Σήμερα το πρωί, ρώτησα μια φίλη μου πώς είναι, και ακολούθησε η παρακάτω σύζήτηση:

– Mε έχει πιάσει μία σπαρίλα απίστευτη σήμερα
– Τι ειναι η σπαριλα?
– Μισό να σου στείλω.
σπαρίλα

– Πο, κι εγώ έτσι νιώθω, φουλ εξάντληση, λέω να γράψω για αυτό.
– Με ευχάριστο θέμα ξεκινάς τη βδομάδα σου.
– Καλή εβδομάδα.
– Καλημέρα.

Όσοι ζούμε στις πόλεις είμαστε εμφανώς κουρασμένοι. Όλοι όσοι γνωρίζουμε είναι επίσης κουρασμένοι. Σκεφτείτε μόνο πόσοι από τους κοντινούς σας ανθρώπους παραπονιούνται για υπερκόπωση, έχουν μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, γκρινιάζουν για πόνους στη μέση καθώς και για μυοσκελετικές παθήσεις από την ορθοστασία ενώ παράλληλα παραπονιούνται για αϋπνίες, και το εξοντωτικό εργασιακό στρες.  Ακόμα, συζητούν για τις κρίσεις πανικού για τα deadlines, και το γεγονός ότι καθημερινά τους βασανίζουν ασταμάτητες ημικρανίες. Πολλές φορές νιώθουμε σαν χάμστερ σε έναν τροχό που γυρίζει αέναα χωρίς παύση.

Η εξάντληση έχει γίνει ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ζωής μας γενικότερα. Κι όταν μια εμπειρία γενικεύεται, είναι λογικό να αναρωτηθούμε αν αποτελεί ένδειξη μιας βαθύτερης κατάστασης. Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν σήμερα οι πόλεις και οι οικονομίες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κόπωση δεν αποτελεί απλά ένα προσωρινό σύμπτωμα, αλλά ήρθε για να μείνει. Δεν είναι (μόνο) κάτι που αισθάνεστε επειδή μόλις περάσαμε για δεύτερη φορά covid. Αντίθετα, μετά από περισσότερα από τρία χρόνια πανδημίας, περισσότερα από δεκαέξι χρόνια από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, η εξάντληση είναι πλέον βαθιά ριζωμένη στη σύγχρονη ζωή.

Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου

Η αστική εξάντληση είναι αποτέλεσμα του πυρετώδους ρυθμού και της επιταχυνόμενης ταχύτητας της σύγχρονης ζωής. Θεωρητικοί όπως η Judy Wajcman και ο Hartmut Rosa έχουν υποστηρίξει ότι ο κόσμος υφίσταται μια διαδικασία επιτάχυνσης, αναγκασμένος να ακολουθήσει έναν ρυθμό που καθορίζεται από τις οπτικές ίνες, τις δορυφορικές μεταδόσεις και τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας (HFT). Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι μόνο γρήγορος – είναι επίσης ανήσυχος και αδυσώπητος, χαρακτηρίζεται από μια επίμονη, παγκοσμιοποιημένη χρονικότητα που επιφέρει αυτό που ο Αμερικανός κριτικός τέχνης και δοκιμιογράφος Jonathan Crary αποκαλεί «μια γενικευμένη εγγραφή της ανθρώπινης ζωής σε διαρκή κίνηση χωρίς διακοπές, που ορίζεται από την αρχή της αέναης λειτουργίας». Δεν υπάρχει πια περιθώριο για παύση. Οι αγορές λειτουργούν πλέον 24 ώρες το 24ωρο επί 7 ημέρες την εβδομάδα, εξωθώντας μας σε διαρκή δραστηριότητα, διαβρώνοντας τις μορφές της κοινότητας και της πολιτικής έκφρασης, καταστρέφοντας τη δομή της καθημερινής ζωής. Όλο και μεγαλύτεροι τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής είναι προσδεδεμένοι σε αυτόν τον αδιάκοπο, ρυθμό. Όπως επισημαίνει ο Cary στο βιβλίο του, “24/7: Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου”, ταυτόχρονα, καταδεικνύει ότι «ο ύπνος, ως μια αναζωογονητική απόσυρση που είναι εγγενώς ασύμβατη με τον καπιταλισμό του 24/7, μας αποκαλύπτει άλλες, περισσότερο επίφοβες και συλλογικές αρνήσεις των υποδειγμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης και της συσσώρευσης που καταστρέφουν τον κόσμο».  Έτσι, δεν μας κάνει καμία εντύπωση που όλοι μας είμαστε κουρασμένοι.

Σε αυτή την οικονομική συνθήκη, κάθε μη παραγωγικός ή αυτόνομος χρόνος βρίσκεται υπό απειλή. Οι διάφορες οικονομικές τάξεις βιώνουν αυτήν την μεταβολή με σαφώς διαφορετικό τρόπο, αλλά η γενική κατεύθυνση της αλλαγής είναι παρόμοια. Ο Μαρξ είχε ήδη παρατηρήσει την επιτακτική ανάγκη προς την εντατικοποίηση της εργασίας και το «γέμισμα των πόρων της εργάσιμης ημέρας» στη βικτοριανή βιομηχανία. Όμως κανένα εργοστάσιο του 19ου αιώνα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ψηφιακό τεϋλορισμό του σήμερα, όταν επιχειρήσεις που λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο, όπως για παράδειγμα οι εταιρείες διανομής, χρησιμοποιούν συστήματα παρακολούθησης με GPS για να παρακολουθούν κάθε κίνηση των εργαζομένων και να μετρούν κάθε διάλειμμα που επισκέπτονται την  τουαλέτα ή που κάνουν τσιγάρο. Οι εργαζόμενοι της μεσαίας τάξης ενώ διαθέτουν μεγαλύτερη αυτονομία, εξακολουθούν να έρχονται αντιμέτωποι με την ψηφιακή παρακολούθηση, την εντατικοποίηση της μέτρησης παραγωγικότητας και μια ολοένα επεκτεινόμενη εργάσιμη ημέρα. Η πανδημία επιδείνωσε όλες αυτές τις τάσεις. Για ορισμένους, η εργασία από το σπίτι συνεπάγεται πλέον μια παρατεταμένη εργάσιμη ημέρα που εκτείνεται σε νύχτες, πρωινά, Σαββατοκύριακα, γεύματα, αργίες και αναρρωτικές άδειες. Για άλλους, η επισφάλεια τους αναγκάζει να διατηρούν το κουρασμένο σώμα τους σε εγρήγορση εν μέσω ασθενειών, διαδοχικών εφημεριών, υποστελεχωμένου προσωπικού και υπερωριών, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται.

Αν ο ρυθμός και οι συνθήκες εργασίας εγγυώνται βασικά ότι οι εργαζόμενοι θα εξαντληθούν, οι χώροι και οι θεσμικές δομές της πόλης του 21ου αιώνα είναι εξίσου κουραστικές. Η αστική ζωή στη σημερινή της μορφή φαίνεται σχεδόν σκόπιμα σχεδιασμένη να είναι εξαντλητική. Το κατακερματισμένο δημόσιο σύστημα, η απουσία κρατικής πρόνοιας, η εχθρική αρχιτεκτονική και οι υποανάπτυκτες υποδομές που υπολειτουργούν λόγω της πολυετούς λιτότητας καθιστούν την καθημερινή ζωή στην πόλη πολύ πιο δυσβάσταχτη από ό,τι μπορούμε να αντέξουμε. Η γενικευμένη κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής αντανακλάται σε ένα αστικό τοπίο όπου οι δημόσιοι χώροι έχουν υπονομευθεί ή αποικιστεί.

Αν και οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που κινούν τα γρανάζια της οικονομίας, αυτό βέβαια συμβαίνει εις βάρος της δικής τους ευημερίας, επιδοτώντας ουσιαστικά τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό με τη δική τους κούραση. Οι πόλεις σήμερα υπόσχονται φώτα, καινούργια μαγαζιά και διασκέδαση, αλλά για τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές, η ζωή γίνεται όλο και πιο εξαντλητική.

Η άνιση κατανομή της εξάντλησης

Στις γειτονιές που μαστίζονται από τη λιτότητα, μερικοί καταπονημένοι ακτιβιστές συχνά αναλαμβάνουν να καλύψουν το κενό που συχνά αναλαμβάνουν να καλύψουν το κενό μέσω ομάδων αλληλοβοήθειας, συσσιτίων, κοινοτικών χώρων και άλλων μορφών αυτοοργανωμένων  κοινωνικών υποδομών. Όμως αυτό έχει επίσης αντίκτυπο. Πρόσφατα επισκέφθηκα μια υποδομή αυτοοργανωμένης αλληλεγγύης που κάθε εβδομάδα οργανώνει “συλλογική κουζίνα”, όπου ένας από τους διοργανωτές μου είπε: «Δεν θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό. Είμαστε κουρασμένοι». Μέσω αυτού του είδους κόπωσης, βιώνεται η βία της κρατικής εγκατάλειψης.

Η εξάντληση είναι, φυσικά, άνισα κατανεμημένη. Είναι λιγότερο πιθανό να πλήττει τους πλούσιους, τους λευκούς, τους καλοστεκούμενους, τους αρτιμελείς και άλλους των οποίων οι πόροι τους επιτρέπουν να αγοράζουν τις κρατικές υπηρεσίες που λείπουν. Ταυτόχρονα, τα νοικοκυριά της εργατικής τάξης και τα φτωχά νοικοκυριά είναι πιο πιθανό να κουράζονται από τις συχνές μετακινήσεις και την μετανάστευση. Η ανισότητα και η επισφάλεια της άνισης αστικοποίησης δημιουργεί εξάντληση.

Πρέπει να ξεμπροστιάσουμε το σύστημα που μας κάνει να χάνουμε τον ύπνο μας -και επίσης να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία της εξάντλησης ως μέρος μιας προσπάθειας για την οικοδόμηση αλληλεγγύης με όλους όσους βιώνουν την εκμετάλλευση και την κόπωση.

Υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος αποξένωσης που προέρχεται από την συνεχή κούραση. Μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ είναι ένα μέρος που βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Όπως παρατηρεί ο Crary, «δεν υπάρχει καμία εναρμόνιση μεταξύ των ζωντανών όντων και των απαιτήσεων του καπιταλισμού του 24/7». Η συστημική εξάντληση είναι ξεκάθαρα απάνθρωπη. Μια δίκαιη πόλη και ένας δίκαιος κόσμος θα επέτρεπαν σε όλους να ξεκουράζονται όσο έχουν ανάγκη, ώστε να μπορούν να είναι όσο δραστήριοι επιλέγουν.

❈ Δείτε επίσης: Πως ο καπιταλισμός σκότωσε τον ύπνο