Γράφει για την συγκατοίκηση η Χριστιάνα Στυλιανού πως είναι μια σκληρή πίστα στο παιχνίδι των σχέσεων. Καθώς αναπαράγω την φράση της, σκέφτομαι ότι η λέξη πίστα είναι αναγραμματισμός της λέξης ”πίτσα”. Μαντέψτε ποια λέξη με αγχώνει λιγότερο. Και τώρα, σκέφτομαι την λέξη επιζώ. Με ένα ”λ” γίνεται ελπίζω. Παύω-θέλω να πω, πόσο μα πόσο με γοητεύουν οι πιθανότητες παραλλαγής της τρέχουσας καθημερινότητας σε κάτι άλλο, κάτι μεγαλύτερο ή, καλύτερα, ομορφότερο, αγνότερο, ουσιαστικότερο.

Η συγκατοίκηση μοιάζει με το δοκιμαστικό κενό μεταξύ γάμου και ραντεβού. Δεν είμαστε, δηλαδή, παντρεμένοι, αλλά δεν βγαίνουμε απλώς-δεν είμαστε μαζί. Έχουμε ακόμα ξεπεράσει κι εκείνη την ολόγλυκη (την προσωπική μου αγαπημένη) περίοδο του ”μένουμε μαζί κάποια βράδια”. Αυτά τα βράδια είναι συνήθως βράδια ραντεβού, που πιθανότατα καταλήγουν σε σεξ, το σεξ σε ύπνο, έχω φέρει και μια οδοντόβουρτσα να βρίσκεται, φοράω το χθεσινό βρακί, θυμήθηκα και τα γυαλιά ηλίου μου στην τσάντα, είμαι πανέτοιμη, πάω για δουλειά, τα λέμε απόψε ή αύριο, θα σου τηλεφωνήσω.

Χωνεύω όλη τη μέρα τον έρωτα που κάναμε, μωρό μου, τον επαναφέρω σαν τραγούδι που ακούω ξανά και ξανά. Κι ακόμα δεν έχω ιδέα πώς είσαι στ’ αλήθεια, ποιος είσαι στ’ αλήθεια, έχω χρόνο να σε φανταστώ, να σε πλάσω, να σε αναπλάσω, να σε υποθέσω, να σε ονειρευτώ, να σε τεντώσω μες στο νου μου, ύφασμα ελαστικό, ξένο σε μένα, στην βιτρίνα μαγαζιού που μου κλείνει το μάτι. Με δίνω σε σένα με ρέγουλα, σου λείπω, βλέπω το  SMS σου στο γραφείο να δονεί το κινητό μου, χαμογελώ, ίσως αργώ μερικά λεπτά να απαντήσω, έτσι λίγο να σε τσουρουφλίσω, τώρα που αντέχω ακόμα, τώρα που μπορώ και θέλω κι εγώ να τσουρουφλίζομαι. Επιστρέφω σπίτι, σε ξεπλένω από πάνω μου, απόψε μάς κάλεσαν δυο φίλοι κάπου, φρέσκα ρούχα, πόσα ρούχα μου ακόμα δεν έχεις δει και από πάνω μου δεν έχεις ξεφλουδίσει, πώς θα το συνδυάσω τώρα αυτό, όχι έτσι, όχι έτσι, την άλλη φορά που είχα φορέσει αυτό το κόκκινο πουκάμισο με αυτό το τζιν παντελόνι έγινε καταστροφή, μεγάλη συμφορά, απόψε θα φορέσω εκείνο το ξεχασμένο το κοτλέ, που έχει επιστρέψει και στη μόδα και μια χαρά θα σου αρέσει. Όλη νύχτα θα φλερτάρουμε, το καινούργιο ζευγάρι της παρέας, ένα ματάκι χάντρα ρε παιδιά, μη μας ματιάσετε, μην ζηλεύετε το παρατεταμένο μας φιλί, σε ένα μήνα και τρεις εβδομάδες ακριβώς θα κλαίμε και θα χτυπιόμαστε, κάποιος θα έχει καταφέρει κιόλας στον άλλον το πρώτο χτύπημα-κάτω ή πάνω από την ζώνη.

Μα ύστερα από οκτώ μήνες και δύο μέρες, θα συμβεί κάτι ακόμα πιο λυπηρό από αυτά τα ερωτικά δάκρυα, τους τσακωμούς, τις διχόνοιες που φέρνει το πάθος και η τυφλότητα των εραστών. Ύστερα από οκτώ μήνες και δύο μέρες (Θεέ μου, κάνε όχι νωρίτερα από αυτό, τουλάχιστον) θα νιώσουμε ευτυχισμένοι έχοντας καθαρίσει μαζί το πεδίο της μάχης μετά από ένα πάρτυ. Κι ούτε φιλί δεν θα’ χουμε κουράγιο να δώσουμε-χλωρίνη τώρα, σακούλες σκουπιδιών, αγκομαχητά στη σκάλα, με βλέπεις με κλάμερ, βλέπω τον ιδρώτα σου, σε ξέρω, μου είσαι οικείος, χθες φόρεσα εκείνο το μαύρο φόρεμα το καλό μου, το ‘εχεις δει άλλες τέσσερις πέντε φορές-και λίγες λέω-, προχθές γδυνόμουν να μπω στο ντους και δεν με κοίταζες εκστασιασμένος, έγραφες μηνύματα για την δουλειά, μα πόσο επιτέλους θέλεις, κορίτσι μου, πλάσμα μου χρυσό, να διαρκέσει η έκσταση; Ποιος μουρλός διαλέγει την ρουτίνα από την έκσταση; Μόνο ο που ερωτεύεται, η που ερωτεύεται και, στην λογική-παράλογη συνέχεια, ο που αγαπά, η που αγαπά. Οι καιροί μας δεν έχουν σχέσεις που αντέχουν στον χρόνο, γιατί η επόμενη ψευδαίσθηση βρίσκεται ένα κλικ παρακάτω, ένα μπαρ παρακάτω. Μα εγώ θέλω να τελειώνω πια με τις ψευδαισθήσεις. Δεν θέλω να είναι αυτός ο λόγος που μένω μαζί σου. Δεν θέλω να νικήσει μια απόφαση για προσηλωμένη, ηπιότερη ζωή να καταπιεί και να νικήσει τον έρωτά μας. Θέλω να βυθιστώ αργά στην προδιαγεγραμμένη μοίρα των ζευγαριών, κρατώντας μια μικρή, ολόδική μου φέτα ελπίδας πως θα διαφέρουμε.

Σημείωμα προς τον αναγνώστη: Αν μπήκες στο κείμενο για να βρεις τρόπους να ξεχορταριάσεις την συγκετοίκησή σου, που τον πρώτο καιρό μοσχοβόλαγε, σου’ χω νέα. Clickbait. Καμία συμβουλή. Κι οπου διαβάζεις συμβουλές, να μην τις εμπιστεύεσαι. Έχω δει συνάδελφο με μαύρο κύκλο κάτω από τα μάτια και τρία αναμμένα τσιγάρα στο τασάκι να γράφει κείμενα (και πολύ καλά κείμενα) για το ευ ζην και την απόφαση να είμαστε ευτυχισμένοι.

Συγκατοικώ αλλιώς από ό, τι εσύ. Εσένα το θέμα σου είναι το σεξ. Εμένα ότι δεν στεγνώνουν καλά τα ρούχα μου στο μπαλκόνι του. Εσένα ότι δεν την εμπιστεύεσαι. Εμένα ότι φοβάμαι την ατάκα ”μωρό μου, πας να πάρεις λίγο άνηθο για το φρικασέ”; Εσένα ότι δεν την εγκρίνει η μάνα σου. Εμένα ότι δεν τον εγκρίνει η ποίησή μου, τα καλλιτεχνικά μου όνειρα, η ατίθαση φύση μου, το ίδιο μου το πετσί. Είμαι εθισμένη στις μικρές οδύνες, στα μικρά ναυάγια της έλλειψης, της επανακόλλησης των σπασμένων γυαλιών, δεν ξέρω τον τρόπο της στρογγυλάδας που έχει ο σταθερός, ήμερος χρόνος, έχω την αγριάδα του ”φεύγω”, του ”ψάξε με’΄’, του ”μου’ λειψες”.

Τι θ’ απογίνω; Φοβάμαι μην σκεφτεί ότι γλιτώνουμε νοίκι. Πώς μπορεί να σου κάνει πρωινό έρωτα ένας άνθρωπος που θα σκεφτεί τέτοιο πράγμα; Σκέφτομαι μην τον αηδιάσουν οι τρίχες μου καμιά φορά στο σιφόνι. Υπάρχει κάτι που λέγεται ”σιφόνι”. Κάτι που λέγεται ”σοβατεπί”. Τα λεφτά, μην μπουν στην μέση τα λεφτά, καήκαμε. Μην αρχίσουν τα ”ναι, μεν, αλλά”, οι παρεμβάσεις, οι περιορισμοί, η ανακοπή της κινηματογραφικότητας, τι θα απογίνω, πώς θα μπορέσω να επιζήσω σε έναν κόσμο φτιαγμένο για χαμογελαστά ζευγάρια στα σούπερ μάρκετ με καρότσι γεμάτο γάλατα αμυγδάλου και φρυγανιές wasa; Τα ζευγάρια αυτά τα φθονώ στη μοναξιά μου, τα περιγελώ στο απόγειο του έρωτά μου, τελικά δεν πάω πουθενά, μένω εκκρεμής, κρέμομαι χορευτικά, γράφω κείμενα που δεν δίνουν απαντήσεις ούτε σε μένα.

Ο έρωτας δεν χωρά πίσω από πόρτες με δύο κλειδιά. Ίσως φταίει που η πρώτη συγκατοίκηση στην οποία επένδυσα ολόκληρη την ζωή μου με κατέστρεψε. Αλλά, δεν μπορώ να μπω μισή στα σπουδαία. Ή όλη ή τίποτα. Ή όλα ή τίποτα. Βαθιές ανάσες. Καλά και τα ζιζάνια, καμιά φορά. Να τα βράσω τα ολάνθιστα περιβόλια που τα ξεραίνει ο χιονιάς. Θέλω να μάθω ν’ αγαπώ τους κήπους που τα’ χουν όλα. Και την κηπουρική της ζωής, που βγάζει και ξαναφυτρώνουν. Και ξανά και ξανά. Δρόμος προς την ωριμότητα-πόσες ερωτικές αστεγίες ακόμα; Τα γράψαμε τα ποιήματα της νιότης μας…Κι ένα παιδάκι για να σπαρθεί αξίζει σπίτι ζεστό να το περιμένει. ”Δεν πιστεύω να θες να γίνεις μάνα ως flaneur”, λέω στον εαυτό μου και πίνω μια γουλιά κρασί. Αυτό που διάλεξε εκείνος όταν του’ πα πως μου άρεσε. Το βρήκε σε προσφορά, εννιά ευρώ τα δύο. Του’ στειλα sms πως τον αγαπώ. Δεν μου έχει απαντήσει. Περιμένω να επιστρέψει να μου πει ”κι εγώ”. Ξέρω, μετά, θα ξαπλώσουμε, θα’ ναι αργά. Θα ξυπνήσω πλάι του ευτυχισμένη.

”Ως πότε;”, με ρωτάει καμιά φορά. Δεν βαριέσαι.