Το περίφημο δράμα “Ο Ήσυχος Άνθρωπος”, με τον Τζον Γουέιν σε έναν διαφορετικό ρόλο και την φλογερή κοκκινομάλλα Μορίν Ο’Χάρα, έδωσε στον Τζον Φορντ το τέταρτο και τελευταίο του Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 1952, στη μακρά πορεία του που ξεκίνησε από τον βωβό κινηματογράφο και ουσιαστικά τελείωσε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε προχωρημένη ηλικία και συνολικά με 120 ταινίες στο ενεργητικό του.

Ο Τζον Φορντ, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών και δάσκαλος για γενιές και γενιές σπουδαίων κινηματογραφιστών, όπως ο Όρσον Γουέλς, ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι το μοναδικό του εφόδιο πριν γυρίσει τον περίφημο “Πολίτη Κέιν” ήταν το γουέστερν “Η Ταχυδρομική Άμαξα“, που είδε… σαράντα φορές. Ο Φορντ είναι ο μοναδικός που κέρδισε τέσσερις φορές το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας και παρά το ασύλληπτο ρεκόρ του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδικημένος από την Ακαδημία!

Και αυτό διότι, ο Αμερικάνος ιρλανδικής καταγωγής σκηνοθέτης που δήλωνε ταπεινά «είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν», δεν πήρε ποτέ Όσκαρ για κάποια από τα αριστουργηματικά του γουέστερν, πέφτοντας “θύμα” μίας νοοτροπίας και του στερεότυπου που στοίχειωνε για τουλάχιστον 40 χρόνια το Χόλιγουντ και την Ακαδημία, ότι το αγαπημένο είδος για εκατομμύρια σινεφίλ είναι “δευτέρας κατηγορίας” κινηματογράφος.

Τουλάχιστον τέσσερα αριστουργηματικά, κλασικά πλέον, δικά του γουέστερν θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει -με τα χέρια κάτω- το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας. Πρόκειται για την εμβληματική “Ταχυδρομική Άμαξα“, που γύρισε το 1939 και άνοιξε τον δρόμο στον άγουρο ακόμη Τζον Γουέιν, ένα φιλμ που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το αλφαβητάρι του κινηματογράφου, ένα μάθημα κινηματογραφικής αφήγησης, την περίφημη “Αγαπημένη μου Κλημεντίνη” το 1947, με τον Χένρι Φόντα, τον “Άνθρωπο που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς” το 1952, με Τζον Γουέιν και Τζέιμς Στιούαρτ, ακόμη ένα μάθημα αφήγησης αλλά και ανάπτυξης χαρακτήρων, και φυσικά το απαράμιλλης ομορφιάς και αυτοκριτικής “Η Αιχμάλωτη της Ερήμου” το 1956, ένα φιλμ γεμάτο από ανεπανάληπτα πλάνα και με τον Τζον Γουέιν να κάνει την ωριμότερη ερμηνεία του ως ο μοναχικός ήρωας που οι προκαταλήψεις τον έκαναν ένα άνθρωπο γεμάτο μίσος για τους Ινδιάνους…

Στη σημερινή άνυδρη εποχή, όπου ο αμερικανικός κινηματογράφος αγκομαχά για να βγάλει σε μια χρονιά δυο τρεις τουλάχιστον αξιόλογες ταινίες, θα υπήρχαν ακόμη περισσότερα γουέστερν του Φορντ που θα κέρδιζαν το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Ίσως γιατί είναι από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που ποτέ δεν κατηγορήθηκε για το “ξεπέταγμα” μιας ταινίας, δεν έχει κάνει ταινίες που να περνούν απαρατήρητες ή να χαρακτηρίζονται μετριότητες.

Για την ιστορία θυμίζουμε τις άλλες τρεις ταινίες με τις οποίες κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας: “Ο Καταδότης” (1935), με τον Βίκτορ ΜακΛάγκλεν, που θεωρείται η καλύτερη προπολεμική ταινία του Φορντ, “Τα Σταφύλια της Οργής” (1940), με τον Χένρι Φόντα και βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ, και “Η Κοιλάδα της Κατάρας” (1941) με Μορίν Ο’Χάρα και Γουόλτερ Πίτζεον. Ακόμη τρεις δραματικές ταινίες, με βαθιά κοινωνική ματιά.

Αλλά ας επιστρέψουμε στον “Ήσυχο Άνθρωπο”, ένα φιλμ που συμπληρώνει φέτος 70 χρόνια από την πρεμιέρα του, ένα ρομαντικό δράμα με κωμικά στοιχεία, που δεν έχει, αδίκως, την αίγλη των άλλων τριών Όσκαρ που κέρδισε και αποτελεί την πιο προσωπική ταινία τού Φορντ.

Η περιπέτεια της παραγωγής

Τα γυρίσματα του “Ήσυχου Ανθρώπου” μπορεί να ξεκίνησαν το 1950 στην αγαπημένη τού Φορντ Ιρλανδία, αλλά ο σκηνοθέτης ήθελε να τη γυρίσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν διάβασε το άρθρο του Μορίς Γουόλς σε μια εφημερίδα, απ’ όπου άντλησε το στόρι του. Ο Φορντ κατάφερε το 1936 να αποκτήσει τα δικαιώματα του άρθρου, για να βασιστεί πάνω σε αυτό η ταινία που είχε στο μυαλό του, αλλά όλοι οι παραγωγοί στους οποίους απευθύνθηκε υποστήριζαν ότι δεν θα έχει εμπορική απήχηση.

Ο Φορντ, παρά τον τοίχο που βρήκε μπροστά του, ποτέ δεν εγκατέλειψε το όνειρό του και το 1945 δέσμευσε τον Τζον Γουέιν και την Μορίν Ο’Χάρα για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Τζον Γουέιν, θέλοντας να βοηθήσει τον μέντορά του, θα απευθυνθεί στον διευθυντή της Republic Χέμπερτ Γέιτς, πείθοντάς τον να χρηματοδοτήσει την ταινία, αφού δέχθηκε να γυρίσει πρώτα το γουέστερν “Ρίο Γκράντε“, για το οποίο ο παραγωγός είχε την πεποίθηση ότι θα έφερνε μεγάλα κέρδη, όπως κι έγινε. Έτσι, “Ο Ήσυχος Άνθρωπος” εξασφάλισε μια γενναία χρηματοδότηση και ο Φορντ ανέθεσε τη συγγραφή του σεναρίου αρχικά στον Ρίτσαρντ Λιούελιν, που είχε υπογράψει και το σενάριο του φιλμ “Η Κοιλάδα της Κατάρας“, και στη συνέχεια στον Φρανκ Νάτζεντ.

Φαινομενικά απλό μελόδραμα

Το στόρι, φαινομενικά ένα απλό μελόδραμα, θέλει τον Σον Θόρντον, πρώην πυγμάχο, να επιστρέφει στην Ιρλανδία και στο χωριό του, μετά από χρόνια στην Αμερική. Ο Σον, επιστρέφοντας στη γη των προγόνων του, θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν του και τους προσωπικούς δαίμονές του, να κάνει μια αρχή και συνάμα να βρει τις ρίζες του. Στο γραφικό ειρηνικό χωριό, θα γνωρίσει την Μέρι την οποία θα ερωτευθεί με την πρώτη ματιά, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον χοντροκομμένο και άγριο αδελφό της Γουίλ, έναν σχετικά πλούσιο της περιοχής, που δεν θέλει ούτε να τον βλέπει. Ωστόσο, οι κάτοικοι του χωριού θα κάνουν ό,τι μπορούν για να σμίξει το ζευγάρι.

Το ρομάντζο, οι παραδόπιστοι και το τσιγάρο

Ο Φορντ, θα παρακάμψει ισορροπημένα το ζήτημα των αναταραχών με τον IRA, παρουσιάζοντας ένα χωριό εντελώς ειρηνικό και μόνο προς το τέλος θα υπάρξει κάποια αναφορά. Από κει και πέρα, θα στήσει ένα υπέροχο ρομάντζο, χωμένο ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες του τόπου του, με αξιολάτρευτες σκηνές, ενώ θα προβάλλει για ακόμη μια φορά τα πιστεύω του για το χρήμα και τους παραδόπιστους.

Συγκλονιστική η σκηνή όταν το ζευγάρι αφού θα πάρει τα χρήματα της προίκας που δικαιούταν η Μέρι, θα τα πετάξουν μαζί στη φωτιά. Η αφήγηση, αναμενόμενο, ρέει σαν τα καθαρά ποτάμια του χωριού και αρπάζει φωτιά τόσο από την ορμή της φλογερής Μορίν Ο’Χάρα όσο και από την πληθωρική εμφάνιση του Βίκτορ ΜακΛάγκλεν, στον ρόλο του αδελφού. Ενός αξιαγάπητου ηθοποιού, που κέρδισε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον “Καταδότη”, έπαιξε σε αρκετά γουέστερν του Φορντ, δίπλα στον Τζον Γουέιν, πάντα τον καλοκάγαθο γίγαντα, με την βροντώδη εκρηκτική εμφάνιση. Από τα χαρακτηριστικότερα ευρήματα της ταινίας είναι και η ιδέα κάθε σκηνή, στην οποία είναι και ο Τζον Γουέιν, να ξεκινά με το άναμμα ενός τσιγάρου, με αμέτρητους διαφορετικούς τρόπους. Απίστευτο!

Ένα υπέροχο ζευγάρι

Η χημεία μεταξύ Τζον Γουέιν και Μορίν Ο’Χάρα εξαιρετική, καθώς είχαν συνεργαστεί και στο “Ρίο Γκράντε” και στη συνέχεια σε αρκετές, ακόμη, ταινίες, με τον Τζον Γουέιν πάντα να βγάζει τον καλύτερο εαυτό του, να γλυκαίνει, να χάνει την περίφημη μονοδιάστατη αγριάδα του. Άλλωστε, όπως είχε εξομολογηθεί η Ο’Χάρα, λάτρευε τον Γουέιν, ήταν το όνειρό της να παίξει μαζί του, παρότι εκείνη φανατική Δημοκρατική και εκείνος διάσημος υπερσυντηρητικός.

Αλλά μάλλον, όπως όλοι παραδέχονται ο “Δούκας” ήταν εξαιρετικός με τους συναδέλφους του, ένας καλός “τυπάς”, πολύ μακριά από την εικόνα που έδινε για τις πολιτικές του δραστηριότητες. Μαζί τους, όμως, ήταν και μια σειρά από υπέροχους καρατερίστες (όλοι ιρλανδικής καταγωγής) που έβαλαν το απαραίτητο αλατοπίπερο στο φιλμ. Έτσι, εκτός από τον ΜακΛάγκλεν, ενθουσιάζουν με τις ερμηνείες τους και οι Μπάρι Φιτζέραλντ (εκπληκτικός), Μίλντρεντ Νάτγουικ, Άρθουρ Σιλντς, Γουόρντ Μποντ και Πάτρικ Γουέιν.

Το Όσκαρ

Η ταινία θα κερδίσει και το Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας (απίστευτη δουλειά από τους Γουίρτον Χοτς και Άρτσι Στάουτ), ενώ ήταν υποψήφια για ακόμη πέντε Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτό για την Καλύτερη Ταινία, χάνοντας τελικά από το ξεχασμένο σήμερα δράμα του Σεσίλ Μπ. Ντεμίλ “Το Όγδοο Θαύμα“, αλλά κερδίζοντας αυτό της σκηνοθεσίας από το ανεπανάληπτο γουέστερν “Το Τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές“! Μια τιτανομαχία σκηνοθετικής αντίληψης και δημιουργίας με τον Φρεντ Τσίνεμαν που βρήκε νικητή τον Φορντ, αλλά και μια θλιβερή διαπίστωση για τον αμερικανικό κινηματογράφο, αν δούμε τις υποψήφιες για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια…

ΑΠΕ-ΜΠΕ