Η Πέμη Ζούνη στο Μέγαρο Μουσικής υποδύεται τη Νάνερλ, την αδελφή του Μότσαρτ, στην παράσταση «Ο αδελφός μου Αμαντέους». Μας γνωρίζει την άγνωστη ιστορία, μιας γυναίκας που δεν της επέτρεψαν να πραγματοποιήσει το όνειρό της.
«Δεξιοτέχνης, ταλέντο, διάνοια, παιδί θαύμα». Με αυτές τις λέξεις υμνούσαν στη δεκαετία του 1760 ένα μέλος της οικογένειας των Μότσαρτ. Όχι τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους, αλλά την αδελφή του Νάνερλ Μότσαρτ. Πάνω στις δικές της παρτιτούρες έμαθε μουσική ένας από τους κορυφαίους μουσουργούς, τη στιγμή που και η ίδια θεωρούνταν μια από τις καλύτερες πιανίστριες της Ευρώπης. Μαζί όργωσαν ολόκληρη την Ευρώπη και γνώρισαν την αποθέωση ως «παιδιά θαύματα».
Μέχρι τη χρονιά που η Νάρνελ Μότσαρτ έκλεισε τα δεκαοκτώ της χρόνια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής ήταν πλέον σε ηλικία γάμου. Έτσι αυτή η σπουδαία μουσικός πέρασε στο περιθώριο…
Με αφορμή την ενσάρκωση του ρόλου της Νάνερλ, η Πέμη Ζούνη παραχώρησε συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η οποία έχει ως ακολούθως:
Ερ.: Μια ζωή στη θεατρική σκηνή, με εμβληματικούς ρόλους και μεταμορφώσεις. Πόσο σας διαμόρφωσε ως άνθρωπο η τέχνη σας;
Απ.: Πολύ! Είναι δεδομένο ότι η συνάντησή μας με έναν ωραίο άνθρωπο, ένα καλό βιβλίο ή μια σπουδαία ταινία κ.λπ. μας αλλάζει. Εγώ ήμουν τυχερή που λόγω δουλειάς βούτηξα στα μεγάλα κείμενα από νωρίς. Ήμουν τυχερή που προσπάθησα να αφουγκραστώ την ψυχοσύνθεση άλλων ανθρώπων, να καταλάβω πόσο μας καθορίζουν αυτά που δεν επιτρέπουμε να έρθουν στο φως, να δεχτώ τις αντιφάσεις και το φαινομενικά «παράλογο» της ανθρώπινης φύσης, να συνδιαλλαγώ με σημαντικούς ομότεχνούς μου. Σίγουρα θα ήμουν μια άλλη, αν δεν είχα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.
Ερ.: Νάνερλ Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής. Πολλοί που σας είδαν, είπαν ότι αν γνωρίζαμε από κοντά την αδελφή του Μότσαρτ, έτσι θα ήταν, όπως την παρουσιάζετε…
Απ.: Με τιμά! Την αγάπησα πολύ αυτήν τη γυναίκα. Μπορεί να χαίρεται που της δώσαμε φωνή. Υπήρξε ένα χαρισματικό πλάσμα, γεμάτο ταλέντο και πραγματικό πάθος για τη μουσική. Ζούσε για να παίζει τσέμπαλο, δεν έμαθε ποτέ να παίζει ως παιδί, λάτρευε τον αδελφό της Αμαντέους, ήταν ευτυχισμένη… μέχρι τα 18. Γιατί μόλις έγινε τυπικά ενήλικη γυναίκα η αποστολή της ήταν άλλη. Κι έχασε τα πάντα. Έζησε σχεδόν έγκλειστη, δεν γνώρισε ποτέ τον ολοκληρωμένο έρωτα, στερήθηκε όλα όσα έδιναν νόημα στη ζωή της, άγγιξε την κατάθλιψη και την τρέλα. Αγαπώ την ευαισθησία της και το πάθος της. Την κραυγή και το παράπονό της. Μακάρι να ισχύει αυτό που λένε!
Ερ.: Με ποια φράση από το έργο, συγκινείστε στη διάρκεια της παράστασης;
Απ.: Είναι πολλές οι φράσεις και οι στιγμές του έργου που με χτυπάνε πισώπλατα. Διαλέγω μία, τη στιγμή που γράφει τη διαθήκη της, μεγάλη πια και σχεδόν τυφλή: «και δίνω εντολή στον (ανιψιό μου) Φραντς Ξάβερ Μότσαρτ να καταστρέψει όλες τις υπάρχουσες συνθέσεις μου. Maria Anna Valpurga Ignatia Mozart Zu Sonnenburg».
Ερ.: Μεγάλη η κοινωνική, μορφωτική αδικία που υφίσταντο οι γυναίκες για πάρα πολλά χρόνια. Τι λέτε για το σήμερα;
Απ.: Θα περίμενε κανείς, δυόμισι αιώνες μετά, να έχουμε τελειώσει με τις διακρίσεις. Τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα κάνουν άλματα γεωμετρικής προόδου, αλλά στον τομέα της έννοιας του Σεβασμού η ανθρωπότητα δεν βρίσκει τον βηματισμό της εύκολα. Ένα βήμα μπροστά, πέντε πίσω. Το βλέπουμε παντού. Κι όχι μόνο στα δικαιώματα των γυναικών. Πόσο θλιβερό.
Ερ.: Η μουσική του Μότσαρτ, πώς θα λέγατε ότι έρχεται και «δένει» με τη ζωή του;
Απ.: Μελετώντας το έργο του Μηνά Βιντιάδη, «Ο αδελφός μου ο Αμαντέους», άκουσα πιο προσεκτικά τη μουσική του Μότσαρτ. Ομολογώ ότι με συνεπήρε. Και ναι, θεωρώ ότι δένει απόλυτα με την διαδρομή της σύντομης ζωής του – πώς αλλιώς;… Δόξα και αποθέωση όσο ήταν παιδί και περιόδευαν με την αδελφή του ως παιδιά-θαύματα, πειθαρχία και καταπίεση από τον πατέρα του που του απαγόρευε σχεδόν τον έρωτα, απόλυτη αφοσίωση στη μουσική, γνωριμίες με τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής του, που τον τελειοποιούσαν στο μπαρόκ και τον οδηγούσαν στον διαφωτισμό/κλασσικισμό, στερήσεις και απαξίωση… όλα μαζί αποτυπώνονται στη μουσική του: Επιβλητική, επιθετική, αλλά ταυτόχρονα τρυφερή και σπαρακτική.
Ερ.: Ακούτε κλασική μουσική;
Απ.: Με τις σπουδές μου στο κλασσικό μπαλέτο, στην εφηβεία, ήρθα σε επαφή με την κλασσική μουσική πιο συστηματικά. Λάτρεψα τον Μπαχ και τον Σοπέν. Αγαπώ επίσης πολλά έργα του Μπετόβεν και του Λιστ. Τώρα προστέθηκε και ο Μότσαρτ.
Ερ.:Ποιο ταλέντο θα θέλατε να έχετε;
Απ.: Θα ήθελα να έχω το ταλέντο της Sylvie Guillem στον χορό, ή του Λεωνίδα Καβάκου στο βιολί. Μιλάω για δύο ιερά τέρατα που μου έχουν χαρίσει ανεπανάληπτες στιγμές καλλιτεχνικής ηδονής.
Ερ.: Είστε μια έμπειρη ηθοποιός με πολλές επιτυχίες στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και βέβαια στο θέατρο. Ποιες είναι για σας, οι διαφορές όταν βρίσκεστε μπροστά στην κάμερα ή στη σκηνή;
Απ.: Διαφορετικές δυσκολίες, ίδιο ζητούμενο. Το δεύτερο είναι σχετικά απλό: ανεξαρτήτως του μέσου, το ζητούμενο είναι πάντα ή στιγμιαία αποτύπωση ενός βιώματος, μιας «φέτας ζωής». Πάμε τώρα στις δυσκολίες. Η ίδια η φύση του ηθοποιού απαιτεί ένα κάποιο κοινό, στο οποίο απευθύνεται. Στο γύρισμα μπροστά στην κάμερα δεν υπάρχει κοινό, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι διαφόρων ειδικοτήτων, που ο καθένας ελέγχει τη δουλειά του – τον ήχο, το φως, το πλάνο κλπ. Το αληθινό κοινό θα υπάρξει ετεροχρονισμένα. Δεν θα σε εμπνεύσει ποτέ την ώρα που το χρειάζεσαι. Κι αυτό το θεωρώ βασικό για τη λειτουργία του καλλιτέχνη. Οι υπόλοιπες, τεχνικές δυσκολίες, όπως ας πούμε ο έλεγχος της ενέργειας στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα, η διαχείριση του χώρου σου και της εκφραστικότητάς σου χωρίς να αλλοιωθεί η αλήθεια της στιγμής, είναι θέματα που λύνονται με τη μελέτη. Νομίζω φαίνεται πια γιατί αγαπώ την καθημερινή αναμέτρηση του ζωντανού θεάματος.
Ερ.: «Ο αδελφός μου ο Αμαντέους». Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει ένα έργο όπου βιογραφούνται δυο μορφές της μουσικής, ένας θρύλος και μια πιανίστα που έμεινε στην αφάνεια;
Απ.: Δύο πράγματα φαίνεται πως συμβαίνουν σ’αυτήν την παράσταση. Πρώτον, είναι εμφανές ότι η τέχνη ενώνει ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, νοοτροπίες, ηλικία ή γένος. Είναι εντυπωσιακό πόσο διαφορετικοί θεατές συγκινούνται και μας το επιστρέφουν γενναιόδωρα. Δεύτερον, επικοινωνείται καθαρά και ξάστερα -από το θέμα το ίδιο, αλλά και από τον τρόπο της σκηνοθεσίας- το μέγεθος της αδικίας του να εξορίζεις έναν άνθρωπο από το όνειρό του. Απορώ γιατί δεν έχει συγκαταλεγεί ως ένα από τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα!