Το καλοκαίρι (έγραφα πριν περίπου έναν χρόνο στο Olafaq.gr) είναι: Κολλώδες / Αγχωτικό αν δεν έχεις πολλά λεφτά / Μελαγχολικό αν δεν έχεις σχέση ή αν δεν κάνεις σεξ / Τραγικό αν σου λείπει Κάποια ή Κάποιος, ναι, ζέστη και το φως διαστέλλουν τα πάντα / Μοναχικό αν οι φίλοι σου φεύγουν διακοπές κι εσύ όχι / Κατσαριδάτο (δεν έχω χειρότερο, δεν υπάρχει χειρότερο).

Για να μην παρεξηγηθούμε, συνεχίζω να αγαπώ το καλοκαίρι. Αλλά το αγαπώ με την επιμονή της αγάπης που γεννήθηκε σαν υπόσχεση ιερή πριν από πολλά χρόνια και τώρα, δεν πάει να πατήσεις τον όρκο. Έκανα λίγη παρέα πρόσφατα με ένα κορίτσι 22 χρονών. Ουάου, 22 χρονών. Που θα πει: όλη η ζωή μπροστά και το τώρα, το παρόν δυνατό, έντονο, άγριο, ονειρώδες. Έλεγε πού θα πάει φέτος το καλοκαίρι: Ναύπλιο, Κω, Λευκάδα, Μεγανήσι. Σκέφτηκα σε ποια από όλα αυτά τα μέρη έχω πάει. Σε μπόλικα. Σκέφτηκα πως φέτος δεν λαχτάρησα ακόμα θάλασσα, κι ας την αγαπώ την θάλασσα πολύ, πάρα πολύ.

Καλοκαίρι είναι η λαχτάρα. Και ξέρω καλά, καμία λαχτάρα δεν θα συναντήσω στην ψύχωση των κουρασμένων σαραντάρηδων να βρουν καλή θέση στην παραλία και να παραγγείλουν ούζα στο παρά θιν’ αλός ταβερνάκι. Να μιλάνε για λεφτά όλη την ώρα, να μη λένε να αφήσουν λίγο τα κινητά στην ησυχία τους, να επενδύουν την δημιουργία κεφιού στο πιώμα, να θέλουν κατ’ ουσίαν να κοιμούνται όλη μέρα, να τους έχουν γαζώσει τα μυαλά τα καλόπαιδά τους, που τόσο αγαπούν φυσικά, αλλά τόσο καμιά φορά θα ήθελαν να μην έχουν-έστω για δυο, τρεις μέρες.

Παλιότερα, υποθέταμε ότι όλες, όλοι, κάπου πάμε διακοπούλες. Και μετά το Πάσχα αρχίζαμε τις ερωτήσεις: πού θα πάτε φέτος, εσείς; Για πού το καλοκαίρι, παιδιά; Κανονίσατε τίποτα; Οι απανωτές κρίσεις (οικονομικές, υγειονομικές κτλ) μάς έραψαν λίγο τα θάρρητα, μας έκαναν να μαζευτούμε ένα τι. Όπως και να έχει, όλο και κάπου θα πάμε. Πιθανά, κάπου που δεν θέλουμε και τόσο όσο λέμε. Πάλι στο χωριό, κλασικά πράγματα, καφέδες στις ίδιες πλατειούλες, τσαλαβούτες στην κοντινή παραλία, και πάλι καλά να λέμε, άλλοι δεν πάνε πουθενά, εμείς ιδροκοπάμε μες στο υπερφορτωμένο αμάξι και τρώμε τον μισθό της άδειας, αλλά περνάμε χάρμα και αν μετά γκρινιάξουμε πάλι, δεν πειράζει, το μαυρισμένο μας χρώμα θα κάνει την γειτόνισσα και την συνάδελφο στο γραφείο να σκάσουν.

Κούνια που μας κούναγε. Αν απομονώσουμε το καλοκαίρι από το πάλαι ποτέ κοινωνικό όνειρο των ”μπάνιων του λαού” και από το μέχρι σήμερα ανατροφοδοτούμενο καπιταλιστικό όνειρο των κοκτέιλ, των πεντάστερων με πισίνες πάνω από θάλασσες, των πανάκριβων καλοκαιρινών αμφιέσεων και του εξωτισμού που αναλώνεται σε παγωμένα κρασιά, crunchy παγωτά και πιατέλες ξέχειλες από τροπικά φρούτα, το καλοκαίρι δεν είναι το καλοκαίρι που μας έμαθαν. Το καλοκαίρι οι άνθρωποι δουλεύουν κανονικά. Και, μάλιστα, για πάρα μα πάρα πολλούς συμπολίτες, το καλοκαίρι σημαίνει ευκαιρία για δουλειά, για έξτρα χρήματα. Το καλοκαίρι δεν είναι κατ’ ανάγκην ξεγνοιασιά, είναι ιδρώτας και μόχθος, ειδικά σε μια χώρα που βασίζει στους δίσκους των σερβιτόρων μεγάλο μέρος του εθνικού της εισοδήματος. Το καλοκαίρι των εργαζομένων στις σεζόν ξεκινάει τον Οκτώβριο κι είναι φθινοπωρινό, γλυκό, ήρεμο, χωρίς βαβούρα. Το καλοκαίρι των παιδιών ξεκινάει μόλις κλείνουν τα σχολεία και χρειάζεται ελεύθερες ώρες, κόμιξ, τάμπλετ, φροντίδα και πολλά, πολλά παγωτά. Το καλοκαίρι των ερωτευμένων είναι κάθε μικρή απόδραση, έστω μισής μέρας, για ένα ηλιοβασίλεμα, για μια μηχανάδα στην παραλία, για ό, τι κρυφό ή φανερό. Για τους ερωτευμένους, καλοκαίρι είναι όσο διαρκεί ο έρωτάς τους.

Το καλοκαίρι το φτιάχνουμε εμείς και μην θυμώνετε, αυτό δεν είναι και τόοοσο κλισέ. Αρκεί λίγο να θυμηθούμε πόσο χάλια περάσαμε στην Σαντορίνη ή την Μήλο επειδή η παρέα ήταν όλη λάθος, επειδή, όσα χρήματα κι αν είχαμε τότε, η διάθεσή μας δεν μας επέτρεπε να τα ξοδέψουμε ώστε να ευχαριστηθούμε. Κι ας θυμηθούμε εκείνο το καλοκαίρι των 18 που πέντε μέρες στο νησί αρκούσαν για να μας δροσίσουν για όλη την κοπιώδη χρονιά διαβασμάτων. Όσο μεγαλώνουμε, ξέρουμε τι ζητάμε. Εκείνα τα σύκα. Εκείνη τη θέα. Τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας να είναι καλά. Μας αρέσει το πρωινό ξύπνημα. Περισσότερο από ό, τι, κάποτε, το ξενύχτι μέχρι πρωίας.

Κι αν δεν πάμε Αμοργό, Ικαρία, Σαμοθράκη, Πάρο, Κρήτη φέτος λίγο μάς νοιάζει. Αν μπορέσουμε να περάσουμε χρόνο με ανθρώπους που στ’ αλήθεια μας νοιάζουν, αυτό είναι το σημαντικό μας. Είναι φριχτή η μοναξιά και γύρω να ουρλιάζουν οι ομορφιές. Με κακή διάθεση, καλύτερα στην πόλη, στο μπαράκι-στέκι μας, στο σινεμαδάκι της γειτονιάς με τα γιασεμιά. Για τόσο μα τόσο πολλούς ανθρώπους, το καλοκαίρι μοιάζει με πληγή που δεν κλείνει παρά στα πρώτα κρύα του φθινοπώρου. Στην προστατευμένη, παλτουδένια αγκαλιά του χειμώνα, που κρύβει και κάτι, δεν τ’ αποκαλύπτει όλα στο φως, πασίγυμνα.

Οι θερινές ψευδαισθήσεις διαρκούν λίγο, όπως και να έχει. Οι χειμερινοί κολυμβητές, που γνωρίζουν την θάλασσα με τρόπο βαθύτερο και πιο αληθινό από ό, τι εμείς, οι βουτηχτές του Αυγούστου, θα μπορούσαν να μας εξηγήσουν καλύτερα. ”Ποιο καλοκαίρι;”, θα μας ρώταγαν και θα μειδιούσαν.

ΥΓ: Επαναλαμβάνομαι φριχτά, ενδεχομένως, αλλά προς ώρας, δεν έχω άλλο υστερόγραφο. (Ξανα)λέω, λοιπόν, πως το πιο αληθινό πράγμα στα καλοκαίρια: οι βροχές που σβήνουν την τσίκνα του δεκαπενταύγουστου και μοσχοβολούν κάτι σαν γιασεμί, κοχύλι ιδρωμένο.