«Απ΄ το δέντρο που φουντόνει στην Ελληνική πατρίδα

με παρηγοριάς ελπίδα,

τρία κόπηκαν κλαδιά

μ΄ αίμα σκλάβων ποτισμένα

τρία του Στρατού παιδιά

να στολίσουν σκοτωμένα.

Μες στον πόθων μας την γη,

που την ρήμαξε σφαγή

και της φέρνει βογγητό

μισοφέγγαρη βραδιά

φως σκορπούν ονειρευτό

τρία του Στρατού παιδιά…»

Τον Ιούνιο του 1905, «Ο Ρωμηός», η εφημερίδα του Γεωργίου Σουρή, δημοσιεύει το ποίημα, υπό τον τίτλο «εις την μνήμην τριανδρίας ευστεφάνου Φραγκοπούλου, Μωραΐτου και Στεφάνου».

Πρόκειται για τρεις νέους, παθιασμένους πολεμιστές, που έπεσαν ηρωικά στο πεδίο του Μακεδονικού Αγώνα τα πρώτα χρόνια του 20ού αι. Ο λοχαγός Μιχαήλ Μωραΐτης, που πολέμησε με το ψευδώνυμο καπετάν Κόδρος Ρουμελιώτης, καταγόταν από τα Μεσόγεια Αττικής και ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Στεφάνου από το Δάσκιο της Ημαθίας. Όσο για τον υπολοχαγό Σπυρίδωνα Φραγκόπουλο, τον καπετάν Ζόγρα, ήταν ο μόνος Ζακυνθινός του Μακεδονικού Αγώνα.

Οι τρεις τους -η «τριανδρία ευστεφάνου»- βρήκαν τον θάνατο στις 17 Μαΐου του 1905, στα Λειβάδια Γιαννιτσών, όταν το στρατιωτικό σώμα 30 ανδρών, του οποίου ηγούντο ο Μωραΐτης και ο Φραγκόπουλος, χτυπήθηκε από τάγμα του τουρκικού στρατού. Λέγεται ότι οι Οθωμανοί ειδοποιήθηκαν από ομάδες Βουλγάρων ανταρτών, που είχαν βρει τον κακό διώκτη τους στο πρόσωπο του Μωραΐτη και ήθελαν να απαλλαγούν απ΄ αυτόν. Μήνες νωρίτερα (Οκτώβριο του 1904) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο Παύλος Μελάς κι εκείνη η απώλεια ήδη είχε στρέψει το βλέμμα των ξένων στον Μακεδονικό Αγώνα και τους ήρωές του.

Μαρμαρωμένος Ήρωας

Ο υπολοχαγός Φραγκόπουλος είναι μόλις 29 χρόνων. Ακμαίος και δυνατός. Αποφασισμένος κι αυτός να πολεμήσει και να θυσιαστεί. Κατάγεται από συγκλητικό οίκο της βυζαντινής αυτοκρατορίας με ουσιαστική συμβολή στη διοίκηση κι ακόμα ουσιαστικότερη σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Αυτό είναι φορτίο βαρύ για έναν άνδρα που διάγει σφριγηλό νεανικό βίο σε εποχή εθνικής αναταραχής.

Μπαίνει στον αγώνα και πολεμά με σθένος. Νωρίτερα, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, είχε πολεμήσει ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Δημήτρης, δικαστικός. Εκείνος τραυματίστηκε, αλλά σώθηκε. Όταν χάνει τον μικρό αδελφό του στο πεδίο της μάχης είναι 35άρης, τοποθετημένος στο δικαστήριο της Κέρκυρας.

Πονάει, αλλά είναι και περήφανος για τη συμβολή της οικογένειάς του στη μακεδονική υπόθεση. Παραγγέλνει την προτομή του Σπυρίδωνα σε Αθηναίο γλύπτη. Το κόστος είναι δυσβάσταχτο. Πώς να το καλύψει ο ισχνός μισθός ενός δικαστή στις αρχές του 20ού αι… «Τρία χρόνια έκανε οικονομίες για να συγκεντρώσει την αμοιβή του καλλιτέχνη» θα αποκαλύψει μετά έναν αιώνα και πλέον ο εγγονός του, Μίλτος Φραγκόπουλος.

Εν τω μεταξύ, ο Δημήτρης παντρεύεται στην Κέρκυρα την αδελφή του συγγραφέα Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Όλγα, και μετακομίζουν στην Αθήνα, σε μονοκατοικία στη συμβολή Ηρακλείτου και Μηλιώνη. Εδώ μεγαλώνουν την όμορφη οικογένειά τους προσθέτοντας ακόμα τέσσερα παιδιά, στο ένα που έχουν αποκτήσει ήδη στη Ζάκυνθο. Τέσσερις κόρες κι ένας γιος μεγαλώνουν στην Αθήνα και κληρονομούν την αγάπη και τον θαυμασμό του πατέρα τους για τον μακεδονομάχο αδελφό του.

Εδώ εγκαθίσταται και η προτομή του Σπυρίδωνα, αλλά ο Δημήτρης πάντα ονειρεύεται να τη μεταφέρει στον τόπο τους, τη Ζάκυνθο. Ωστόσο, οι καιροί είναι χαλεποί. Πόλεμοι, διχασμός, ανέχεια… Ο Δημήτρης οδηγείται σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Το 1922 πουλά και το ύστατο στοιχείο της οικογενειακής περιουσίας. Ένα κτήμα στο νησί. Οκτώ χρόνια μετά, φεύγει από τη ζωή χωρίς να καταφέρει να επαναπατρίσει την προτομή του αδελφού του. Ο Σπυρίδων, που -στο μεταξύ- τα παιδιά έχουν βαφτίσει «θείο Πίπη»- παραμένει έπηλυς και φιλοξενούμενος στην Αθήνα…

Ο θείος Πίπης μετακομίζει πάλι

Μετά τον θάνατο του Δημήτρη, η Όλγα και τα παιδιά μετακομίζουν στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας 49. Ο «θείος Πίπης» βρίσκει περίοπτη θέση στη σάλα του σπιτιού, αλλά όταν το 1956 φεύγει από τη ζωή και η Όλγα, ο Πίπης μετακομίζει και πάλι. Αυτήν τη φορά βρίσκει στέγη στο σπιτικό του ανιψιού του, Θεόφιλου. Του μοναχογιού της οικογένειας. Είναι ένα υπερυψωμένο ισόγειο με κήπο επί της Δημοκρίτου.

Κοντά δύο δεκαετίες θα μείνει εκεί η προτομή του μακεδονομάχου. Το 1979 ο Θεόφιλος με την οικογένειά του μετοικούν σε ένα μικρότερο διαμέρισμα της οδού Σκουφά. Ο «θείος Πίπης» στριμώχνεται σε κάποια γωνιά. Είκοσι χρόνια μετά, ο Θεόφιλος πεθαίνει και το 2014 τον ακολουθεί και η σύζυγός του. Η προτομή αλλάζει εκ νέου στέγη. Ο γιος του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, θα τη μεταφέρει στο Πόρτο Ράφτη, στο εξοχικό του πεθερού του. Ο θείος Πίπης για κάμποσα χρόνια θα ατενίζει τον κόσμο από τον κήπο αυτού του σπιτιού.

Αλλά υπάρχει πάντα ζωντανή η επιθυμία ενός ήρωα, που οι απόγονοι δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν. Ο παππούς Δημήτρης ονειρευόταν να εγκαταστήσει την προτομή του αδελφού του στην πατρίδα τους, τη Ζάκυνθο. Έτσι, η εγγονή αυτή τη φορά, η Ήρα Έμκε Πουλοπούλου, προτείνει στον εξάδελφό της, να στείλουν τον θείο Πίπη επιτέλους στα πάτρια εδάφη. Η μύτη του, βέβαια, έχει ελαφρώς φθαρεί από τον χρόνο και τις μετακομίσεις, αλλά η αποκατάστασή της δεν θα αργήσει.

Το 2023, ύστερα από απανωτές συνεννοήσεις με τον Δήμο Ζακύνθου, έρχεται η στιγμή του επαναπατρισμού. Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, στις 28 Δεκεμβρίου, σε μία σεμνή, συγκινητική τελετή, ο «θείος Πίπης» βρίσκει πια τη μόνιμη θέση του. Εγκαθίσταται στην κεντρική οδό Διονυσίου Ρώμα, μπροστά στο Ξενία της πόλης. Είναι ο χώρος, όπου βρισκόταν το πατρικό των Φραγκόπουλων, εκεί που μεγάλωσε ο Σπυρίδων. Ο διπλανός δρόμος μάλιστα φέρει το όνομα της οικογένειας.

Οι απόγονοι του «θείου Πίπη» θα ερμηνεύσουν καρμικά τη διαδρομή του Ζάκυνθος – Αθήνα – Ζάκυνθος… Ο Σπυρίδων δεν πρόλαβε να κάνει δική του οικογένεια. Έφυγε νέος, «νέοι άλλωστε φεύγουν οι ήρωες», καθώς έλεγε και ο Μίκης. Μεσολάβησε αιώνας και πλέον έως ότου η ιστορία του πείσει τα εγγόνια του αδελφού του.

«Ξέρετε, οι παλιοί, δεν πετούσαν πράγματα… Για κάποιον λόγο, έφτασαν στα χέρια μας πολλά τεκμήρια της οικογένειας» λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Μίλτος Φραγκόπουλος. «Βρήκα κάποτε μέσα σε ένα παλιό έπιπλο αποκόμματα εφημερίδων της εποχής, που αναφέρονταν ακριβώς σ’ αυτόν τον θάνατο του μακεδονομάχου Φραγκόπουλου, του προγόνου που έδωσε τη ζωή του σε μία ιερή ιδέα. Θεωρήσαμε τον επαναπατρισμό του «θείου Πίπη» ηθική υποχρέωση προς την οικογένεια, προς τη Ζάκυνθο, αλλά κυρίως προς τον παππού μας, που τόσο πολύ θαύμαζε τον αδελφό του. Αυτή η προτομή μετακόμιζε με τις γενιές των Φραγκόπουλων και στεγαζόταν όπου στεγάζονταν οι οικογένειες. Αφού έφτασε και στη δική μας γενιά, είπα να κάνουμε πραγματικότητα την επιθυμία του παππού».

Τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν χοροστατούντος του μητροπολίτη Ζακύνθου, Διονυσίου Δ’, και παρουσία των τοπικών Αρχών και των ανιψιών του μακεδονομάχου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ