Τα τελευταία χρόνια στις αμερικανικές επιχειρήσεις, πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι η τεχνητή νοημοσύνη και το cloud computing (δηλαδή τα δεδομένα των χρηστών που είναι αποθηκευμένα στο «σύννεφο» του Διαδικτύου) θα ενισχύσουν την αύξηση της εργασιακής παραγωγικότητας, η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει ανάπτυξη και πλούτο για όλους.

«Αυτή η πεποίθηση έχει προκαλέσει μία καταιγίδα επιχειρηματικής χρηματοδότησης καθώς η ανταμοιβή, όπως επιμένουν οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης άποψης, δεν θα περιοριστεί σε μια μικρή ομάδα τεχνολογικών κολοσσών αλλά θα εξαπλωθεί σε ολόκληρη την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία. Βλέπετε, ωστόσο, να συμβαίνει αυτό γύρω μας;», αναρωτιέται με νόημα ο Steve Lohr σε εκτενές, πρόσφατο άρθρο του στην Wall Street Journal.

Το ρεπορτάζ σημειώνει ότι η παραγωγικότητα, δηλαδή η αξία των υπηρεσιών που παράγονται ανά ώρα εργασίας, μειώθηκε απότομα το πρώτο τρίμηνο του 2022, διαψεύδοντας τις ελπίδες ότι ίσως και να μπορούσε να συντελεστεί μια αναζωογόνηση της παραγωγικότητας, βοηθούμενη από τις επιταχυνόμενες επενδύσεις σε ψηφιακές τεχνολογίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

«Η αύξηση της παραγωγικότητας από την εποχή της εξάπλωσης της Covid-19 ανέρχεται πλέον σε περίπου 1% ετησίως, σε σχέση με το πενιχρό ποσοστό του 2010 και πολύ πιο κάτω από την περίοδο της ισχυρής βελτίωσης, από το 1996 έως το 2004, όταν η παραγωγικότητα αυξανόταν περισσότερο από 3% ετησίως», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Lohr, επισημαίνοντας εμφατικά ότι «η παραγωγικότητα δεν είναι η θεραπεία για όλα τα οικονομικά προβλήματα». Και μια λιγότερο παραγωγική οικονομία είναι μια μικρότερη οικονομία, με σαφώς λιγότερους πόρους για την αντιμετώπιση κοινωνικών προκλήσεων όπως η ανισότητα. Και ως προς αυτό μαζί του συμφωνούν και έγκριτοι οικονομολόγοι.

«Ακόμη και αν η αισιοδοξία για αυτό το κύμα ψηφιακής τεχνολογίας αποδειχθεί δικαιολογημένη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει πραγματικό μοίρασμα των όποιων οφελών», ανέφερε η Laura Tyson, καθηγήτρια στο Haas School of Business στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Berkeley και πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών στην κυβέρνηση του Bill Clinton.

«Η σημερινή τεχνητή νοημοσύνη είναι κυρίως μια τεχνολογία αναγνώρισης μοτίβων που μελετά τεράστιες ποσότητες λέξεων, εικόνων και αριθμών. Τα κατορθώματά της είναι εντυπωσιακά αλλά όχι επαναστατικά με τον τρόπο που ήταν ο ηλεκτρισμός και ο κινητήρας εσωτερικής καύσης», προσθέτει από την πλευρά του ο Robert J. Gordon, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Northwestern.

Το κύμα των αισιόδοξων

Και μετά υπάρχει και εκείνη η μερίδα των ειδικών που δηλώνουν αθεράπευτα αισιόδοξοι ως προς τις νέες τεχνολογίες, όπως, λόγου χάρη, ο Erik Brynjolfsson, διευθυντής του Εργαστηρίου Ψηφιακής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Stanford.

«Συμβαίνει όντως μια πραγματική αλλαγή, ένα παλιρροϊκό κύμα μετασχηματισμού», τόνισε ο Brynjolfsson, παραδεχόμενος ναι μεν ότι είναι «απογοητευμένος που η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι ακόμη εμφανής», αλλά είναι πεπεισμένος ότι είναι θέμα χρόνου προκειμένου αυτή να συμβεί. Οπως επιπροσθέτει, η περιορισμένη παραγωγικότητα συμβαίνει επειδή τα τρία τέταρτα των αμερικανικών επιχειρήσεων είναι μικρές, με λιγότερους από 10 υπαλλήλους.

«Χρειάζεται χρόνος για να διαδοθούν οι νέες τεχνολογίες και να καταλάβουν οι άνθρωποι πώς να τις χρησιμοποιούν καλύτερα. Για παράδειγμα, ο ηλεκτροκινητήρας, ο οποίος εισήχθη τη δεκαετία του 1880, δεν δημιούργησε αξιοσημείωτα κέρδη παραγωγικότητας μέχρι τη δεκαετία του 1920, όταν η γραμμή συναρμολόγησης μαζικής παραγωγής αναδιοργάνωσε τις εργασίες γύρω από την τεχνολογία», σημειώνει με νόημα το ρεπορτάζ, συνοψίζοντας ότι η «επανάσταση των προσωπικών υπολογιστών απογειώθηκε τη δεκαετία του 1980. Όμως, μόλις το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 η οικονομική παραγωγικότητα αυξήθηκε πραγματικά, καθώς αυτά τα μηχανήματα έγιναν φθηνότερα, πιο ισχυρά και συνδέθηκαν στο Διαδίκτυο».

Το μεγάλο boom της δεκαετίας του 1990 υποβοηθήθηκε από ένα άλμα στις επενδύσεις τεχνολογίας από εταιρείες και από επενδυτές επιχειρηματικών συμμετοχών, ειδικά σε νεοσύστατες τεχνολογικές start-ups. Ομοίως, την τελευταία δεκαετία οι δαπάνες λογισμικού στις Ηνωμένες Πολιτείες υπερδιπλασιάστηκαν στα 385 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς οι εταιρείες επενδύουν για να ψηφιοποιήσουν τις δραστηριότητές τους, ανέφερε η ερευνητική εταιρεία IDC.

Ισως προς αυτή την κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγικότητας να συνεισφέρει η Cresta, μια νεοσύστατη επιχείρηση τεχνητής νοημοσύνης που προσπαθεί να κάνει κάτι καινούριο στο ζήτημα αυτό. Το 2020 η εταιρεία παρουσίασε ένα νέο, πρωτοποριακό προϊόν: Ένα λογισμικό συστάσεων και καθοδήγησης σε πραγματικό χρόνο για χειριστές τηλεφωνικών κέντρων, μια τεχνολογία που αφομοιώνει τεράστιους όγκους συνομιλιών κειμένου και φωνής προκειμένου να εντοπίζει πρότυπα συμπεριφοράς και απαντήσεις σε ερωτήσεις που λύνουν τα προβλήματα των πελατών ή δημιουργούν νέες πωλήσεις.

«Ο στόχος δεν είναι η αντικατάσταση των εργαζομένων, αλλά η αύξηση της απόδοσής τους», δήλωσε ο Zayd Enam, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Cresta.

Η CarMax, η μεγαλύτερη εταιρεία λιανικής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων των ΗΠΑ, άρχισε να δοκιμάζει το λογισμικό της Cresta τον περασμένο Δεκέμβριο.

«Η εμπειρία ήταν άκρως ενθαρρυντική, δήλωσε ο Jim Lyski, εκτελεστικός αντιπρόεδρος στρατηγικής, μάρκετινγκ και προϊόντων. «Υπήρξε περίπου 10% βελτίωση στον χρόνο απόκρισης, τη μετατροπή σε πωλήσεις και τον μειωμένο χρόνο συνομιλίας. Και το σύστημα συνεχίζει να μαθαίνει και να βελτιώνεται. Η εταιρεία έχει ξεκινήσει ήδη ένα πιλοτικό project με πράκτορες που πραγματοποιούν φωνητικές κλήσεις, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό πρακτόρων που χρησιμοποιούν την τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης στους 200», επεσήμανε.

«Η μόνη μας ανησυχία», είπε ο Lyski, «ήταν το πώς θα αντιδρούσαν οι εργαζόμενοι στο να έχουν την τεχνητή νοημοσύνη πάνω από το κεφάλι τους. Η αντίδραση ήταν θετική».