, φορτώνει μέσα του πληροφορίες και info από τη δική του εμπειρία και σιγά σιγά δημιουργείται ένας χάρτης με όλα τα απαγορευτικά, για τον οδηγό, πόστα όπου ενδέχεται να τον πιάσουν τσακωτό μετά από μια νύχτα κραιπάλης.
Το trapster φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθεί έως παράνομο ή ακόμη και να προκαλέσει την παρέμβαση ενός εισαγγελέα, όμως πλέον, εδώ και χρόνια, υπάρχει και μια σειρά από άλλες συσκευές που στηρίζονται σε τεχνολογία GPS για να κάνουν την ζωή μας λίγο πιο εύκολη. Και, την ίδια στιγμή, κατά τι πιο περίπλοκη – γιατί μια συσκευή υπόκειται και αυτή – όπως αντίστοιχα και το ένστικτο προσανατολισμού του εγκεφαλικού μας GPS – σε λάθη και παραλείψεις.
Μάθαμε πως στον Θαυμαστό Νέο Κόσμο του ίντερνετ και της τεχνολογίας όλα είναι πιθανά. Μερικά δε απ’ αυτά είναι κι απολύτως χρήσιμα ή, τέλος πάντων, βολικά για την καθημερινότητά μας. Είμαστε σίγουροι όμως πως τα θέλουμε όλα αυτά; Θα μου πεις, αν δεν το θέλεις εσύ φίλε, μην το βάζεις στο κινητό σου, άσε όμως εμάς να επιλέξουμε το τι θέλουμε και τι όχι. Σωστό και θεμιτό, δεν λέω.
Εγώ όμως σε ρωτάω κάτι άλλο: θέλεις όντως μια πραγματικότητα, εικονική ή όχι, όπου κάθε σου βήμα θα μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο ενός προγράμματος συνδεδεμένου με το κινητό τηλέφωνο ή το pc του κολλητού σου;
Είναι το ίδιο δίλημμα που ταλαιπωρεί τους δημιουργούς του χαπιού της αμνησίας, του Propranolol: όπως δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από τον ανθρώπινο εγκέφαλο το στοιχείο μιας άσχημης, έστω, εμπειρίας ως παράδειγμα για μελλοντικές μας συμπεριφορές, έτσι κι αντίστοιχα δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τον παράγοντα «έκπληξη» απ’ το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Και ένας κόσμος όπου όλα είναι, από πριν, απολύτως προβλέψιμα, χωρίς κανένα στοιχείο αιφνιδιασμού, είναι ένας κόσμος a priori βαρετός.
Είναι μια ιστορία (-καθόλου έκπληξη-) που οι γονείς μας προσπάθησαν από μικρή ηλικία να μας την βιδώσουν για τα καλά στο μυαλό μας: πώς ο Κοντορεβιθούλης του παιδικού παραμυθιού, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, αφήνει πίσω του ψίχουλα ώστε να μην χαθεί.
Η έννοια της περιπλάνησης μακριά απ’ την οικογενειακή εστία είναι τόσο κυρίαρχη στα παιδικά παραμύθια που ακόμη και η μορφή του Λύκου στην Κοκκινοσκουφίτσα αποτελεί ένα αιώνιο συμβολισμό του τι μπορεί να πάθεις έτσι και διανοηθείς να περιπλανηθείς μόνος σου σε ένα μέρος που δεν ξέρεις, μια terra πέρα για πέρα incognita από το παιδικό και προεφηβικό σου GPS.
Εγώ πάλι το μόνο που θυμάμαι είναι κάτι καλοκαίρια, στο εξοχικό μου, στον Κάλαμο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90: μια παρέα τεσσάρων 14χρονων αγοριών, σαν μικρογραφία των ηρώων του βιβλίου «Στάσου Πλάι Μου» του Στίβεν Κινγκ, να ετοιμάζουν από το προηγούμενο βράδυ τα σακίδια τους με μια βαθιά αγωνία για το που θα τους έβρισκαν οι γονείς τους την επόμενη μέρα.
Αυτή ήταν η δική μου παρέα, οι προεφηβικοί μου κολλητοί: που βάζαμε το ξυπνητήρι στις 7 τα ξημερώματα, συναντιόμασταν στον κεντρικό φούρνο, προμηθευόμασταν νερά, μίλκο, τυρόπιτες, ψωμί, τυρί και σαλάμι και χανόμασταν για τις επόμενες 12 ώρες στα βουνά και τα ρουμάνια γύρω απ’ τους Άγιους Αποστόλους παριστάνοντας τους μικρούς εξερευνητές του Ντίσνεϊ. Eίχαμε βρει, τότε, το κλειδί για μια ευτυχισμένη ζωή.
Περνάγαμε μέσα από λόφους «χτισμένους» από ψηλά φυτά, κάτω από κλήματα, διασχίζαμε μικρά ρυάκια, ξαποσταίναμε για λίγο και συνεχίζαμε την εξερεύνηση, χωρίς ποτέ να γνωρίζουμε που διάολο θα μας βγάλει μια περιπέτεια, η οποία δεν στηριζόταν σε κανέναν χάρτη της περιοχής.
Για πυξίδα μας είχαμε μόνο το, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, ένστικτό μας και για χάρτη διαθέταμε μόνο μια παιδαριώδη, αλλά ορθώς εμπειρική, αίσθηση προσανατολισμού του στυλ «από εκεί είναι η θάλασσα, άρα εκεί πρέπει να κατευθυνθούμε». Κι όμως, επί τρία συναπτά καλοκαίρια, τόσες βόλτες μέσα σε δάση και λόφους, δεν χαθήκαμε ποτέ.
Ενώ, αντίθετα, τις προάλλες που δοκίμασα να βάλω το GPS στο αυτοκίνητο προκειμένου να βρω τον προορισμό μου, χάθηκα (προφανώς από λάθος της ίδιας της συσκευής γεωεντοπισμού). Και όταν κατόπιν χρειάστηκε και απαιτήθηκε από μένα να χρησιμοποιήσω το ένστικτό μου, ως οδηγού, προκειμένου να προσανατολιστώ, μια χαρά τα κατάφερα και έφτασα εκεί που ήθελα.
Living La Vida Local ή μια περιπέτεια δίχως έκπληξη
Πριν 20 ή 30 χρόνια ζούσαμε κυριολεκτικά μια τρελή ζωή, μια vida loca χωρίς πολλούς περιορισμούς κι απαγορεύσεις. Σήμερα όμως, με όλα αυτά τα τεχνολογικά επιτεύγματα που μας περιτριγυρίζουν απειλητικά, ζούμε μια vida local, όπως την έχουν ονομάσει οι αμερικανοί κοινωνιολόγοι, μια ζωή όπου το κάθε σου βήμα παρακολουθείται σε τοπικό επίπεδο (local), χωρίς καμιά πλέον δυνατότητα να χάνεσαι μέσα στις αχανείς μεγαλουπόλεις ή τις τεράστιες, ανοιχτές υπαίθρους της επαρχίας.
Πλέον, με μια σειρά από εφαρμογές, είτε είσαι στο δωμάτιο του σπιτιού σου, είτε αποκομμένος στις εσχατιές της ηπείρου σου, κρυμμένος από φίλους και δοσατζήδες, ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο: θα σε βρουν.
Ο Τζακ, η Κέιτ και οι υπόλοιποι ήρωες του Lost, αν ζούσαν σε μια μεγαλούπολη κι όχι στο ερημονήσι όπου τους εξόρισε άπαξ και δια παντός η φαντασία του Τζέι Τζέι Αμπραμς, δεν θα ένιωθαν καθόλου «Χαμένοι», αφού θα είχαν γύρω τους όλες τις πιθανές βοήθειες των νέων τεχνολογιών για να βρουν την έξοδο διαφυγής τους -και έτσι θα χάναμε κι εμείς το πιο πετυχημένο τηλεοπτικό φαινόμενο των ’00s.
Το Google Earth, από την άλλη, χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή τους δρόμους και τους περνάει κατόπιν σε μια βάση δεδομένων, όπου ο καθένας από εμάς κατόπιν μπορεί να το βρει στο ίντερνετ και να βάλει το χαρακτηριστικό «σημαιάκι» πάνω απ’ το σπίτι του και τα σπίτια των φίλων και γνωστών του -κι απ’ εκεί προφανώς και στο κινητό του τηλέφωνο.
Εσχάτως, οι συσκευές εντοπισμού έχουν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά σε σχέση ακόμη και με την ανθρώπινη φαντασία, προσφέροντας μια τεράστια γκάμα εφαρμογών εξεύρεσης, από ταξί μέχρι τα πόστα που τη στήνουν οι μπάτσοι κάνοντας αλκοτέστ: δια του λόγου το αληθές, στην Αμερική κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια το trapster, αποτελώντας το δεξί χέρι (άλλοι θα το έλεγαν ακόμη και ρουφιάνο) του καθενός που θα ήθελε να μάθει που ακριβώς την στήνει η αστυνομία, κάνοντας ελέγχους ή που είναι τοποθετημένες οι ηλεκτρονικές κάμερες της τροχαίας για τον έλεγχο της ταχύτητας.
Ο κάθε υποψιασμένος νυχτόβιος, με ένα προσωπικό account στο πρόγραμμα αυτό, φορτώνει μέσα του πληροφορίες και info από τη δική του εμπειρία και σιγά σιγά δημιουργείται ένας χάρτης με όλα τα απαγορευτικά, για τον οδηγό, πόστα όπου ενδέχεται να τον πιάσουν τσακωτό μετά από μια νύχτα κραιπάλης.
Το trapster φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθεί έως παράνομο ή ακόμη και να προκαλέσει την παρέμβαση ενός εισαγγελέα, όμως πλέον, εδώ και χρόνια, υπάρχει και μια σειρά από άλλες συσκευές που στηρίζονται σε τεχνολογία GPS για να κάνουν την ζωή μας λίγο πιο εύκολη. Και, την ίδια στιγμή, κατά τι πιο περίπλοκη – γιατί μια συσκευή υπόκειται και αυτή – όπως αντίστοιχα και το ένστικτο προσανατολισμού του εγκεφαλικού μας GPS – σε λάθη και παραλείψεις.
Μάθαμε πως στον Θαυμαστό Νέο Κόσμο του ίντερνετ και της τεχνολογίας όλα είναι πιθανά. Μερικά δε απ’ αυτά είναι κι απολύτως χρήσιμα ή, τέλος πάντων, βολικά για την καθημερινότητά μας. Είμαστε σίγουροι όμως πως τα θέλουμε όλα αυτά; Θα μου πεις, αν δεν το θέλεις εσύ φίλε, μην το βάζεις στο κινητό σου, άσε όμως εμάς να επιλέξουμε το τι θέλουμε και τι όχι. Σωστό και θεμιτό, δεν λέω.
Εγώ όμως σε ρωτάω κάτι άλλο: θέλεις όντως μια πραγματικότητα, εικονική ή όχι, όπου κάθε σου βήμα θα μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο ενός προγράμματος συνδεδεμένου με το κινητό τηλέφωνο ή το pc του κολλητού σου;
Είναι το ίδιο δίλημμα που ταλαιπωρεί τους δημιουργούς του χαπιού της αμνησίας, του Propranolol: όπως δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από τον ανθρώπινο εγκέφαλο το στοιχείο μιας άσχημης, έστω, εμπειρίας ως παράδειγμα για μελλοντικές μας συμπεριφορές, έτσι κι αντίστοιχα δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τον παράγοντα «έκπληξη» απ’ το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Και ένας κόσμος όπου όλα είναι, από πριν, απολύτως προβλέψιμα, χωρίς κανένα στοιχείο αιφνιδιασμού, είναι ένας κόσμος a priori βαρετός.