Καλοκαίρι προεφηβικό, κατασκηνωτικό. Δεν θυμάμαι χρονιά-κάπου μεταξύ 2005 και 2008. Τρωάδες, Επίδαυρος και κάθομαι στις θείες πλάκες μαζί με τις καλές μου φίλες από το «Χαρούμενο Χωριό». Γνωρίζω τον θρήνο της Εκάβης και είμαι δεν είμαι 15 χρονών. Το ρίγος δεν το ξεχνώ. Είχε προηγηθεί παράσταση Συρανό ντε Μπερζεράκ στο Θέατρο κάτω από την Γέφυρα, κάπου Πέμπτη Δημοτικού. Το θέατρο το αγάπησα από πολύ μικρή, ανεπιστρεπτί. Ως θεατής και ως επεξεργαστής του. Ποτέ δεν θέλησα να γίνω ηθοποιός, να ανέβω στο σανίδι, αλλά λαχταρούσα πάντα να βλέπω παραστάσεις. Θυμάμαι τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ στο Υπόγειο του Κουν, κάπου το 2012, σε σκηνοθεσία Λίλυς Μελεμέ-ένας απύθμενα εκφραστικός Φέρτης που είχε συγκλονίσει την μητέρα μου. Πώς να ξεχάσω την Έρση Μαλικένζου, την Μαρίνα Ψάλτη, τον Φαίδωνα Καστρή; Κι ύστερα, εικοσάρα πια, να βλέπω τη Ναταλία Στυλιανού σε ένα θέατρο στον Κεραμεικό να ερμηνεύει το κείμενο του Δημήτρη Τσεκούρα, την ”Μπέμπα”, περπατώντας πάνω σε μια σκηνή κατάμεστη από παπούτσια, να παραπαίει και να παραπατά ανάμεσά τους και τα μάτια της να είναι υγρά. Μετά, Γυάλινος Κόσμος, με Καταλειφό και Μπαζάκα. Ο δρόμος περνάει από μέσα, Καμπανέλλης, αχ, η Ρούλα Πατεράκη και ο αγαπημένος μου Πέρης Μιχαηλίδης να δίνουν ρέστα. Και μετά και μετά και μετά, με τον έρωτά μου, καλοκαιρινό θέατρο στον Βύρωνα, να μένουμε με το στόμα ανοιχτό απέναντι στο ολόψυχο και φλεγόμενο δόσιμο του Άρη Σερβετάλη επί σκηνής. Το Όνειρο ενός Γελοίου. Αφήνω πολλές παραστάσεις απ’ έξω.

Και είχα καιρό να δω μία που θα μπορούσα να βάλω μαζί με αυτές τις πέντε δέκα εμβληματικές μου. Είναι πολύ προσωπικό ζήτημα το θέατρο για τον θεατή του. Η ψυχή και το μυαλό δεν εναρμονίζονται με την περιρρέουσα κριτική. Σιγά μη νοιαστώ τι λέει η Καλτάκη, ο Γεωργουσόπουλος και η φίλη μου η Δρίβα, ακόμα ακόμα, για να συγκλονιστώ ή να μην. Το θέατρο είναι όπως ο έρωτας: σε βρίσκει όποτε θέλει αυτός, όπως θέλει αυτός, κατάκαρδα ή ξώφαλτσα, ή όπως. Και δεν είναι καν όπως η θάλασσα, που χίλιοι την χαίρονται και ένας την πληρώνει. Το θέατρο χίλιοι το πληρώνουν και συχνά ένας το χαίρεται. Και οι συντελεστές των θεατρικών θεαμάτων (δεν μιλώ για παραγωγούς τώρα) γνωρίζουν πολύ καλά ότι από ένα γεμάτο θέατρο, μπορεί μόνος ένας, ή τέλος πάντων ελάχιστοι θεατές να ταυτιστούν και να νιώσουν. Και αυτό είναι ok. Η παράσταση που με ταρακούνησε πολύ αυτή την περίοδο (σημειωτέον, η φετινή θεατρική σεζόν είναι, κατά την άποψή μου, η καλύτερη, η πιο πολυφωνική, η πιο καταιγιστική των τελευταίων τουλάχιστον δέκα ετών) ήταν οι Τρεις Ψηλές Γυναίκες του Ουίλσον στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Η ασυναγώνιστη περίπτωση της Καρυοφυλιάς Καραμπέτη. Και η αδιανόητη Ρένα Πιττακή, για χάρη της οποίας βαστάς την αναπνοή σου. Να μην χάσεις έναν της ψίθυρο. Όμως, μετά το πέρας της παράστασης, η επίγευση ήταν πιο φλατ. Μου αποτυπώθηκαν περισσότερο τα ειδικά εφέ και η συγκλό σκηνογραφία, παρά το θέατρο, το κείμενο, η ερμηνεία. Βέβαια, θέατρο είναι όλα. Είναι ένα μεγάλο, πλούσιο μπουκέτο. Είναι η τελική αίσθηση που θα προκύψει από το πάντρεμα της μουσικής, του λόγου, του ρυθμού, είναι αυτή η μαγεία. Και δύσκολα αποσυνθέτεις τις πρώτες ύλες για να τις αναλύσεις ξεχωριστά.

Την προηγούμενη εβδομάδα, την προτελευταία του Φλεβάρη, πήγα και είδα δύο παραστάσεις που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Το μπάτζετ και των δυο μαζι δεν φθάνει μέχρι ούτε το 1/5 του μπάτζετ των Τριών Ψηλών Γυναικών. Και η φήμη τους, ο αντίκτυπός τους επίσης. Δεν είναι παραστάσεις για τις οποίες θα ενδιαφερόταν το Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν είναι παραστάσεις που θα παραμιλά η πόλη (δια μέσου των γκράντε φρι πρες και των δημοφιλών Insta προφάιλς για μήνες). Ούτε λόγος για Στέγες και Ιδρύματα, που αγαπούν να περιχαρακώνουν στο καλά συστηματοποιημένο γίγνεσθαί τους παραστάσεις με θεματικές που πυρπολούν την εξουσία-την ίδια εξουσία που τους επιτρέπει να υπάρχουν. Όμως, αυτές οι δυο παραστάσεις είναι σημαντικές, και όχι μόνο για μένα που υπογράφω αυτό το κείμενο. Είναι σημαντικές επειδή διαθέτουν ψυχή, ψυχή ανυποστήρικτη από τους περιρρέοντες υποστηρικτικούς μοχλούς, ψυχή που φωνάζει και αξίζει να αγκαλιαστεί-όχι από φιλανθρωπία τύπου «α, οι καημένοι οι καλλιτέχνες κάναν μια αξιοπρεπή προσπάθεια, ας τους στηρίξουμε», όχι, όχι, η τέχνη και το industry είναι αμείλικτα πεδία.

Μιλώ για τους Δε Μιλένιαλς και για τον Οιδίποδα Τύραννο. Whaaat? Ω, ναι. Η παράσταση, σε κείμενο και σκηνοθεσία Χρύσας Κολοκούρη, “Δε μιλένιαλς”  παρουσιάζεται από την Τρίτη 20 Φεβρουαρίου και κάθε Τρίτη, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, στο bar του Τεχνοχώρου – Φάμπρικα. Τρεις νέοι άνθρωποι, λίγο πριν και λίγο μετά τα 30, προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους στη ζωή, τον έρωτα και τη φιλία. Ένα πάρτι γενεθλίων, ένας χωρισμός, το νοίκι στο τέλος του μήνα, ένας μουσικός παραγωγός που δεν έρχεται ποτέ, αποτυχημένες οντισιόν και συνεντεύξεις για δουλειά, η ενηλικίωση και η ελπίδα ότι, δεν μπορεί, κάτι θα συμβεί… Όλα με φόντο την Αθήνα του σήμερα. Κλάμα! Μύξα και κακό! Συγκίνηση! Γέλιο! Ορμή! Σκέψεις στον δρόμο μετά, με το τσιγάρο στο χέρι. Αίσθηση πλούτου, αίσθηση ολοκλήρωσης. Στο μετρό, μετά, συνάντησα έναν αγαπημένο μου, ηλικιωμένο ηθοποιό ο οποίος είχε βγει από άλλη παράσταση σε κάποιο από τα θέατρα του Κεραμεικού, εξίσου συγκλονισμένος και γλυκά ζαλισμένος από ό, τι είχε μόλις βιώσει. Το μοιραστήκαμε για λίγα λεπτά, μέχρι τη στάση Μοναστηράκι, και ήταν ένα ανεκτίμητο μοίρασμα.

Η άλλη περίπτωση, αυτή του Οιδίποδα Τυράννου, επίσης καταπληκτική. Λύγισα, μούσκεψα στα δάκρυα. Δεν είναι σύγχρονο, δεν είναι «αποψέ», δεν είναι Κουτλοπαλουμποβλαχονιαρρέ new age θέατρο. Δεν έχω τίποτε με αυτό το θέατρο-μάς έχει δωσει και διαμάντια. Όμως, αγαπώ πολύ και το μέσα, τρυφερό, κάπως ξεχασμένο κομμάτι του θεάτρου, ιδιαίτερα στο αρχαίο δράμα, αυτό των καταιγιστικών ερμηνειών που δεν υποστηρίζονται κατ’ ανάγκην από μια ρηξικέλευθη σκηνοθεσία, ούτε από μια σκηνογραφία έντονη, σε ρόλο πρωταγωνιστικό. Ταπεινά ρουχαλάκια, εμφανέστατα περιορισμένο μπάτζετ, τεράστιες ψυχές. Η Γιώτα Βέη είναι, ολόκληρη, η Ελλάδα που θρηνεί. Ο Λουκάς Κούτρας ένας ατόφιος, ειλικρινέστατος Οιδίπους, με λαϊκό πάτημα και θαυμαστό θάρρος. Ο Κώστας Μεσσάρης (που μετέφρασε απίθανα, σκηνοθέτησε, δίδαξε τους ηθοποιούς) δίνει ρέστα και ως ηθοποιός, στον ρόλο του Εξάγγελου. Κι η πανέμορφη, αιθέρια Χρυσηίδα σε στέλνει με τη φωνή της, την συνολική της παρουσία. Η λύρα και το σάζι επί σκηνής δημιουργούν ανατριχίλα.

Θα αρχίσουν να εκλείπουν παραστάσεις σαν αυτές τα επόμενα χρόνια. Θ έ α τ ρ ο. Θέατρο να σταματά ο χρόνος, να τρέμει η γης, όχι να ανασηκώνονται φρύδια και να σκάνε μειδιάματα. Να καθηλώνεσαι, όχι να θαυμάζεις την αρτιότητα της τεχνικής και την πρωτοτυπία του ευρήματος. Άλλο πράγμα. βεβαίως, ένα σύγχρονο, νεανικό κείμενο υποστηριγμένο από νέους, σχεδόν άκοπους ακόμα ηθοποιούς. Κι άλλο, ολόκληρος Οιδίποδας με ονόματα-βόμβες επί σκηνής. Κι όμως, μετά και από τις δύο παραστάσεις, περπατούσα σαν ελαφρώς χαμένη, η ψυχή μου παρέμεινε στα χέρια και τα πρόσωπα των ηθοποιών. Το θέατρο δεν παύει να με αποκαθηλώνει, να με ταπεινώνει, να με κατακερματίζει στα συστατικά της ύπαρξής μου. Παραμένω ευγνώμων.

Πάντα, πριν κάθε παράσταση, μασώ τσίχλα, να μη μυρίσει η ανάσα μου σε κανέναν θεατή. Όταν τελειώνει, ανάβω το αγαπημένο μου τσιγάρο όλων: το ”μετά το θέατρο”. Λυτρωτικό. Και ενίοτε, στην διάρκεια παραστάσεων, κρατώ χαρτομάντηλο, τρέχουν τα μάτια μου νερά. Συγκινούμαι πολύ και με το κομμάτι της υπόκλισης, διαλύομαι από συγκίνηση. Αφήνομαι στο θέατρο κι αυτό γίνεται μάνα μου: με ταχταρίζει, με τιμωρεί, με συγχωρεί για όλες μου τις σκανταλιές, τα λάθη. Είναι σημαντικό για μένα να πηγαίνω στο θέατρο, όπως για άλλους είναι σημαντικό να πηγαίνουν στο γυμναστήριο. Θεωρώ ότι η φυσική κατάσταση της ψυχής οφείλει να παραμένει καλή. Μέσα από ήρωες, κείμενα, σκηνές του θεάτρου, έχω ξεκλειδώσει εμένα, την ζωή μου, τον τρόπο που νιώθω και αντιλαμβάνομαι τις καταστάσεις. Δεν θέλω άλλο «καλό» θέατρο-για λίγο. Δεν με αφορούν προς ώρας οι εντυπωσιακές παραγωγές που οδηγούν σε μπερδεμένους θεατές ανυπόμονους να πάνε στ’ αμάξι να ξεπαρκάρουν-αυτό μού συνέβη στον Προμηθέα του Μπινιάρη, άνοιξε μια τρύπα μέσα μου με το βόλι και δεν την γέμισε μετά λουλούδι. Τζάμπα η αιμορραγία. Θέλω θέατρο ιαματικό, να με τραυματίζει μέχρι θανάτου και, τελευταία στιγμή, να προλαβαίνει να με σώζει, να με σηκώνει ψηλά, να με αναγεννά. Γκώσαμε από εντυπωσιασμούς, μινιμαλισμούς, τρέλες, φριχτές κλασικούρες, σοβαροφάνειες και ασόβαρες προσπάθειες άρσης της σοβαροφάνειας. Ζήτω η ψυχή του θεάτρου που, σε συγκεκριμένες παραστάσεις, κάνει τον χρόνο να σταματά στην κυριολεξία.

Μη μου μιλάτε τώρα, λίγο. Θέλω να κατακάτσει μέσα μου όλη η σκόνη που σηκώθηκε. Φύσηξε Αλήθεια εδώ. Κι πιο αλήθεια από την αλήθεια του αληθινά καλού θεάτρου δεν υπάρχει πουθενά εκεί έξω, στην ζωή.