Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ρίχνει ξανά λάδι στη φωτιά. Βλέπει μια υποτιθέμενη πυρηνική απειλή από την πλευρά της Δύσης και απαντά κινητοποιώντας περισσότερους στρατιώτες και απειλώντας με τη χρήση «πολλών ρωσικών όπλων». Έφτασε μέχρι και στο σημείο να πει: «Όταν απειλείται η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας, θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για να υπερασπιστούμε τη Ρωσία και τον λαό μας – δεν μπλοφάρω».

Αυτή η πιο πρόσφατη κλιμάκωση έρχεται αφότου τα ουκρανικά εδάφη που βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό ρωσική κατοχή ανακοίνωσαν στις 20 Σεπτεμβρίου ότι προχωρούν σε δημοψηφίσματα. Και αντιπροσωπεύει το πιο πρόσφατο ρίσκο που παίρνει ο Πούτιν προκειμένου να δει λίγο φως στην άκρη του τούνελ, τη στιγμή που η θέση του γίνεται όλο και πιο δεινή στην Ουκρανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος απευθύνθηκε στον ρωσικό λαό σε τηλεοπτική ομιλία και επέμεινε ότι μια μερική κινητοποίηση των δύο εκατομμυρίων στρατιωτικών εφέδρων του ήταν για να υπερασπιστεί τη Ρωσία και τα εδάφη της. Είπε ότι η Δύση δεν επιθυμεί την ειρήνη στην Ουκρανία και πρόσθεσε πως η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες πιέζουν το Κίεβο να «μεταφέρει στρατιωτικές επιχειρήσεις στα εδάφη μας» με στόχο την «πλήρη λεηλασία της χώρας μας».

Γνωστή τακτική

Όπως τονίζουν στο TheConversation οι καθηγητές Διεθνούς Ασφάλειας και Διεθνών Σχέσεων Stefan Wolff και Tatyana Malyarenko, το σχέδιο της Ρωσίας να προσαρτήσει εδάφη στην ανατολική Ουκρανία μέσω «δημοψηφισμάτων» είναι συνηθισμένη τακτική, αν και την ίδια ώρα συνιστά έναν νέο γύρο κλιμάκωσης σε έναν πόλεμο που σε γενικές γραμμές δεν εξελίσσεται όπως θα ήθελε ο Πούτιν.

Τον Μάρτιο του 2014, ο Ρώσος πρόεδρος προσάρτησε την Κριμαία έπειτα από εσπευσμένο δημοψήφισμα που διοργανώθηκε στην περιοχή μετά την κατάληψη της χερσονήσου από τη Μόσχα. Και τον Φεβρουάριο του 2022 -λίγες μέρες πριν στείλει τον ρωσικό στρατό στην Ουκρανία- αναγνώρισε την ανεξαρτησία των λεγόμενων λαϊκών δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, αναπτύσσοντας «ειρηνευτικές δυνάμεις» σε αυτά τα εδάφη που κατέχονται από τη Ρωσία και τους τοπικούς αντιπροσώπους της από το 2014. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τα εδάφη ως βάσεις εκτόξευσης για τον παράνομο πόλεμό του εναντίον της Ουκρανίας μόλις δύο ημέρες αργότερα.

Από εκεί και πέρα η Ρωσία κατέλαβε περίπου το 20% του εδάφους της Ουκρανίας, κυρίως στα ανατολικά. Τις τελευταίες εβδομάδες η Μόσχα έχασε ξανά ορισμένες από αυτές τις περιοχές, αλλά εξακολουθεί να ελέγχει περίπου 90.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, κυρίως στο Ντονμπάς και στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας. Οι ντε φάκτο αρχές που έχει εγκαταστήσει το Κρεμλίνο σε μεγάλα τμήματα του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας έχουν τώρα υποτίθεται «ζητήσει» από τη Μόσχα να διεξάγει δημοψηφίσματα για την ένταξή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία, σχολιάζουν οι δύο καθηγητές.

Τα δημοψηφίσματα είναι πιθανό να διεξαχθούν μεταξύ 23 και 27 Σεπτεμβρίου και το ρωσικό κοινοβούλιο αναμένεται να επικυρώσει γρήγορα οποιαδήποτε απόφαση προσάρτησης. Αμέσως μετά ο Πούτιν θα σφραγίσει την προσάρτηση με την υπογραφή του. Μια παρόμοια διαδικασία συνέβη και στην Κριμαία το 2014.

Μια διαφορετική κλιμάκωση

Το 2014 η Ουκρανία δεν έδωσε μεγάλη μάχη για την Κριμαία και η αντιτρομοκρατική της επιχείρηση σταμάτησε γρήγορα, καθώς η Ρωσία διοχέτευσε στρατεύματα και πόρους στο Ντονμπάς για να στηρίξει τους τοπικούς της αντιπροσώπους στην περιοχή. Έπειτα από οκτώ μήνες σκληρών συγκρούσεων, το αποτέλεσμα ήταν το τελευταίο κομμάτι των ταλαίπωρων ειρηνευτικών συμφωνιών του Μινσκ τον Φεβρουάριο του 2015, το οποίο επέφερε μια ασταθή κατάπαυση του πυρός για επτά χρόνια, στο πλαίσιο ενός γενικότερα δυσλειτουργικού διαλόγου που απέτυχε να δώσει τη λύση.

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία προοπτική το Κίεβο και οι δυτικοί εταίροι του να αποδεχτούν μια παρόμοια συμφωνία, η οποία απλά βοηθούσε τη Μόσχα να κερδίσει χρόνο για να ανασυνταχθεί και να σχεδιάσει την επόμενη κίνησή της. Οι Ουκρανοί και οι δυτικοί ηγέτες το έχουν ήδη επιβεβαιώσει αυτό -μεταξύ άλλων ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.

Αυτό, ωστόσο, είναι απίθανο να σταματήσει τη Ρωσία. Ο Πούτιν χρειάζεται μια «δικαιολογία», για να ισχυροποιηθεί όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στην ίδια τη Ρωσία. Εάν η Μόσχα καταφέρει να ενσωματώσει ουκρανικά εδάφη στη Ρωσία, οι ουκρανικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των εδαφών θα μετατρέπονταν -σύμφωνα πάντα με τη Μόσχα- σε επιθετικότητα κατά της Ρωσίας.

Αυτό θα πρόσφερε στον Πούτιν το πρόσχημα ώστε να καλέσει σε γενική κινητοποίηση, ακόμα ίσως και να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στη Ρωσία. Αυτό που μας δείχνει πως τα πράγματα οδεύουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι το γεγονός ότι η Δούμα -δηλαδή η κάτω βουλή- της Ρωσίας έδωσε το πράσινο φως για αυστηρότερες ποινές σε διάφορα αδικήματα που διαπράττονται σε περιόδους στρατιωτικής κινητοποίησης ή ισχύος του στρατιωτικού νόμου.

Επιπλέον, άμεση πρόκληση για τη Δύση συνιστά και η προκήρυξη των δημοψηφισμάτων, μαζί με όλα όσα αυτά συνεπάγονται. Ουσιαστικά προκαλεί το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να συνεχίσουν να στηρίζουν μια Ουκρανία που τώρα σύμφωνα με τη Ρωσία είναι η επιτιθέμενη πλευρά. Αυτό θα αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο μιας άμεσης σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση και για άλλη μια φορά θα υπήρχε ο κίνδυνος η Μόσχα να καταφύγει σε πυρηνικά όπλα.

Αυτό έχει πέσει στο τραπέζι ήδη από τον Ιούλιο, όταν η Ουκρανία άρχισε να σημειώνει πρόοδο στην αντεπίθεσή της στον νότο.

Ο παράγοντας Κίνα

Στο μεταξύ ο Πούτιν συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ στις 15 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν. Λίγο νωρίτερα, ο Σι είχε επισκεφθεί το Καζακστάν και είχε εκφράσει τη σαφή υποστήριξή του στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Αυτό αποτέλεσε σαφές μήνυμα προς τον Πούτιν ώστε να μείνει μακριά από την Κεντρική Ασία. Και το αποτέλεσμα ήταν η ταπεινωτική παραδοχή του Ρώσου προέδρου πως η Κίνα εξέφρασε ανησυχίες για την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η απουσία ενός παρόμοιου μηνύματος για την Ουκρανία, για την οποία η Κίνα εξακολουθεί να αποφεύγει να μιλά ξεκάθαρα κατά της επιθετικότητας της Ρωσίας, ενδεχομένως έδωσε την εντύπωση στη Μόσχα πως η επιθυμία του Πεκίνου για σταθερότητα -την οποία εξέφρασε ο Σι στη Σαμαρκάνδη- αφορούσε κυρίως σ’ ένα γρήγορο τέλος του πολέμου κι όχι απαραίτητα στο πώς θα φτάσουμε εκεί.

Η ιδέα πως το Πεκίνο ωθεί τη Ρωσία, όχι απλά εκτός της Κεντρικής Ασίας, αλλά ουσιαστικά προς μια πιο επιθετική στάση στα δυτικά της σύνορα, συνιστά άλλη μια από τις παρερμηνείες του Κρεμλίνου σχετικά με την Κίνα. Πρόκειται όμως για μια εξαιρετικά επικίνδυνη παρερμηνεία.

Τελικά τι θα κάνει ο Πούτιν;

Το ερώτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο Πούτιν; Ιδιαίτερα εφόσον έχει ήδη παίξει τα περισσότερα χαρτιά του και ακόμα δεν φαίνεται να κερδίζει. Ο ενεργειακός εκβιασμός κατά της Δύσης δεν έχει σπάσει το ενιαίο μέτωπο των μελών του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των συμμάχων τους.

Την ίδια ώρα οι υποστηρικτές του Πούτιν είναι ελάχιστοι και αποτελούν μια αβέβαιη ομάδα -όπως το Ιράν και η Συρία, η Βόρεια Κορέα και η Μιανμάρ. Η Κίνα μπορεί να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά ο Σι δεν έχει ακόμη ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό του Πούτιν στο θέμα της Ουκρανίας και είναι απίθανο να το κάνει, ειδικά εάν διαφαίνεται περαιτέρω κλιμάκωση ως αποτέλεσμα των προγραμματισμένων δημοψηφισμάτων στα κατεχόμενα.

Και το κυριότερο, ο Πούτιν δεν κερδίζει έδαφος στην Ουκρανία. Η τελευταία απεγνωσμένη προσπάθειά του να αυξήσει τα διακυβεύματα είναι το πιο ξεκάθαρο σημάδι μέχρι στιγμής -αλλά και μια ένδειξη του πόσο πιο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η όλη κατάσταση.

Από τους Stefan Wolff, καθηγητή Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, και Tatyana Malyarenko, καθηγήτρια Διεθνώς Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οδησσού.