Οι συνομιλίες στο κινητό για 30 ή περισσότερα λεπτά την εβδομάδα συνδέονται με 12% αυξημένο κίνδυνο υψηλής αρτηριακής πίεσης, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό περιοδικό της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας «European Heart Journal- Digital Health».

Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τη βρετανική βάση ιατρικών δεδομένων Biobank. Συμπεριλήφθηκαν συνολικά 212.046 ενήλικες ηλικίας 37-73 ετών χωρίς υπέρταση. Επίσης, πληροφορίες σχετικά με τη χρήση κινητού τηλεφώνου για την πραγματοποίηση και τη λήψη κλήσεων συλλέχθηκαν μέσω ενός ερωτηματολογίου. Στη συνέχεια, οι ερευνητές ανέλυσαν τη σχέση μεταξύ της χρήσης κινητού τηλεφώνου και της νεοεμφανιζόμενης υπέρτασης έπειτα από προσαρμογή για την ηλικία, το φύλο, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυλή, το οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης, την εκπαίδευση, την κατάσταση καπνίσματος, την αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια του αίματος, τη φλεγμονή, τη γλυκόζη του αίματος, τη νεφρική λειτουργία και τη χρήση φαρμάκων για τη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης ή γλυκόζης στο αίμα.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης δώδεκα ετών, το 7% των συμμετεχόντων εμφάνισε υπέρταση. Οι χρήστες κινητών τηλεφώνων είχαν 7% υψηλότερο κίνδυνο υπέρτασης σε σύγκριση με τους μη χρήστες. Όσοι μιλούσαν στο κινητό τους για 30 λεπτά ή περισσότερο την εβδομάδα είχαν 12% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υψηλή αρτηριακή πίεση από τους συμμετέχοντες που αφιέρωναν λιγότερα από 30 λεπτά σε τηλεφωνήματα. Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια για άνδρες και γυναίκες.

Η ανάλυση έδειξε επίσης ότι η πιθανότητα εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης ήταν μεγαλύτερη σε όσους είχαν υψηλό γενετικό κίνδυνο και περνούσαν τουλάχιστον 30 λεπτά την εβδομάδα μιλώντας στο κινητό -είχαν 33% μεγαλύτερη πιθανότητα υπέρτασης σε σύγκριση με όσους είχαν χαμηλό γενετικό κίνδυνο και περνούσαν λιγότερα από 30 λεπτά την εβδομάδα στο τηλέφωνο.

«Τα χρόνια χρήσης ή η χρησιμοποίηση hands free δεν επηρέασαν την πιθανότητα εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα», εξηγεί ο καθηγητής του Νότιου Πανεπιστημίου Ιατρικής στην Κίνα και συγγραφέας της μελέτης, Ξιανχούι Κιν.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ