Ο Justin McGuirk, επικεφαλής επιμελητής στο Design Museum, μίλησε με τον Ai Weiwei για τη «Making Sense», την πρώτη έκθεση στην οποία ο Κινέζος καλλιτέχνης εστιάζει στο ντιζάιν και η οποία ολοκληρώνεται στα τέλη Ιουλίου. Στη συζήτηση, η οποία βιντεοσκοπήθηκε στο μουσείο του Λονδίνου, ο Ai Weiwei είπε ότι η έκθεση εξερευνά ποικιλοτρόπως το ντιζάιν, αναφέρει το ΑΠΕ.

«Πιστεύω ότι, με όρους του συνολικού θέματος του ντιζάιν, πρόκειται για ένα πολύ μοναδικό show» είπε και εξήγησε ότι η έκθεση έχει να κάνει με «το πώς εμείς οι άνθρωποι προχωρούμε σε ορισμούς για τη ζωή μας, τις αναμνήσεις μας καθώς και το πώς οι ενέργειές μας στο ντιζάιν σχετίζονται με το παρελθόν μας, την ιστορία μας και επίσης με τα τρέχοντα προσωπικά ή πολιτικά ζητήματα».

«Ως καλλιτέχνης ή ακόμη και ως στοχαστής, είμαστε προϊόντα των καιρών» τόνισε. «Θα μπορούσε να είναι πολιτικοί, φιλόσοφοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες βεβαίως ή, αρχιτέκτονες και γραφίστικοι ντιζάινερ και ντιζάινερ μόδας – οποιοσδήποτε που θέλει να δώσει μια νέα ερμηνεία στη βάση της γνώσης του/της. Αυτό είναι το ντιζάιν» πρόσθεσε. «Ο πιο σημαντικός παράγοντας στο ντιζάιν είναι ο χρόνος και ο τόπος» συνέχισε, υπογραμμίζοντας τη σημασία του ιστορικού πλαίσιου στο ντιζάιν.

Η ««Making Sense» σηματοδοτεί την πρώτη φορά που το σύνολο των έργων εκτίθεται στο Ηνωμένο Βασιλείο ενώ, σύμφωνα με τον Ai Weiwei, η πλειονότητα των έργων εκτίθεται για πρώτη φορά σε ένα συγκεκριμένο μέρος.

Ποιος είναι ο Ai Wei Wei

Ο Άι Γουέι Γουέι είναι Κινέζος καλλιτέχνης, αντιφρονούντας, ακτιβιστής και δημιουργός ντοκιμαντέρ. Αποτελεί ίσως τον γνωστότερο σύγχρονο καλλιτέχνη της Κίνας, με σημαντικά έργα όπως το Sunflower Seeds και το Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου, γνωστό και ως «η φωλιά του πουλιού». Είναι γνωστός επίσης γνωστός και για την σκληρή κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

Γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου (κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν 13 ή 18 Μαρτίου) 1957. Ο πατέρας του, Άι Κινγκ, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Κινέζους ποιητές του 20ου αιώνα. Το 1958, κατά την διάρκεια της Αντιδεξιάς Εκστρατείας, η οικογένειά του διώχθηκε από τις κινεζικές αρχές, επειδή ο πατέρας του θεωρήθηκε «δεξιός». Εξορίστηκαν σε κέντρα καταναγκαστικής εργασίας αρχικά στο Χεϊλονγκτσιάνγκ, στην βορειοανατολική Κίνα, και έπειτα στην απομακρυσμένη δυτική επαρχία της Σιντζιάνγκ. Η οικογένειά του και ο ίδιος αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο Πεκίνο μόνο μετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, το 1976.

Τότε άρχισε να ενδιαφέρεται για την τέχνη, συμμετέχοντας πρώτα-πρώτα του στην Κινηματογραφική Ακαδημία Πεκίνου το 1978. Στην συνέχεια εντάχθηκε στους κύκλους κάποιων αβάν-γκράντ καλλιτεχνών που ονομάζονταν «Xingxing» («Αστέρια»). Το 1981 μετακόμισε στην Αμερική και συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, άρχισε να εδριαφέρεται στην ζωγραφική αλλά έπειτα επικεντρώθηκε στην γλυπτική. Σπούδασε για λίγο στο Parsons School of Design, ενώ παράλληλα γνώρισε τα έργα των Μαρσέλ Ντυσάν και Άντι Γουόρχολ. Επιπλέον επηρεάστηκε και από τον Γερμανό γλύπτη Γιόζεφ Μπόις. Στην Νέα Υόρκη ασχολήθηκε επίσης με την φωτογραφία.

Το 1993 ο Άι Γουέι Γουέι επέστρεψε στην Κίνα, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του. Μετά την επιστροφή του, συμμετείχε στην δημοσίευση τριών βιβλίων που προωθούσαν την αβαν-γκραντ κινεζική τέχνη. Αργότερα ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική. Το 1999 επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Κίνα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Διοργάνωσε επίσης πολλές εκθέσεις τέχνης, με πιο χαρακτηριστική μία με όνομα «Fuck off» που έκανε στην Σανγκάη το 2000. Η έκθεση αυτή απέκλινε από την κυβερνητική γραμμή για την τέχνη, κάτι που ενόχλησε το Πεκίνο, όμως τον έφερε στο προσκήνιο της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής.

Επίσης το 1999, ο Γουέι Γουέι κατασκεύασε το δικό του στούντιο, ενώ το 2003 ίδρυσε την εταιρία σχεδιασμού «FAKE». Η τελευταία εστίαζε στην απλότητα μέσα από την χρησιμοποίηση κοινότυπων υλικών και πραγμάτων. Επίσης, ο ίδιος σε συνεργασία με ξένους σχεδιαστές, σχεδίασε το Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου, που χρησιμοποιήθηκε στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008.

Τον Απρίλιο του 2011 συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Πεκίνου για «οικονομικά εγκλήματα», και συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι αρχές, για φοροδιαφυγή. Η κίνηση θεωρήθηκε ως πολιτικά υποκινούμενη, που στόχευε στην φίμωση των επικριτικών φωνών του Πεκίνου. Αφού κρατήθηκε στην φυλακή για 81 ημέρες, αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Κινεζικά μέσα ανέφεραν ότι ομολόγησε τα εγκλήματα που είχε διαπράξει.

Τα επόμενα χρόνια είχε μία σειρά από δικαστικές διαμάχες, ενώ παράλληλα συνέχισε την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Τελικά το 2015 του παραχωρήθηκαν ταξιδιωτικά έγγραφα και του επιτράπηκε να φύγει από την Κίνα. Αφού έφυγε από την Κίνα, έμεινε στο Βερολίνο έως το 2019, όταν μετακόμισε στο Κέιμπριτζ, στην Βρετανία. Σήμερα μένει μόνιμα στην Πορτογαλία, αν και διατηρεί μία βάση στην Βρετανία.