Ιούλιος, Αθήνα, 2123.

Τρεις άνθρωποι προχωρούν στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου. Έχει μερικά από τα παλαιότερα μαγαζιά της πόλης που έχουν αντέξει. Και το τελευταίο θερινό σινεμά, όπου όλοι οι λάτρεις του ρετρό πηγαίνουν τα βράδια και βλέπουν αυστηρά παλιές ταινίες, στιλ Λάνθιμος ή αρχαίες, στιλ Μπέργκμαν. Κάποτε, λεγόταν Ριβιέρα. Πλέον, λέγεται κάπως αλλιώς-δεν έχει σημασία, η ταμπέλα είναι ρευστή και αλλάζει την σειρά των γραμμάτων κάαθε τόσο. Αυτό είναι το νόημα.

Οι τρεις άνθρωποι είναι 25 χρονών, λίγο πάνω λίγο κάτω. Έχουν δει φωτογραφίες των παππούδων τους από θερινά σινεμά, πήγαιναν πολύ στα νιάτα τους. Έτρωγαν νάτσος με τυρί (δεν υπάρχουν πια νάτσος με τυρί, ποιος τρώει πια στο δύο χιλιάδες εκατόν είκοσι τρία νάτσος με τυρί, ας φάμε και γκοτζίλα που έτρωγαν οι αρχαίοι στο στρατό), έπιναν μπίρα, ποπ κορν (τι γεύση να έχει άραγε το ποπ κόρν; μπορεί γεύση πλυμένης μαξιλαροθήκης, βαμβακιού ή φελιζόλ) και κάπνιζαν τσιγάρα (ω, ναι, κ-ά-π-ν-ι-ζ-α-ν) και χαμογελούσαν στον φακό ή έκαναν πως δεν βλέπουν τον φακό, πως δεν τους νοιάζει ο φακός.

Δεν είχαν πολλά λεφτά. Αλλά το θερινό δεν το στερούνταν. Ήταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών. Από το 2010 και μετά, η κατάσταση στην Αθήνα άρχισε να αλλάζει το έχουν και στην Ιστορία γενικής παιδείας αυτό. Η κρίση, η καραντίνα, όλα αυτά. Κάτσε: πρώτα ήταν η καραντίνα και μετά η κρίση ή το ανάποδο; Και οι φασίστες πότε μπήκαν στην Βουλή;

Μπέρδεμα με την Ιστορία. Κάποια πράγματα μάλλον δεν θα αλλάξουν ποτέ.

Και γιατί πήγαιναν οι παλιοί σινεμά;

Η μάνα του Γ., ενός εκ των τριών εν Αθήναις περιπατούντων, του έχει κάνει ανάλυση σωστή:

«Τα θερινά σινεμά είναι κατάσταση. Ο πιο μεσογειακός, ο πιο αστικά μεσογειακός, τρόπος να βλέπει κανείς μια ταινία. Με είχαν πάει μικρή οι γονείς μου. Οι γονείς μου πήγαιναν κάθε χρόνο θερινά. Και μόνοι τους και μαζί. Και με φίλους τους. Κυρίως, όμως, μαζί. Και μελαγχολούσαν με τα θερινά. Και τους άρεσε που μελαγχολούσαν. Ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, σε κατάφυτες αυλές, με γάτες περιπλανώμενες, θορυβώδεις πατημασιές στα χαλίκια και μερικές ξέμπαρκες παρατηρήσεις, τύπου «σσσς».

Η ταινία αρχίζει μετά από πολλές διαφημίσεις, που κανέναν δεν κουράζουν.

Οι γονείς μου είχαν ένα κουτί, το κουτί τους. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μάνα μου το άνοιξε μπροστά σε μένα και την αδερφή μου. Ανάμεσα σε σημειώματα, αποξηραμένα λουλούδια και ένα σωρό μικρά αναμνηστικά, ένας πάκος όλο εισιτήρια από σινεμά, Θερινά σινεμά. Καμία σχέση με τα χειμωνιάτικα, με τις σκοτεινές αίθουσες. Τα θερινά σινεμά δεν χωρούν σε αίθουσες, ούτε είναι σκοτεινά. Ένα σωρό ταινίες. Άλλες χρονιές πηγαίναν από Μάη. Άλλες, πολλές φορές. Άλλες, μία ή δύο.

Θυμάμαι, από θολή ανάμνηση και κυρίως αφηγήσεις, την πρώτη, ή μια από τις πρώτες τέλος πάντων, φορά που πήγα μαζί τους σε θερινό. Άρχισαν για τα καλά να κλείνουν, ο κόσμος δε νοιαζόταν ιδιαίτερα και ο κόσμος που τα λάτρευε, όσο να πεις, δεν ήταν και πλούσιος. Πόσο να πας; Μία φορά την εβδομάδα; Κι αυτό πολύ ήταν, γιατί όλο και ακρίβαιναν.

Οι γονείς μου ερωτεύονταν κάθε φορά ο ένας τον άλλο όταν πήγαιναν θερινό. Πήγαιναν πάντα καλοντυμένοι. Συζητούσαν την ταινία για ώρα. Τους άρεσε να διαφωνούν. Γελάγανε, ύστερα. Και τέλος, μελαγχολούσαν. Ο πατέρας μου κάπνιζε στο μπαλκόνι. Μια χαρά επιτρεπόταν και στο σαλόνι. Αλλά μετά από ταινίες, από όποια ταινία, ρέμβαζε. Η μάνα μου μια από τα ίδια. Είχνα μια ολόδική τους συνωμοσία, αυτλη του Θερινού Σινεμά.

Δεν τους κατάλαβα ποτέ μου. Κάπως, κρυφά, με συγκινούσαν, τους καμάρωνα. Μακάρι να είχα προλάβει περισσότερο την μαγεία των θερινών. Τώρα, εσείς οι νέοι βλέπετε όποια ταινία θέλετε και επεμβαίνετε και στην πλοκή της. Αυτό σινεμά δεν είναι. Και σίγουρα δεν είναι θερινό.»

Ο Γ. δείχνει στους άλλους δύο ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο του παλιού θερινού, του μοναδικού θερινού που επιβίωσε.

«Kanis de mas sozi apti melagholia ton 8erinon sinema».

«Κανείς, εκτός ίσως από τον χρόνο», σκέφτεται ο Γ. και σηκώνει το τηλέφωνο από τον καρπό του. Το ολόγραμμα της κοπέλας του εμφανίζεται μπροστά του και του χαμογελά. Μια νέα συνωμοσία, μια δική τους. Καμία σχέση με αυτή την θερινών σινεμά της μάνας του και του πατέρα του. Τα θερινά κλείνουν, ο έρωτας δεν θα κλείσει ποτέ.

 

 

Για όσους και όσες αγαπούν τα θερινά σινεμά ή, καλύτερα, την διαδικασία να βλέπεις μια ταινία στην ύπαιθρο, κάτω από τ’ αστέρια μ’ ένα ποτό στο χέρι, ένα παγωτό ή το χέρι αυτού που αγαπάς ή ό, τι, υπάρχει μια δωρεάν προβολή στους Κήπους της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, την Τρίτη 11/7. Θα παίξει η ταινία «Ένας Μεγάλος Έρωτας» του Ζαν Γκρεμιγιόν (L ‘Amour d’une Femme, 1953).

Λίγα λόγια για την υπόθεση:

Η Marie Prieur, μια νεαρή γιατρός, εγκαθίσταται στο νησί Ouessant. Παρά τις προκαταλήψεις των κατοίκων του νησιού, καταφέρνει να γίνει αποδεκτή. Η φίλη και η μοναδική της έμπιστη, η Germaine , δασκάλα στο σχολείο του νησιού για είκοσι πέντε χρόνια, στεναχωριέται βλέποντας τη Marie να ρισκάρει τη φήμη και το μέλλον της εξαιτίας του έρωτά της για τον André, έναν μηχανικό που περνάει από το νησί.

Όπως γράφει ο κριτικός Ηλίας Δημόπουλος, ένας φάρος προλέγει εξ αρχής την μελαγχολία τούτου του σπάνιου, δυσεύρετου φιλμ, ο ίδιος φάρος φιλοξενεί μια αξέχαστη σκηνή, τηklν ώρα που η νήσος προσφέρει απλόχερα όση ατμόσφαιρα χρειάζεται το δράμα για υποστυλώσει τον κόσμο του.

Σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Plein-Air του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος. Η ταινία θα προβληθεί με SDH υπότιτλους για Κωφούς και Βαρήκοους.