Όταν το σπίτι παύει να μυρίζει ”σπιτίλα” σε έχει κάνει δική του. Όταν μυρίζει όπως το δέρμα σου, τα μαλλιά σου, οι συνήθειές σου, το σπίτι δεν είναι πια σπίτι, είναι σπιτικό. Αλλά πώς γίνεται να είναι σπιτικό κάτι που έχει ημερομηνία λήξης; Μια λήξη συμβολαίου τριετούς ή διετούς που συνήθως συνοδεύεται από αύξηση στο ποσόν του ενοικίου, μια αύξηση που ζαλίζει όλο και περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια. Πόσων ετών είσαι; Ρώτα με. Θα σου πω αμέσως. Πρόλαβα ενοίκιο σε σπίτι στα Εξάρχεια, κοντά στην πλατεία, 45 τετραγωνικά, με 180 ευρώ.

Οι μετακομίσεις παλαιότερα με ενθουσίαζαν. Οι Φρίντες πάνω στα μαξιλάρια ενώνονταν με τις μούρες των ανθρώπων από τα πόστερ, τους τίτλους των βιβλίων, τις προσδοκίες. Μια μαρινάδα ζωής και θανάτου μούλιαζε το ψαχνό μου, έφθανε μέχρι τα κόκαλα κι ερχόμουν και νοστίμιζα κι έμπαινα στον φούρνο της επόμενης ζωής, των επόμενων ντουβαριών, πεντανόστιμη. Κάθε άλλο σπίτι σηματοδοτεί μια άλλη περίοδο ζωής. Είναι αλλιώς να είσαι Κυψελιώτισσα κι αλλιώς να μένεις Αγίου Μελετίου ή Λεωφόρο Αλεξάνδρας ή οδό Αραχώβης. Φυσικά, είναι πολύ αλλιώς να είσαι 24 και αλλιώς 29 και 31 και 32 σε κάποιο σπίτι. Αλλάζουν όλα, αλλάζει η ζωή, οι αντοχές, τα πρόσωπα τριγύρω. Ποιους αγαπάς πολύ; Ρώτα με. Θα σου πω αμέσως. Εκείνους που πάτησαν ποδαράκι και που ήπιαν κρασάκι σε όλα, σε όλα μου τα σπίτια.

Οι μετακομίσεις τώρα με φοβίζουν. Ποια είμαι; Δεν έβγαλε ρίζες ακόμα το βολβουδάκι μου; Μας έμαθε έτσι η φύση, πως ανθίζουμε εκεί που ριζώνουμε. Μας έμαθε έτσι η φύση, αλλά δεν είμαστε δέντρα. Καλά, ούτε πουλιά είμαστε, μην τρελαθούμε. Ούτε φτερά φυτρώνουν, ούτε ριζαλάκια. Άβολοι βηματισμοί πάνω κάτω, πόδια ψηλά στις πόζες που μιμούνται τον θάνατο (μες στον ύπνο και πάνω στον έρωτα), πόδια βρεγμένα στις μπανιέρες τις ρυπαρές των σπιτιών του κέντρου, σπιτιών που μοιάζει, τελικά, να μην ανήκουν σε κανέναν. Κι όμως, το ένιωσα, το τελευταίο μου σπίτι «να μου μιλεί, να με παρακαλεί», να μπάζει το φως απ’ έξω με τρόπο σκανταλιάρικο. Είχα χρόνια να δω μια σκανταλιά και παρασύρθηκα, το νοίκιασα κυριολεκτικά λόγω του τρόπου με τον οποίο έπεφτε το φως στο ξύλινο δάπεδο, μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού.

Λες, τα σπίτια είναι προσωρινά, είναι ντουβάρια, λες άλλα μετράνε, λες οι άνθρωποι. Ναι, αλλά όταν όλοι οι άνθρωποι σε πληγώσουν και αρχίσεις να αισθάνεσαι Αποκοπή, Παραφορά και Ναυτία τρομερή, λόγω της Επικίνδυνης Μέθης των Ανθρώπων, το μόνο που σου απομένει είναι το σπίτι, οι τοίχοι του, το νερό που στάζει σπλαχνικά από τις βρύσες, τα στόρια του τα καλοκάγαθα που παγιδεύουν το φως όσο πιο μακριά σου γίνεται, είναι τα σεντονάκια σου τα δροσερά που καίνε κάτω από το σώμα σου, το σπίτι και τα συμπαρομαρτούντα του αρχίζουν να συμπαραστέκονται στο δράμα, στον χαμό σου. Λες, τα σπίτια είναι σπίτια, και σιγά τα γαμώσπιτα, κάτι κωλοδιαμερίσματα είναι, παλιά συνήθως, αφρόντιστα, με παλιά πατώματα και μαρμάρινους νεροχύτες που όσο κι αν τα καθαρίζεις φαίνονται βρόμικα, που σε τίποτα δεν μοιάζουν με αυτά που χαζεύεις στο Instagram, καημένη μου, όχι ότι ζήλεψες ποτέ τα σπίτια, γιατί λες, τα σπίτια είναι σπίτια, είναι άψυχα, αλλά μια μέρα, να, ήταν ανοιχτή η εξώπορτα της παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Αραχώβης και εγώ μπήκα μέσα και, σαν την τρελή, χάιδεψα την ξύλινη πόρτα εκεί στο ισόγειο, πλάι στο ασανσέρ.

Αυτή η πόρτα με ήξερε καλά και με θυμόταν, αυτή η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν τα καλύτερα χρόνια της νιότης μου, που ενσαρκώθηκαν πάνω σε χέρια, στόματα, μυρωδιές. Τα πρώτα ζωάκια κατοικιδιάκια. Τα πρώτα σοβαρούτσικα λεφτάκια. Τα πρώτα κανονικά μαγειρεματάκια. Πόσες νύχτες με φίλους, ατάκτως εριμμένες: ο Βλάσης, ο Γιάννης, ο Ραφαήλ, η Μαρινέττα αγκαλιά με το μωρό γατί, η Βασούλα που της ξεφώνισα για κάτι μαλακισμένα μπρόκολα, η αυλή που άνθιζε με την άνοιξη και που μαραινόταν όταν έπιαναν τα κρύα. Κάτι που διέφευγε όλα εκείνα και τα χρόνια και η μη συνάντησή μου ακόμα μαζί του με μελαγχολούσε, εν μέρει δικαίως, εν μέρει αδίκως, όπως πάντοτε συμβαίνει με αυτά τα πράγματα. Η μελαγχολία η οριστική θα αφορά, πάντοτε, την συνάντηση που δεν ευδοκίμησε σε παντοτινότητα. Μιλώ, πάντοτε μιλώ και πάντοτε θα μιλώ, κι ας μην το παραδέχομαι, για τον έρωτα.

Η πιο ένδοξη χρήση και λειτουργία των κωλόσπιτων που εμείς οι ενοικιαστές χρυσοπληρώνουμε με το αιματάκι, τον ιδρωτούλη και το σαλάκι μας κάθε μήνα, είναι που προστατεύουν εμάς και τους έρωτές μας-είτε τους βιωμένους, είτε τους μονόπλευρους ή τους κατά φαντασίαν, τους εν νοσταλγία φυτρωμένους, με μουσικές στη διαπασών, με ουρλιαχτά στα πατώματα και με άυπνες νύχτες τσαλακωμένων σεντονιών και ραγισμένων προσώπων. Πώς διάολο τα αφήνεις πίσω τα σπίτια που χώρεσαν τους έρωτες της ζωής σου ή, ακόμα χειρότερα, εκείνον τον έναν έρωτα που συγκατοίκησε μαζί σου για λίγο ή για πολύ, για μήνες, για χρόνια και ναι, γλιτώσατε και οι δύο από την ρουτίνα και την απομυθοποίηση, αλλά κατακάψατε τις επικράτειες του μέσα κόσμου σας κι οι δύο, βαθιές οι πληγές, βαριά τα βόλια τους. Θα κουβαλάτε πάντα ένα «δεν πήγε καλά» και «δεν λειτούργησε» και θα πορεύεστε με αυτό και καλή σας τύχη.

Κι όταν ο ένας από τους δύο μείνει πίσω στο σπίτι «που δεν λειτούργησε», θα φύγει κάποια στιγμή επίσης, αφήνοντας για πάντα τον τελευταίο αρμό της ιστορίας σας, αυτόν τον τοίχο που γείρατε αγκαλιά ένα βράδυ μεθυσμένοι, αυτή τη μικρή ζημιά στο τζάμι στην πόρτα μετά από καυγά δακρυσμένο, αυτήν την κουζίνα που πρωτομαγειρεύτηκε το κοινό, αγαπημένο σας φαγητό. Αυτός ο ένας από τους δύο είμαι εγώ και νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη για το σπίτι αυτό που μπόρεσα να έχω για να σε καλέσω μέσα και να βρεις φωλιά, είμαι ευγνώμων για τα καυλωμένα ντους και τις ξέπνοες προετοιμασίες, για τον μικρό κουτσομπόλικο φωταγωγό που έκλεβε κάθε «αχ» μου, για το στενό σαλονάκι των χιλιάδων τίτλων βιβλίων και των ωρών μοναχικής ραστώνης, το σπίτι αυτό δεν μου’ πε ψέματα, ήταν γεμάτο σκανταλιές και πάθη και τώρα εγώ, καθισμένη στο κέντρο ενός δάσους από κούτες δεν έχω ιδέα ποιο σπίτι περιμένει να αγκαλιάσει τα λάθη και τα σωστά μου.

Δεν έχω ιδέα, σπιτάκι μου μελλοντικό, πού βρίσκεσαι και ποιος μετακομίζει από τα σπλάχνα σου για ν’ ανοιχτείς για μένα.  Ξέρω πως η μυρωδιά μου στάθηκε εδώ μέσα, στο για λίγο ακόμα ”σπίτι μου” και πως όποιος ή όποια μπει να ζήσει τώρα θα έχει, ενεργειακά, να αναμετρηθεί με την δική μου ενέργεια, την φαντασματένια, την κυρίαρχη, ένα κράμα μυρωδιάς ήττας και Dior, καψούρας και ελαφριάς μαστούρας, ένα παράξενο μιξ ιαματικού σάλιου και ψυχοφθόρων δακρύων. Θα έχει καλή τύχη όποιος μπει, θα δει, θα δει από μόνος του. Άδειες οι κούτες, τα πράγματά μου ανέγγιχτα ακόμα από τα ράφια. Πώς να κατεβάσω πάλι όλα εκείνα τα βιβλία, τους πίνακες, τις λάμπες που λίγο λίγο στόλιζα με τον καιρό; Πέρασαν τρία χρόνια, κιόλας, εδώ. Κι ήδη, ξέρω και νοσταλγώ τον καιρό που πέρασα στο σπίτι αυτό.

Πώς ν’ αντικρίσω ξεδοντιασμένες τις βιβλιοθήκες και τις ντουλάπες μου; Ποια θα είμαι τώρα με όλα μου τα υπάρχοντα, τα λίγα, τα ταπεινά (μακριά από μένα η ιδιοκτησία επίπλων στην ζωή που ρίχτηκα να ζω) διπλωμένα ή στοιφαγμένα σε χαρτόκουτα που μάζεψα από τον κάδο της ανακύκλωσης; Πότε, ποιος και πώς θα ανακυκλώσει μια μέρα εμένα και τι θα καταλήξω να είμαι, σε εκείνο το σύμπαν το παράλληλο που θα βαστά ακόμα τις ψυχωσικές μου αφηγήσεις για ζωές που έζησα και ζωές που πέθανα; Γαμώ το σπίτι μου.