Χωρίς υπερβολή, θα έλεγε κανείς ότι έφερε τούμπα τον κόσμο. Τον μισό με τη ματιά της ταξιδιώτισσας συγγραφέως, που δεν χορταίνει να προσλαμβάνει νέες εικόνες – εμπνεύσεις και τον άλλο μισό με το ενδιαφέρον της εξερευνήτριας αρχαίων πολιτισμών, που έχει υιοθετήσει από τον παθιασμένο αρχαιολόγο, δεύτερο σύζυγό της.

Είναι γνωστό ότι η Άγκαθα Μαίρυ Κλαρίσσα Μίλλερ, η βασίλισσα του αστυνομικού μυθιστορήματος Άγκαθα Κρίστι, εκτός από συγγραφέας υπήρξε και επίμονη και συστηματική ταξιδιώτισσα. Αρκετές, δε, από τις δημοφιλείς ιστορίες της εμπνεύστηκε από αυτά τα ταξίδια της. Το Όριαν Εξπρές, την Αίγυπτο, τη λίμνη Κόμο, το Ιράκ, την Καραϊβική.

«Η ζωή είναι σαν το εσωτερικό ενός πλοίου. Διαθέτει στεγανές καμπίνες. Βγαίνεις από τη μία, μπαίνεις στην άλλη. Στην πραγματικότητα, μπαίνεις από τη μια ζωή στην άλλη. Είσαι ο εαυτός σου, αλλά ένας διαφορετικός εαυτός. Ο εαυτός σου είναι μπλεγμένος στον ιστό μιας αράχνης, που σε κρατάει σε ένα κουκούλι οικιακής καθημερινότητας: Να κάνεις έναν σωρό δουλειές, να πληρώσεις λογαριασμούς, να πλύνεις και να τακτοποιήσεις ρούχα, να δεις φίλους… Αλλά η ταξιδιωτική ζωή έχει την ουσία ενός ονείρου. Είναι κάτι έξω από το κανονικό, που όμως είσαι μέσα σε αυτό. Είναι γεμάτο με χαρακτήρες που δεν έχεις δει και κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα δεις ποτέ ξανά. Καμμία φορά προκαλεί νοσταλγία και μοναξιά και λαχτάρα, “αχ, να δω κάποιο πολυαγαπημένο μου πρόσωπο, την κόρη μου, τη μητέρα μου…”. Είσαι σαν τους Βίκινγκς, που έχουν μπει στον κόσμο της περιπέτειας και το σπίτι δεν είναι σπίτι μέχρι να επιστρέψουν» θα σημειώσει στην αυτοβιογραφία της.

Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι πρωτο-προσγειώνεται, το 1928, στην Ελλάδα και παρά την περιπέτεια που βιώνει καθηλωμένη για 14 ολόκληρες ώρες στα καπούλια ενός μουλαριού με προορισμό την Ανδρίτσαινα, αγαπά τόσο πολύ τη χώρα και την ιστορία της που την επισκέπτεται ξανά και ξανά. Κάποιοι μάλιστα, σε ένδειξη … υπερβάλλοντος ζήλου να τοποθετήσουν στην πρωτοκαθεδρία της σκέψης της την Ελλάδα, σπεύδουν να πολιτογραφήσουν Έλληνα -τουλάχιστον κατά το ήμισυ- τον ήρωα των βιβλίων της, Ηρακλή, οδηγούμενοι στο συμπέρασμα ότι από την ελληνική μυθολογία αλίευσε το όνομά του. Η πρώτη εμφάνιση του μυστακοφόρου Βέλγου Πουαρό το 1920 ανατρέπει τη συγκεκριμένη θεωρία, πλην όμως δεν αποκλείει τη θεωρία άλλης μερίδας θαυμαστών της συγγραφέως, που τη θέλουν να έχει μελετήσει την ελληνική ιστορία και μυθολογία, πολύ πριν επισκεφθεί τη χώρα.

Άγκαθα Κρίστι
Tαξιδεύοντας 1922

Όπως και να ΄χει, στα επόμενα χρόνια, η εμβληματική Άγκαθα Κρίστι πατάει και ξαναπατάει ελληνικό έδαφος, επισκέπτεται τους Δελφούς, την αρχαία Ολυμπία, τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, θαυμάζει το θέατρο της Επιδαύρου, εξερευνά τα σοκάκια του Ναυπλίου, περιηγείται στην Ακρόπολη, περπατά τον δρόμο των Ιπποτών στην παλιά πόλη της Ρόδου και εμπνέεται…

Γεννημένη ταξιδιώτισσα

Θα ήταν μάλλον απίθανο να μην τη βγάλει ο δρόμος της και στην Ελλάδα… Η Άγκαθα, κόρη του πλούσιου Αμερικανού επιχειρηματία Φρέντερικ Μίλλερ (Frederick Miller) και της Ιρλανδής Κλάρα (Clara), είναι από παιδί μυημένη στα ταξίδια, ακόμα και του μυαλού. Η μητέρα της μεγαλώνει την ίδια και τα δύο αρκετά μεγαλύτερα αδέλφια της (κατά δέκα και έντεκα χρόνια), τον Μόντι και τη Ματζ, με παραμύθια απ΄ όλες τις γωνιές του πλανήτη, σε ένα θαυμάσιο παραθαλάσσιο σπίτι με μεγάλο κήπο στη Μασαχουσέτη. Η μικρή μαθαίνει γράμματα μόλις στα πέντε της, όταν οικονομικοί λόγοι αναγκάζουν την οικογένεια να μετακομίσει στη Γαλλία και την Άγκαθα να εκπαιδευτεί στα Γαλλικά και να μυηθεί στην ταξιδιωτική περιπλάνηση, με πρώτο και καλύτερο προορισμό το Λονδίνο, όπου διαμένει η γιαγιά της, μητέρα της Κλάρα.

Είναι γεννημένη για περιπλανήσεις. Ανεβοκατεβαίνει με ευκολία στα τρένα και τα πλοία, φτιάχνει με χαρακτηριστική ταχύτητα την αποσκευή με τα στοιχειώδη. Ευφυής, ετοιμόλογη, αεικίνητη η μικρή Άγκαθα, το γούρι της οικογένειας, συνοδεύει συχνά τον πατέρα της σε επαγγελματικά ταξίδια και ρουφά με βουλιμία τις νέες εικόνες, που περιγράφει μετά στα αδέλφια της. Αλλά, πολύ νέος ακόμη, φιλάσθενος και με προβληματική καρδιά, ο Φρέντερικ φεύγει για το αιώνιο ταξίδι και η μόλις 11χρονη Άγκαθα βλέπει τον κόσμο να γκρεμίζεται μπρος στα μάτια της. Τότε ανακαλύπτει πόσο ευεργετικά επιδρά επάνω της η γραφή. Το μυαλό της γεννά ιστορίες, γράφει, γράφει και εκτονώνεται. Τα μεγάλα αδέλφια της έχουν πια… απογαλακτιστεί. Άνοιξαν τα δικά τους σπιτικά. Η Άγκαθα είναι η μόνη συντροφιά της μάνας της. Κι ενώ οι δυο τους διαμένουν μόνιμα στην Αγγλία, η ανήσυχη Κλάρα παίρνει μία απόφαση, που ξαφνιάζει τους πάντες. «Θέλω η Άγκαθα ν΄ αποκτήσει γαλλική κουλτούρα. Να μάθει καλά Γαλλικά, μουσική και τραγούδι» λέει στη μητέρα της και μετακομίζουν με την κόρη της στο Παρίσι.

Στα 22 χρόνια της, η Άγκαθα, σε κάποια από τις επισκέψεις στη γιαγιά της, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί παράφορα τον Άρτσι Κρίστι (Archibald Christie), έναν όμορφο πιλότο της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Το αίσθημα θα είναι αμοιβαίο, αλλά ο πόλεμος κρατάει το ζευγάρι σε απόσταση. Εκείνος προσφέρει τις υπηρεσίες του στη μαμά πατρίδα κι εκείνη σε νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Παντρεύονται μία παραμονή Χριστουγέννων μεσούντος του πολέμου.

Στα πρώτα μοναχικά (όπως θα εξελιχθεί η ζωή της και σε όλα τα επόμενα) ταξίδια της, η Άγκαθα δεν ρουφά μόνο τις νέες εικόνες. Έχει συστηματοποιήσει τη συγγραφή διηγημάτων και αναζητεί μίτους με το μακρινό παρελθόν κάθε τόπου, ψαχουλεύει συνήθειες, έθιμα, δοξασίες, ό,τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για μία νέα ιστορία. Έτσι κι αλλιώς, η προσωπική ζωή της δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, εκτός από το προϊόν της, μία όμορφη κόρη. Η σχέση της με τον ευειδή Άρτσι είναι ασταθής, λόγω της αδυναμίας του προς το ωραίο φύλο (το τέλος του γάμου τους θα σημάνει όταν εκείνος θα ερωτευτεί μία οικογενειακή φίλη τους). Τα ταξίδια και η συγγραφή είναι για την Άγκαθα διέξοδος από το τέλμα μίας βασανιστικής σχέσης. «Από το να κοπιάζω σκεπτόμενη την ιδιωτική… δραστηριότητα του συζύγου μου, προτιμώ να ξοδεύω το μυαλό μου εξιχνιάζοντας φόνους» θα εξομολογηθεί λίγο πριν τον χωρισμό τους. Είναι σπουδαία στις αστυνομικές ιστορίες. Γεννά δολοφονίες και εντοπίζει τους δράστες, πλέκει μυστήρια και τα λύνει. Παρέχοντας τις υπηρεσίες της σ΄ εκείνο το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού έχει εντοπίσει την αιμοφοβία της. Γι’ αυτό και στις περισσότερες υποθέσεις της χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο ένα «ευγενές και αναίμακτο» δηλητήριο…

Το 1920, όταν εκδίδει το πρώτο μυθιστόρημά της, είναι ήδη 30 χρόνων και ως το έτος του διαζυγίου της, το 1928, θα παρουσιάσει άλλες επτά μυστηριώδεις υποθέσεις, μία κάθε χρόνο. Ο Άρτσι τής κληροδοτεί το επίθετο με το οποίο θα γίνει διάσημη. Παρά το αρχικό σοκ, που της προκαλούν η απιστία και το διαζύγιο, ο χωρισμός τους καλλιεργεί την ευστροφία του μυαλού της και της αφήνει μπόλικο χρόνο για ταξίδια και εξερεύνηση. Στην περιπέτεια ενός τέτοιου ταξιδιού μπαίνει αμέσως μετά το διαζύγιο. Επιβιβάζεται από το Παρίσι στο περίφημο Όριαν Εξπρές κι από κει όπου τη βγάλει η αναζήτησή της. Η περιπλάνηση διαρκεί δύο ολόκληρα χρόνια. Χώνεται στη Μέση Ανατολή, γνωρίζει και συναναστρέφεται παράξενους ανθρώπους, αποτυπώνει τοπία και πολιτισμούς, που ουδεμία σχέση έχουν με την τακτοποιημένη Ευρώπη. Όταν φτάνει στο Ιράκ, γνωρίζει μία φανατική θαυμάστριά της. Η Κάθριν Γούλεϊ (Kathrine Woolley), καλλιεργημένη, αλλά εξαιρετικά υπερφίαλη και επίμονη γυναίκα, είναι σύζυγος αρχαιολόγου, που ηγείται ανασκαφής στην καρδιά του πολιτισμού της Μεσοποταμίας, την Ουρ. Πείθει την Άγκαθα να τον επισκεφθούν και να ξεναγηθούν στον τόπο της ανασκαφής. Την ξενάγηση αναλαμβάνει ένας νεαρός βοηθός του Γούλεϊ. Γεννημένος σε μεγαλοαστική οικογένεια, με πατέρα επιτυχημένο επιχειρηματία και μητέρα διάσημη σοπράνο, εκπαιδευμένος στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο μόλις 26 χρόνων Μαξ Μαλλόουαν (Max Mallowan) μιλάει με πάθος, που γοητεύει την Άγκαθα. Εκείνη έχει πατήσει ήδη τα 40, αλλά η διαφορά των χρόνων μεταξύ τους δεν θα γίνει εμπόδιο στην εκδήλωση ενός δυνατού αμφίδρομου έρωτα, που θα επισφραγισθεί με γάμο και θα λήξει μόνο όταν εκείνη φύγει για το ταξίδι προς την αιωνιότητα.

Ο Μαξ θα την παρασύρει στις εξερευνήσεις του προσφέροντάς της ταυτόχρονα ποικιλία στους τόπους, όπου θα γεννιούνται και θα εξελίσσονται οι περιπέτειες των ηρώων της. «Όταν περνάω καλά σε έναν νέο τόπο, το πιθανότερο είναι ότι θα “γεννήσω” ένα νέο μυστήριο…» θα πει εκείνη, χρόνια μετά, σε κάποιον Ρώσο δημοσιογράφο.

«ΔΙΑΟΛΕ, ΑΥΤΗ Η ΧΩΡΑ ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ!»

Όταν ο Μαξ τής ζητά να τον συνοδέψει στο ταξίδι του στην Ελλάδα, όπου θέλει να μελετήσει τον αρχαίο πολιτισμό της, η Άγκαθα ενθουσιάζεται. Άλλωστε, είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου τους και αυτό το ταξίδι θα μπορούσε να βαφτιστεί ως το γαμήλιό τους. Ξεκινούν από τις Δαλματικές Ακτές, όπου επιβιβάζονται σ΄ ένα πλοιάριο με προορισμό την Πάτρα. Από εκεί παίρνουν έναν συρμό «γεμάτο κόσμο και ψύλλους» -θα γράψει στην αυτοβιογραφία της- και φτάνουν στην Αρχαία Ολυμπία. «Είναι τόσο μοναδική, όσο ακριβώς την περίμενα» εξομολογείται στον άνδρα της, ο οποίος έχει ήδη προγραμματίσει τον επόμενο προορισμό τους και είναι έτοιμος να υποστεί … ενδεχόμενες διαμαρτυρίες της γυναίκας του. Για να φτάσουν στην Ανδρίτσαινα, απ΄ όπου ο Μαξ θέλει να μεταβούν στις Βάσσες για να δει από κοντά τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, χρειάζεται να κάνουν διαδρομή 14 ωρών πάνω σε μουλάρι! «Δεν είχα καμμία… εκπαίδευση στο να καβαλάω μουλάρια! Όταν φτάσαμε, κατέρρευσα! Δεν ήξερα πότε πονούσα περισσότερο! Όταν καβαλούσα το μουλάρι ή όταν περπατούσα;» αφηγείται η Άγκαθα στην αυτοβιογραφία της και παραθέτει επακριβώς το οργισμένο ξέσπασμά της στον Μαξ: «Ούτε για γάμο είσαι ούτε για γυναίκα, αν δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νιώθει κανείς ύστερα από ένα τέτοιο ταξίδι υπό αυτές τις συνθήκες! Να ξέρεις ότι αυτό είναι αιτία διαζυγίου!».

Όχι μόνον δεν τον χωρίζει, αλλά αντίθετα, δύο μέρες μετά κι αφού ανακτήσει δυνάμεις έχοντας αφεθεί σε έναν μακάριο ύπνο, υφίσταται και δεύτερη «μουλαροκαβαλαρία», αυτήν τη φορά μόνον (!) πέντε ωρών ίσαμε τον ναό του Απόλλωνα.

Το επόμενο κεφάλαιο στις αφηγήσεις της είναι ξέχειλο ενθουσιασμού: «Πήγαµε στις Μυκήνες και στην Επίδαυρο. Στο Ναύπλιο, μείναμε στη βασιλική (μάλλον) σουίτα ενός ξενοδοχείου. Είχε κόκκινες βελούδινες κουρτίνες και ένα τεράστιο κρεβάτι µε ουρανό και χρυσοποίκιλτα µπροκάρ υφάσματα. Πήραμε πρωινό στο μπαλκονάκι του δωματίου µας, ατενίζοντας ένα μικρό νησί (Μπούρτζι) στη θάλασσα, που απλωνόταν μπροστά μας. Ύστερα κατεβήκαμε για κολύμπι. Δυστυχώς, είχε μέδουσες. Η Επίδαυρος ήταν μαγευτική! Εκεί κατάλαβα τι πραγματικά σημαίνει “πάθος του αρχαιολόγου”. Η μέρα ήταν υπέροχη, ζέστη, ο ήλιος έλαμπε. Αποφάσισα να επισκεφθώ το αρχαίο θέατρο, αφήνοντας τον Μαξ να χαζεύει μία μαρμάρινη αρχαία επιγραφή στο Μουσείο. Περιηγήθηκα στον χώρο, ανέβηκα ως την τελευταία σειρά των κερκίδων και τον περίμενα. Αλλά η ώρα περνούσε κι εκείνος ήταν άφαντος. Απαυδισµένη πια πήγα να τον αναζητήσω. Τον βρήκα ξαπλωμένο μπροστά σ΄ εκείνη την ίδια επιγραφή, που τον είχα αφήσει! Προσπαθούσε να τη μεταφράσει! Όσο εκείνος “πάλευε” στη μετάφραση για καμμία ώρα ακόμη, εγώ έξω από το Μουσείο, απολάμβανα τον ήλιο και την υπέροχη φύση της Επιδαύρου».

Ως εξαιρετικά συναρπαστικό κομμάτι από το ταξίδι τους στην Ελλάδα, η Άγκαθα περιγράφει την επίσκεψη στους Δελφούς. «Διάολε, η Ελλάδα δεν περιγράφεται!» θα πει στον Άρτσι. Είναι τόσο ενθουσιασμένη από τη φύση και την αύρα του τόπου, που ψάχνει να αγοράσει κάποιο οικόπεδο και να χτίσει ένα σπίτι. Χρόνια μετά, σε επόμενη εξόρμησή της στην περιοχή, μακαρίζει την τύχη της, που δεν βρήκε τότε γη για ν΄ αγοράσει: «Έχει αλλάξει τόσο πολύ! Ταβέρνες, καταστήματα με σουβενίρ, αμέτρητα λεωφορεία που ξεφορτώνουν και φορτώνουν τουρίστες… Πάει η μαγεία των Δελφών!».

Αρκετά νωρίτερα, ένα φθινόπωρο στον μεσοπόλεμο, το ζεύγος αποφασίζει να γνωρίσει και τη νησιωτική χώρα, ξεκινώντας από τα Δωδεκάνησα. Οι αρχαιότητες της Ρόδου τραβούν το ενδιαφέρον του Μαξ και η Άγκαθα δεν έχει καμμία αντίρρηση να είναι το νησί των Ιπποτών το πρώτο που θα επισκεφθούν αυτήν τη φορά στην Ελλάδα. Άλλωστε, οι έως τώρα εμπειρίες των δύο τους είναι από την Πελοπόννησο, όπου «ανθίζουν» οι… «-όπουλοι», γεγονός που έχει οδηγήσει την Άγκαθα στο συμπέρασμα ότι προφανώς όλα τα ελληνικά επώνυμα έχουν την ίδια κατάληξη! Το τοπίο του νησιού αυτήν την εποχή μαγνητίζει. Το 1937 στη νεοεκδοθείσα συλλογή «Murder in the Mews» θα συμπεριλάβει μία ιστορία μυστηρίου με τίτλο «Triangle at Rhode».

Είκοσι χρόνια μετά, όταν και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα έχει λήξει, Άγκαθα και Μαξ αποφασίζουν να ξανα-ταξιδέψουν στην Ελλάδα για να γνωρίσουν επιτέλους την Ακρόπολη! Ο αρχαιολόγος που πριν χρόνια ενθουσιάστηκε, στις Βάσσες, από τη γνωριμία με το «αδελφάκι» του Παρθενώνα, ανυπομονεί να γνωρίσει το κορυφαίο αριστούργημα της αρχαιότητας. Φτάνουν στην Αθήνα στα τέλη του Αυγούστου του 1958 και καταλύουν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Η Ακρόπολη είναι ο πρώτος προορισμός τους. «Η Άγκαθα Κρίστι εις την Ακρόπολιν. Η διάσημος Αγγλίς συγγραφεύς αστυνομικών μυθιστορημάτων κυρία Άγκαθα Κρίστι, κατά την χθεσινήν επίσκεψίν της εις την Ακρόπολιν των Αθηνών» θα αναφέρει η λεζάντα της φωτογραφίας στο φύλλο τής 30ής Αυγούστου της εφημερίδας «Καθημερινή». Η Άγκαθα χαμογελά στον φακό με φόντο τους κίονες του Παρθενώνα.

Επάνω στον βράχο, χτενίζοντας με την εξεταστική ματιά του τον ναό, ο Μαξ ζει στιγμές έκστασης. Η Άγκαθα θα τον δει για πρώτη φορά να δακρύζει μπροστά σε αρχαίο μνημείο.

Παρά τις δυσκολίες, που θα συναντήσουν σε αρκετές από αυτές τις αναζητήσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, υπονομεύοντας την ευζωία της καλομαθημένης Άγκαθα, εκείνη έχει βρει τρόπο να αμβλύνει τις προσλαμβάνουσες εμπειρίες. Καταγράφει τις περιπέτειές τους, συχνά περιβάλλοντάς τες με βρετανικό χιούμορ. Σε ένα βιβλιαράκι, που θα εκδώσει αμέσως μετά τις περιπέτειές τους σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο της βόρειας Συρίας, η Άγκαθα θα δώσει τα… ρέστα της, προδιαθέτοντας για το απολαυστικό περιεχόμενό του από τον τίτλο «Για πες μου, πώς περνάς στην ανασκαφή;».

«Μόλις έσβησαν τα φώτα στο νοικιασμένο σπίτι μας, έκανε την εμφάνισή της μία αγέλη ποντικών, που άρχισαν να τρέχουν με θόρυβο στο πάτωμα. Όταν άναψα το δαδί για να δω τι στην ευχή συνέβαινε, είδα τους τοίχους καλυμμένους με κάτι παράξενα κινούμενα πλάσματα, που στα επόμενα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησα ότι ήταν κατσαρίδες! Ο Μαξ με συμβούλευε να κλείσω άφοβα τα μάτια μου, διότι -όπως έλεγε- μόλις κοιμηθώ, όλα αυτά τα ζωντανά θα κρυφτούν και δεν θα με πειράξουν. Κι εγώ, η ανόητη, τον πίστεψα! Έκανα έναν ολιγόωρο ταραγμένο ύπνο, νομίζοντας ότι περπατούσαν στο πρόσωπό μου διάφορα μικρά πόδια! Κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, οι κατσαρίδες όχι μόνον είχαν αυξηθεί, αλλά αντίκρισα και μία μεγάλη αράχνη να κατεβαίνει με απύθμενο θράσος από το ταβάνι στο ύψος των ματιών μου! Τότε μ΄ έπιασε υστερία. Τον απείλησα ότι μόλις ξημέρωνε, θα έφευγα για την Αγγλία. Τότε ο Μαξ ζήτησε να βγάλουν τα κρεβάτια μας έξω, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το αεράκι λειτούργησε ευεργετικά στα νεύρα μου. Την επομένη, ο επιστάτης, μας έφερε μία γάτα. Την ανακήρυξα σωτήρα μου! Θα της χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη!».

Οι διαμαρτυρίες και οι απειλές της ότι δεν θα τον συνοδεύσει ξανά σε αποστολή του, δεν έγιναν πραγματικότητα. Όχι μόνο επειδή παρά τη γκρίνια της αγαπούσε τα… απρόοπτα της εξερεύνησης, αλλά και γιατί… «στο βάθος τον ζηλεύω για το πάθος του προς την αρχαιολογία. Τον ζηλεύω που έχει εκπαιδευτεί και μπορεί να ανακαλύπτει θαμμένους πολιτισμούς», θα εξομολογηθεί κάποτε στην κόρη της.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ