Μέχρι σήμερα αποτελούσε μυστήριο γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν κοντά (δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά) στην ηλικία των 80 ετών, ενώ άλλα θηλαστικά ζουν πολύ λιγότερα ή πολλά περισσότερα χρόνια. Οι επιστήμονες θεωρούσαν, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα Express, ότι ως προς το προσδόκιμο ζωής έπαιζε σημαντικό ρόλο το μέγεθος του κάθε ζώου: τα μικρότερα σε μέγεθος θηλαστικά αναγκάζονται, λόγου χάρη, να «καίνε» περισσότερα κύτταρα για να παραμένουν δραστήρια και αυτός ο πολύ γρήγορος μεταβολισμός προξενούσε τον πολύ πιο γρήγορο εκφυλισμό των κυττάρων αυτών. Σε αντίθεση με αυτά, τα μεγαλύτερα ζώα, όπως ο ελέφαντας ή η καμηλοπάρδαλη, έχουν περισσότερες ελπίδες να υπερβούν τα 100 έτη σε διάρκεια ζωής.

Σύμφωνα με νέα μελέτη ωστόσο, το προσδόκιμο ζωής του κάθε ζώου εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον συνολικό αριθμό μεταλλάξεων που υφίστανται στο DNA τους κατά την διάρκεια της ζωής τους.

Η νέα αυτή μελέτη που έγινε από ειδικούς στο Ινστιτούτο Wellcome Sanger του Κέιμπριτζ και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature, δείχνει ότι η ταχύτητα των μεταλλάξεων αυτών θα μπορούσε να είναι το «κλειδί» για το προσδόκιμο ζωής.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα θηλαστικά που ζουν περισσότερα χρόνια, έχουν πιο αργό ρυθμό μεταλλάξεων στο γενετικό τους κώδικα, και μάλιστα εντελώς ανεξάρτητα από το μέγεθος τους.

Οι επιστήμονες μελέτησαν διάφορα ζώα. Έτσι, προέκυψε ότι οι αρουραίοι της Νοτίου Ασίας (ένα θηλαστικό 60 εκατοστών που ζει έως και 25 χρόνια) είχαν 93 μεταλλάξεις μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος και οι καμηλοπαρδάλεις 99. Τα κοινά ποντίκια υφίστανται 796 μεταλλάξεις τον χρόνο και ζουν μόνο για 3,7 χρόνια. Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου είναι 83,6 χρόνια και ο μέσος όρος μεταλλάξεων τον χρόνο είναι μόλις 47.

Οι ερευνητές του ινστιτούτου ανέλυσαν γενετικά λάθη στα βλαστοκύτταρα εντέρου συνολικά 16 ειδών θηλαστικών. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ζωής ενός είδους, τόσο πιο αργός είναι και ο ρυθμός με τον οποίο δημιουργούνται νέες μεταλλάξεις. Ο μέσος αριθμός μεταλλάξεων στο τέλος της διάρκειας ζωής μεταξύ των ειδών, ήταν περίπου 3.200. Αυτό, κατά τους επιστήμονες σημαίνει ότι το γενετικό μας υλικό φορτώνεται με συνεχείς μεταλλάξεις και «σφάλματα» στον γενετικό μας κώδικα, και από ένα σημείο και μετά ο οργανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά.

«Ήταν εξαιρετικής επιστημονικής σημασίας η διαπίστωση ότι ο ρυθμός των μεταλλάξεων, σχετίζεται άμεσα με το προσδόκιμο επιβίωσης σε οποιοδήποτε θηλαστικό. Η πιο συναρπαστική πτυχή της εν λόγω μελέτης όμως, είναι η διαπίστωση ότι, εντέλει, η διάρκεια ζωής του κάθε θηλαστικού είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ποσοστό της σωματικής μετάλλαξης», τονίζει χαρακτηριστικά ο δρ. Alex Kagan, ερευνητής στο Ινστιτούτο Wellcome Sanger και βασικός συγγραφέας της μελέτης, προσθέτοντας μάλιστα ότι «οι μεταλλάξεις αυτές οποία ενδέχεται να παίζουν σημαντικό ρόλο και στη διαδικασία της γήρανσης».

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι με την έρευνα αυτή, ουσιαστικά και τυπικά ανοίγει η πόρτα για την κατανόηση της διαδικασίας της γήρανσης και του – λίγο έως πολύ – αναπόφευκτου χρόνου του θανάτου.

«Η γήρανση είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και το αποτέλεσμα πολλαπλών μορφών σφαλμάτων στα κύτταρα και τους ιστούς μας», καταλήγει με νόημα ο συνυπεύθυνος της έρευνας, δρ. Inigo Martincorena.