Περίπου ζωντανή, ημιθανής από αλκοόλ, υδατάνθρακες, νικοτίνη και απανωτά ξενύχτια, διαβάζω ειδήσεις ατάκτως εριμμένες, καλοστημένες στα σάιτ, με το κινητό μου ανοιχτό, σαν στόμα απορημένο φωσφορίζον γεμάτο σάλια κι απορίες, ανάμεσα σε κούπες καφέ, πρωινά, τσιγάρα και άλλα κινητά-στόματα που χάσκουν. Διαβάζω «300 ηλικιωμένοι αρνούνται να πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο γιατί δεν έχουν πού να πάνε, δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο ή και τον λογαριασμό της ΔΕΗ, δεν τους περιμένει κανείς, δεν έχουν πρόσκληση για κάποιο γιορτινό τραπέζι». Μου ανεβαίνουν κλάματα, τα συγκρατώ, πρέπει να θυμάμαι το 2024 να σταματήσω να κλαίω με το παραμικρό. Ένα τοσοδούλι resolution, ας πούμε.
Σαν μικρόβιο κόλλησε σε χιλιάδες ανθρώπους, παράλληλα, το μικρόβιο της στοχοθεσίας με τη νέα χρονιά. Εγώ, όπως και αρκετοί άλλοι, σιωπώ. Αυτή την χρονιά, το 2023, δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ήταν το τέλος της αθωότητάς μου, όχι επειδή οι κεραίες μου υπήρξαν τόσο ευαίσθητες στα συλλογικά συμβάντα, αλλά επειδή για κάθε συλλογική συμφορά, για κάθε μεγάλη πληγή (Τέμπη, πλημμύρες, ο σπρωγμένος άνθρωπος από το καράβι και τόσα ακόμη), μια στενή, προσωπική, αυστηρά ατομική, ολόδική μου συμφορά ερχόταν να ανταγωνιστεί το μέγεθος του πόνου και της αγωνίας. Η χρονιά, το 2023 εννοώ, είχε ξεκινήσει κάπως δυσοίωνα, από διάφορες απόψεις, αλλά είχα τόσα ωραία να περιμένω. Η απόσχιση από την ζωή μου του μεγάλου έρωτα, του ανθρώπου στα χέρια του οποίου είχα αφεθεί με τρόπο ανεπανάληπτο και συνταρακτικό, για τα δεδομένα μου, ήταν καταλυτική. Οι φράσεις «κομμένα πόδια», «μισή ζωή», «άλλος εαυτός» κτλ άρχισαν να ενσαρκώνονται επικίνδυνα, να λαμβάνουν υπόσταση πρακτική, σωματική, άρχισα να με χάνω και μαζί με μένα χάνονταν, λίγοι λίγοι, οι στόχοι που είχα θέσει το 2022.
Κάθε στόχος για να πραγματοποιηθεί, χρειάζεται έναν άνθρωπο για να τον πραγματοποιήσει. Κι άνθρωπος δεν υπήρχε. Με στήριξαν οι άλλοι άνθρωποι, οι δικοί μου άνθρωποι, όταν ένιωθα μόνη όσο ποτέ, όταν ήμουν έτοιμη να τους ρίξω στον γκρεμό για χάρη εκείνου-οξύμωρα πράγματα, παράξενα, πονετικά. Σταμάτησε η γυμναστική, η έγνοια για καλή διατροφή, σταμάτησε η αίσθηση ευθυνών (πρόγραμμα ύπνου και ξύπνιου), πράγματα που πριν από αυτόν τον χωρισμό φάνταζαν σημαντικά και με οδηγούσαν σε θυμό, τώρα μου φαίνονταν ασήμαντα, ελάχιστα, ανόητα. Τίποτε από ό,τι είχα κατά νου μου να μοιραστώ με τον άνθρωπο αυτόν δεν μπορούσε να συμβεί. Συνέβησαν τόσα άλλα που ούτε είχα φανταστεί: υπερέβην εαυτόν, κοιμήθηκα στο πάτωμα και ξύπνησα στο πάτωμα, δεν πεινούσα και δεν διψούσα για ώρες ή και μέρες, κατάφερα να συναντήσω μερικούς ανθρώπους με την δίψα να πάρω την συμβουλή τους για την κατάστασή μου, ένιωθα ακαταμάχητη μες στην εκτυφλωτική λάμψη του αδάμαστου πόνου μου, ο οποίος ήταν εντελώς δημόσιος (είχα γνώση περί αυτού και, φυσικά, ευθύνη), ένιωθα ότι βρίσκομαι σε ένα όχημα χωρίς φρένα-το σώμα μου-και ότι ανάπ πάσα στιγμή θα προσέκρουα κάπου και θα ερχόταν το λυτρωτικό τέλος.
Το 2023 έμαθα πως η ζωή έχει ύπουλη, παράξενη δύναμη και θυμήθηκα ότι ποτέ δεν έχει χρειαστεί μέχρι στιγμής να αρνούμαι εξιτήριο από νοσοκομείο επειδή δεν με περίμενε κανείς. Είναι φρίκη, πόνος ανείπωτος να μην σε περιμένει αυτός που έχεις θέσει εσύ πάνω από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, επειδή είναι ο Έρωτας, ο έρωτάς σου. Αλλά είναι ευλογία να σε περιμένουν τόσοι άλλοι, γονείς, φίλοι, συνάδελφοι, αναγνώστες, γείτονες ακόμα, ξένοι, εκείνοι οι σπλαχνικοί ξένοι που βρέθηκαν στον δρόμο μου, στον δρόμο σου, όταν παρέπαιες, όταν κατέρρεες. Και ακόμα μεγαλύτερη ευλογία, να σε περιμένει ο εαυτός σου ξανά, στην γωνία, εκεί στον καθρέφτη, στο μαξιλάρι το βράδυ, σε ένα νυχτερινό όνειρο ακόμα, να σου δίνει ο εαυτός σου δεύτερη ευκαιρία, ο ίδιος ο εαυτός που μπορεί και να ήθελες (πάνω στην κάψη την μεγάλη της φωτιάς) να εξοντώσεις, να σκοτώσεις κυριολεκτικά. Να σ’ αγαπάει ο εαυτός σου κι ας μην τον αγαπάς εσύ. Να θέλει να σε εκπλήξει, να σε ταξιδέψει, να μπαίνετε μαζί μετά σε παράξενες συναστρίες, να μην είναι ίδια η σχέση σας, να τον φοβάσαι, να τον απεύχεσαι κάποιες φορές κι αυτός εσένα να σου κρατάει μούτρα, να σου αντιστέκεται. Κι όμως, παρέα, σαν δεμένα κάρα στην αμμοθύελλα, έτσι ή αλλιώς, να βγάζετε μια ακόμα ρημάδα χρονιά. Μαζί. Εσείς που λυγίσατε τα γόνατά σας στα πεζοδρόμια του κέντρου, εσείς που μαζεύατε τα κλάματά σας σε ποτήρια, τώρα κοιτάτε τα πυροτεχνήματα στον ουρανό, τώρα λέτε «καλή χρονιά» και έχετε ένα ζευγάρι μάτια να σας κοιτά μ’ αγάπη, εσένα και τον εαυτό σου, με πλατιά θέληση να σας αγκαλιάσει και τους δύο, και εσένα και τον εαυτό σου. Και κάπως έτσι, εσύ και ο εαυτός σου φιλιώνετε ξανά, μετά από πολύ καιρό, έτσι καθώς εκείνος σας σφίγγει μαζί στα χέρια του, τρυφερά, σίγουρα.
Το 2024 ξεκινάει για μένα χωρίς τα συνήθη resolutions που, μεταξύ μας, κάθε σώφρων άνθρωπος τα κάνει από τον Σεπτέμβρη, όχι καταμεσίς του «σχολικού έτους». Το 2024 θα ξαναβρώ τα πατήματά μου: θέλω λιγότερα άσκοπα ξενύχτια, περισσότερα απολαυστικά πρωινά με ηρεμία χρόνου και όχι τρεχάλα, θέλω να είμαι περισσότερο συνεπής στις υποχρεώσεις και τα deadlines μου, θέλω να ξαναβρώ το ιδανικό μου αγαπημένο σώμα, εκείνο που με κάνει να νιώθω φανταστικά, θέλω επιστροφή στην ψυχοθεραπεία, αλλά κυρίως, θέλω να παραμείνω μονιασμένη με τον εαυτό μου. Δεν θέλω να ξαναζήσω αυτή την απόσχιση-αυτή η απόσχιση είναι θάνατος. Δεν θέλω να με ξαναδεί ο εαυτός μου πεσμένη κάτω στον δρόμο να συσπώμαι από τους λυγμούς. Τουλάχιστον, όχι φέτος. Κατανόησα για τα καλά ότι, όπως λέει ο Καζαντζάκης, ευτυχία είναι να ζεις τις μεγαλύτερες δυστυχίες και, ναι, έχει δίκιο, γιατί για να πέφτεις καταγής για έναν έρωτα, φίλη μου, φαντάσου τι έρωτας υπήρξε, αλλά, ξαναλέω, φέτος προτιμώ να είμαι ζωντανή, από ό, τι ευτυχισμένη με τον τρόπο του Καζαντζάκη.
Ζωντανή και όρθια, στα δυο μου πόδια, παρακαλώ. Για το 2025 βλέπουμε τι θα στοχεύσουμε και τι θα σχεδιάσουμε.
ΥΓ: Είδα στον ύπνο μου πως πέθανα, πάλι, μα ήταν ωραία αυτή τη φορά· μια μέρα θα λογαριαστούμε καθαρά.
Περίπου ζωντανή, ημιθανής από αλκοόλ, υδατάνθρακες, νικοτίνη και απανωτά ξενύχτια, διαβάζω ειδήσεις ατάκτως εριμμένες, καλοστημένες στα σάιτ, με το κινητό μου ανοιχτό, σαν στόμα απορημένο φωσφορίζον γεμάτο σάλια κι απορίες, ανάμεσα σε κούπες καφέ, πρωινά, τσιγάρα και άλλα κινητά-στόματα που χάσκουν. Διαβάζω «300 ηλικιωμένοι αρνούνται να πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο γιατί δεν έχουν πού να πάνε, δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο ή και τον λογαριασμό της ΔΕΗ, δεν τους περιμένει κανείς, δεν έχουν πρόσκληση για κάποιο γιορτινό τραπέζι». Μου ανεβαίνουν κλάματα, τα συγκρατώ, πρέπει να θυμάμαι το 2024 να σταματήσω να κλαίω με το παραμικρό. Ένα τοσοδούλι resolution, ας πούμε.
Σαν μικρόβιο κόλλησε σε χιλιάδες ανθρώπους, παράλληλα, το μικρόβιο της στοχοθεσίας με τη νέα χρονιά. Εγώ, όπως και αρκετοί άλλοι, σιωπώ. Αυτή την χρονιά, το 2023, δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ήταν το τέλος της αθωότητάς μου, όχι επειδή οι κεραίες μου υπήρξαν τόσο ευαίσθητες στα συλλογικά συμβάντα, αλλά επειδή για κάθε συλλογική συμφορά, για κάθε μεγάλη πληγή (Τέμπη, πλημμύρες, ο σπρωγμένος άνθρωπος από το καράβι και τόσα ακόμη), μια στενή, προσωπική, αυστηρά ατομική, ολόδική μου συμφορά ερχόταν να ανταγωνιστεί το μέγεθος του πόνου και της αγωνίας. Η χρονιά, το 2023 εννοώ, είχε ξεκινήσει κάπως δυσοίωνα, από διάφορες απόψεις, αλλά είχα τόσα ωραία να περιμένω. Η απόσχιση από την ζωή μου του μεγάλου έρωτα, του ανθρώπου στα χέρια του οποίου είχα αφεθεί με τρόπο ανεπανάληπτο και συνταρακτικό, για τα δεδομένα μου, ήταν καταλυτική. Οι φράσεις «κομμένα πόδια», «μισή ζωή», «άλλος εαυτός» κτλ άρχισαν να ενσαρκώνονται επικίνδυνα, να λαμβάνουν υπόσταση πρακτική, σωματική, άρχισα να με χάνω και μαζί με μένα χάνονταν, λίγοι λίγοι, οι στόχοι που είχα θέσει το 2022.
Κάθε στόχος για να πραγματοποιηθεί, χρειάζεται έναν άνθρωπο για να τον πραγματοποιήσει. Κι άνθρωπος δεν υπήρχε. Με στήριξαν οι άλλοι άνθρωποι, οι δικοί μου άνθρωποι, όταν ένιωθα μόνη όσο ποτέ, όταν ήμουν έτοιμη να τους ρίξω στον γκρεμό για χάρη εκείνου-οξύμωρα πράγματα, παράξενα, πονετικά. Σταμάτησε η γυμναστική, η έγνοια για καλή διατροφή, σταμάτησε η αίσθηση ευθυνών (πρόγραμμα ύπνου και ξύπνιου), πράγματα που πριν από αυτόν τον χωρισμό φάνταζαν σημαντικά και με οδηγούσαν σε θυμό, τώρα μου φαίνονταν ασήμαντα, ελάχιστα, ανόητα. Τίποτε από ό,τι είχα κατά νου μου να μοιραστώ με τον άνθρωπο αυτόν δεν μπορούσε να συμβεί. Συνέβησαν τόσα άλλα που ούτε είχα φανταστεί: υπερέβην εαυτόν, κοιμήθηκα στο πάτωμα και ξύπνησα στο πάτωμα, δεν πεινούσα και δεν διψούσα για ώρες ή και μέρες, κατάφερα να συναντήσω μερικούς ανθρώπους με την δίψα να πάρω την συμβουλή τους για την κατάστασή μου, ένιωθα ακαταμάχητη μες στην εκτυφλωτική λάμψη του αδάμαστου πόνου μου, ο οποίος ήταν εντελώς δημόσιος (είχα γνώση περί αυτού και, φυσικά, ευθύνη), ένιωθα ότι βρίσκομαι σε ένα όχημα χωρίς φρένα-το σώμα μου-και ότι ανάπ πάσα στιγμή θα προσέκρουα κάπου και θα ερχόταν το λυτρωτικό τέλος.
Το 2023 έμαθα πως η ζωή έχει ύπουλη, παράξενη δύναμη και θυμήθηκα ότι ποτέ δεν έχει χρειαστεί μέχρι στιγμής να αρνούμαι εξιτήριο από νοσοκομείο επειδή δεν με περίμενε κανείς. Είναι φρίκη, πόνος ανείπωτος να μην σε περιμένει αυτός που έχεις θέσει εσύ πάνω από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, επειδή είναι ο Έρωτας, ο έρωτάς σου. Αλλά είναι ευλογία να σε περιμένουν τόσοι άλλοι, γονείς, φίλοι, συνάδελφοι, αναγνώστες, γείτονες ακόμα, ξένοι, εκείνοι οι σπλαχνικοί ξένοι που βρέθηκαν στον δρόμο μου, στον δρόμο σου, όταν παρέπαιες, όταν κατέρρεες. Και ακόμα μεγαλύτερη ευλογία, να σε περιμένει ο εαυτός σου ξανά, στην γωνία, εκεί στον καθρέφτη, στο μαξιλάρι το βράδυ, σε ένα νυχτερινό όνειρο ακόμα, να σου δίνει ο εαυτός σου δεύτερη ευκαιρία, ο ίδιος ο εαυτός που μπορεί και να ήθελες (πάνω στην κάψη την μεγάλη της φωτιάς) να εξοντώσεις, να σκοτώσεις κυριολεκτικά. Να σ’ αγαπάει ο εαυτός σου κι ας μην τον αγαπάς εσύ. Να θέλει να σε εκπλήξει, να σε ταξιδέψει, να μπαίνετε μαζί μετά σε παράξενες συναστρίες, να μην είναι ίδια η σχέση σας, να τον φοβάσαι, να τον απεύχεσαι κάποιες φορές κι αυτός εσένα να σου κρατάει μούτρα, να σου αντιστέκεται. Κι όμως, παρέα, σαν δεμένα κάρα στην αμμοθύελλα, έτσι ή αλλιώς, να βγάζετε μια ακόμα ρημάδα χρονιά. Μαζί. Εσείς που λυγίσατε τα γόνατά σας στα πεζοδρόμια του κέντρου, εσείς που μαζεύατε τα κλάματά σας σε ποτήρια, τώρα κοιτάτε τα πυροτεχνήματα στον ουρανό, τώρα λέτε «καλή χρονιά» και έχετε ένα ζευγάρι μάτια να σας κοιτά μ’ αγάπη, εσένα και τον εαυτό σου, με πλατιά θέληση να σας αγκαλιάσει και τους δύο, και εσένα και τον εαυτό σου. Και κάπως έτσι, εσύ και ο εαυτός σου φιλιώνετε ξανά, μετά από πολύ καιρό, έτσι καθώς εκείνος σας σφίγγει μαζί στα χέρια του, τρυφερά, σίγουρα.
Το 2024 ξεκινάει για μένα χωρίς τα συνήθη resolutions που, μεταξύ μας, κάθε σώφρων άνθρωπος τα κάνει από τον Σεπτέμβρη, όχι καταμεσίς του «σχολικού έτους». Το 2024 θα ξαναβρώ τα πατήματά μου: θέλω λιγότερα άσκοπα ξενύχτια, περισσότερα απολαυστικά πρωινά με ηρεμία χρόνου και όχι τρεχάλα, θέλω να είμαι περισσότερο συνεπής στις υποχρεώσεις και τα deadlines μου, θέλω να ξαναβρώ το ιδανικό μου αγαπημένο σώμα, εκείνο που με κάνει να νιώθω φανταστικά, θέλω επιστροφή στην ψυχοθεραπεία, αλλά κυρίως, θέλω να παραμείνω μονιασμένη με τον εαυτό μου. Δεν θέλω να ξαναζήσω αυτή την απόσχιση-αυτή η απόσχιση είναι θάνατος. Δεν θέλω να με ξαναδεί ο εαυτός μου πεσμένη κάτω στον δρόμο να συσπώμαι από τους λυγμούς. Τουλάχιστον, όχι φέτος. Κατανόησα για τα καλά ότι, όπως λέει ο Καζαντζάκης, ευτυχία είναι να ζεις τις μεγαλύτερες δυστυχίες και, ναι, έχει δίκιο, γιατί για να πέφτεις καταγής για έναν έρωτα, φίλη μου, φαντάσου τι έρωτας υπήρξε, αλλά, ξαναλέω, φέτος προτιμώ να είμαι ζωντανή, από ό, τι ευτυχισμένη με τον τρόπο του Καζαντζάκη.
Ζωντανή και όρθια, στα δυο μου πόδια, παρακαλώ. Για το 2025 βλέπουμε τι θα στοχεύσουμε και τι θα σχεδιάσουμε.
ΥΓ: Είδα στον ύπνο μου πως πέθανα, πάλι, μα ήταν ωραία αυτή τη φορά· μια μέρα θα λογαριαστούμε καθαρά.