Υπάρχουν στιγμές που καρφώνονται μέσα μας σαν φωτογραφίες και άλλες που χάνονται σαν άμμος από τα χέρια. Ένα βλέμμα στον δρόμο, ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, η μυρωδιά ενός φαγητού που μας γυρίζει πίσω σε δεκαετίες κι έπειτα τόσες άλλες σκηνές της καθημερινότητας που διαλύονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Γιατί ο εγκέφαλος θυμάται επιλεκτικά; Τι κάνει μια ανάμνηση να αντέχει στον χρόνο ενώ μια άλλη σβήνει πριν προλάβει να πάρει μορφή; 

Αυτό το ερώτημα βρέθηκε στο κέντρο ενδιαφέροντος ενός νεαρού ερευνητή, του Τσενγιάνγκ “Λέο” Λιν που είχε ως αφετηρία του μια απλή εμπειρία: παρατηρώντας σκίουρους σε ένα δάσος του Νιου Χάμσαϊρ διαπίστωσε πως όχι μόνο θυμόταν καθαρά αυτή τη σκηνή, αλλά και τα ζώα μιας φάρμας που είχε δει νωρίτερα την ίδια μέρα. Μικρές λεπτομέρειες που υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν χαθεί κι όμως, έμειναν. Γιατί; 

Οι επιστήμονες εξηγούν πως ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί σαν κάμερα που αποθηκεύει τα πάντα. Είναι ένας ενεργός κριτής που αποφασίζει τι έχει σημασία και τι όχι. Η απόφαση αυτή γίνεται μέσα από έναν μηχανισμό που ονομάζεται ενίσχυση μνήμης: όταν ένα “εύθραυστο” γεγονός συνδεθεί με ένα έντονο συναίσθημα μπορεί να αποκτήσει αντοχή στον χρόνο. 

Ο Ρόμπερτ Ράινχαρτ, καθηγητής νευροεπιστημών το διατύπωσε με έναν τρόπο σχεδόν ποιητικό: «Τα συναισθηματικά γεγονότα μπορούν να επιστρέψουν πίσω στον χρόνο και να σταθεροποιήσουν εύθραυστες αναμνήσεις». Είναι σαν το συναίσθημα να ρίχνει άγκυρα σε μια εικόνα ή μια στιγμή που διαφορετικά θα έπλεε στη λήθη. 

Οι εθελοντές έβλεπαν εικόνες κάποιες ουδέτερες, άλλες συνδεδεμένες με ανταμοιβές, όπως χρηματικά μπόνους, ή ακόμη και με ήπια ηλεκτρικά σοκ. Την επόμενη μέρα τους περίμενε ένα τεστ μνήμης-έκπληξη. 

Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: οι άνθρωποι θυμούνταν περισσότερο τις “ουδέτερες” εικόνες που είχαν εμφανιστεί λίγο πριν ή λίγο μετά από ένα έντονο γεγονός. Αν η ουδέτερη εικόνα είχε κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με το συγκινησιακό ερέθισμα ένα χρώμα, ένα σχήμα τότε η μνήμη γινόταν ακόμη πιο ανθεκτική. Με άλλα λόγια ο εγκέφαλος φτιάχνει νοητικούς “δεσμούς” και αποφασίζει να σώσει μια στιγμή, όχι γιατί ήταν σημαντική καθαυτή, αλλά γιατί βρέθηκε κοντά σε κάτι που τον ταρακούνησε. 

Κάπως έτσι επιβεβαιώνεται κάτι που λίγο-πολύ όλοι υποψιαζόμασταν: οι αναμνήσεις μας είναι συναισθηματικά φορτισμένες. Η πρώτη ερωτική εξομολόγηση, η είδηση ενός θανάτου, μια ξαφνική χαρά. Αυτές οι στιγμές φωτίζουν και τις γύρω τους εικόνες, δίνοντάς τους διάρκεια. Αντίθετα η ρουτίνα χωρίς συναίσθημα χάνεται πιο εύκολα. 

Η Μαρία Γουίμπερ νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης το συνοψίζει όμορφα: «Οι μνήμες μας δεν είναι στατικές φωτογραφίες. Είναι δυναμικές και η μοίρα τους μπορεί να αλλάξει ανάλογα με το τι θα συμβεί μετά». 

Οι πρακτικές εφαρμογές είναι πολλές. Στην εκπαίδευση ένας δάσκαλος μπορεί να συνδέσει το μάθημα με μια δραστηριότητα που γεννά χαρά ή περιέργεια ένα παιχνίδι, μια αφήγηση, ένα μικρό βραβείο. Έτσι η πιθανότητα να αποτυπωθεί η γνώση αυξάνεται. 

Στην υγεία η φροντίδα ανθρώπων με άνοια μπορεί να αξιοποιήσει αυτόν τον μηχανισμό: μια απλή καθημερινή άσκηση μνήμης, όπως το που άφησαν τα γυαλιά τους μπορεί να ενισχυθεί αν δεθεί με μια αγαπημένη μελωδία ή μια οικογενειακή φωτογραφία. Ένα μικρό συναισθηματικό αγκίστρι μπορεί να κρατήσει ζωντανό κάτι που αλλιώς θα χανόταν. 

Η μνήμη είναι ένα θαύμα αλλά και μια αυταπάτη, καθώς μεγαλώνουμε μαθαίνουμε ότι δεν είναι αλάθητη ούτε αμετάβλητη. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ήδη τρόπους να τη φροντίζουμε: άσκηση, επαρκής ύπνος, κοινωνικές επαφές, λιγότερο άγχος. Τα νέα στοιχεία προσθέτουν κάτι ακόμη: τη δύναμη του συναισθήματος ως εργαλείου για να ενισχύσουμε ή να αδυνατίσουμε μνήμες. 

Αυτό μας υπενθυμίζει και κάτι πιο υπαρξιακό: ότι η μνήμη δεν είναι μια αποθήκη αντικειμένων, αλλά μια ζωντανή διαδικασία. Κάθε μας μέρα είναι ένα εργαστήριο όπου ο εγκέφαλος αποφασίζει τι αξίζει να σωθεί και τι να χαθεί και τα κριτήριά του δεν είναι η λογική, αλλά η καρδιά. 

Ο Λιν και οι συνεργάτες του θέλουν να προχωρήσουν πιο πέρα χρησιμοποιώντας τεχνικές εγκεφαλικής απεικόνισης για να παρακολουθήσουν σε πραγματικό χρόνο πως οι μηχανισμοί αυτοί λειτουργούν. Η θεωρία της συμπεριφορικής σήμανσης πως οι αδύναμες μνήμες μπορούν να ενισχυθούν από ένα έντονο γεγονό φαίνεται να βρίσκει ισχυρή επιβεβαίωση στους ανθρώπους. 

Αν οι επόμενες έρευνες αποδείξουν ότι τα ίδια συμβαίνουν και σε πιο σύνθετες, πραγματικές καταστάσεις στις σχέσεις μας, στη δουλειά, στην καθημερινή ζωή, τότε θα έχουμε στα χέρια μας ένα νέο κλειδί για να κατανοήσουμε όχι μόνο τον εγκέφαλο, αλλά και την ίδια την εμπειρία της ύπαρξης. 

Ίσως τελικά η μνήμη να μην είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο που ο εγκέφαλος γράφει την ιστορία μας και αυτή η ιστορία δεν είναι ποτέ πλήρης. Είναι γεμάτη κενά, παραλείψεις, λάθη. Όμως τα συναισθήματα δρουν σαν χρώμα που φωτίζει τον καμβά. Χάρη σε αυτά οι πιο εύθραυστες λεπτομέρειες μπορούν να σωθούν και να γίνουν κομμάτι της ταυτότητάς μας κι έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο: οι στιγμές που πιστεύουμε πως είναι μικρές και ασήμαντες μπορεί να αποδειχθούν οι πιο ανθεκτικές, γιατί συνοδεύτηκαν από ένα συναίσθημα και κάτι μέσα μας είπε: «Αυτό έχει σημασία» και ο εγκέφαλος υπάκουσε. 

*Mε στοιχεία από Washington Post. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.