«Απόδραση από την Μαριούπολη».

Κάπως έτσι θα μπορούσε να καλείται η πολύωρη περιπέτεια ενός 31χρονου Ουκρανού ψαρά, ο οποίος βρέθηκε εν μέσω εχθρικών πυρών στην, βομβαρδιζόμενη από τις ρωσικές δυνάμεις, Μαριούπολη στις 16 Μαρτίου.

Ο Ντμίτρι Γιούριν βρισκόταν στο σπίτι του στις 16 Μαρτίου όταν μια ρωσική βόμβα έπληξε το θέατρο της Μαριούπολης, εκεί όπου βρήκαν τραγικό θάνατο πάνω από 300 άτομα.

Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του «Guardian», το διαμέρισμά του στην οδό Prospect Mira ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, απέναντι από μια πλατεία με ένα σιντριβάνι. Ο ίδιος βγήκε αμέσως έξω και έτρεξε να βοηθήσει. Είδε εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά αιμόφυρτα. «Άκουσα κλάματα και ουρλιαχτά», είπε ο Γιούριν. «Είδα πτώματα και κομμένα μέλη. Έβγαλα μια γυναίκα [από το θέατρο], μετά ένα κορίτσι και μετά ένα αγόρι. Τα πόδια του αγοριού δεν κουνιόντουσαν. Αυτό ούρλιαζε. Τα χέρια μου έτρεμαν».

Κοντά του μια γυναίκα κείτονταν ακίνητη στο έδαφος. Τα μέλη της οικογένειάς της προσπαθούσαν απεγνωσμένα να την φέρουν στην ζωή, κάνοντας μαλάξεις στο στήθος της. «Προσπαθούσαν να την επαναφέρουν. Δίπλα της στεκόταν ένα παιδί και έλεγε “Μαμά, μην κοιμάσαι”, αλλά η γυναίκα ήταν ήδη νεκρή», θυμάται ο ίδιος.

Ο 31χρονος στη συνέχεια επέστρεψε στο υπόγειο πάρκινγκ όπου είχε καταφύγει με τη μητέρα του, Ναντέζντα, άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μερικά αναλγητικά χάπια. Και στη συνέχει αποφάσισε ότι έπρεπε πάση θυσία να φύγει από τη Μαριούπολη, την οποία για δύο εβδομάδες οι ρωσικές δυνάμεις πολιορκούσαν σθεναρά. Όμως, πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό όταν όλη η πόλη ήταν αποκομμένη από όλη την υπόλοιπη ουκρανική ενδοχώρα από όλες τις κατευθύνσεις; Κάπως έτσι, κατέληξε σε ένα εξαιρετικό σχέδιο: ότι θα κολυμπούσε μέχρι ένα ασφαλές σημείο, μακριά από τα ρωσικά σημεία ελέγχου και κοντά στον ουκρανικό στρατό.

Με τους ανθρωπιστικούς διαδρόμους να «κλείνουν» με την ίδια ευκολία με την οποία ανακοινώνονταν, ο Γιούριν σκέφτηκε ότι το μόνο του όπλο είναι το ότι ξέρει πολύ καλό κολύμπι. Η μόνη του διέξοδος; Η παγωμένη και αφιλόξενη Αζοφική Θάλασσα.

Και, καθώς ήταν και καλός ψαράς, ήξερε ακριβώς τί έπρεπε να κάνει προκειμένου το σώμα του να επιπλεύσει για ώρα όπως μια βάρκα, δίχως να κινδυνεύσει να βυθιστεί.

Μαζί του πήρε δύο σακούλες σκουπιδιών που τις έδεσε γύρω από τις κάλτσες του, προκειμένου να επιπλέει πιο εύκολα καθώς και τέσσερα πεντάλιτρα πλαστικά μπουκάλια, που τα έδεσε γύρω του, για να χρησιμεύσουν ως σωσίβιο.

Ο άνδρας έφτασε στην παραλία κι από εκεί κολύμπησε, παράλληλα με την ακτή, 150 μέτρα μακριά της, προς τα δυτικά. Το νερό ήταν παγωμένο.

«Τα δόντια μου κροτάλιζαν. Συχνά έπρεπε να σταματάω και να επιπλέω ώστε να ξεκουράζομαι», περιγράφει ο ίδιος μιλώντας στον «Guardian».

Τελικά, έπειτα από δυόμιση ώρες κολύμβησης, έφτασε στην ακτή του χωριού Melekine [Μελεκίνε], το οποίο πριν από τον πόλεμο ήταν ένας δημοφιλής παραθαλάσσιος προορισμός. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων τον είδε και τον βοήθησε, δίνοντάς του, πρώτα από όλα, να πιει βότκα και στην συνέχεια μια μερίδα μπορς (ουκρανική σούπα λαχανικών).

Από το χωριό αυτό – που πλέον είναι υπό ρωσικό έλεγχο – έφυγε χωρίς προβλήματα και έφτασε στο λιμάνι του Μπέρντιανσκ [Berdyansk], που βρίσκεται επίσης υπό ρωσικό έλεγχο, ενώ στα σημεία ελέγχου οι Ρώσοι στρατιώτες τον αγνοούσαν, όπως περιγράφει. «Ήταν 18χρονα παιδιά», αναφέρει, «ούτε καν ασχολήθηκαν μαζί μου», επισημαίνει με εμφανή την ευγνωμοσύνη στο πρόσωπό του, καταλήγοντας:

«Είμαι 31 ετών, σε μάχιμη ηλικία. Αν με έπιαναν οι Ρώσοι, θα με βασάνιζαν. Ευχαριστώ τον Θεό που γνώριζα καλά την ακτογραμμή της Μαριούπολης. Αυτό με έσωσε».

Τελικά, η περιπέτειά του τελείωσε μερικές ώρες μετά όταν πάτησε, επιτέλους, ξανά σε ουκρανικό έδαφος.