Ενα «εξαιρετικά σπάνιο» ρουμπίνι 55,22 καρατίων θα βγει σε δημοπρασία τον Ιούνιο από τον οίκο Sotheby’s. Είναι το μεγαλύτερο πολύτιμο πετράδι του είδους του που έχει εμφανιστεί ποτέ σε δημοπρασία και υπολογίζεται ότι η τιμή του θα ξεπεράσει τα $30 εκατ, αναφέρει το ΑΠΕ.

Με την ονομασία «Estrela de Fura» που στα πορτογαλικά σημαίνει «Αστέρι της Φούρα», το ρουμπίνι βρέθηκε στη Μοζαμβίκη από την καναδική εταιρεία «Fura Gems» με έδρα το Ντουμπάι. Κόπηκε από μια ακατέργαστη πέτρα και έγινε πρωτοσέλιδο όταν ανακαλύφθηκε από ανθρακωρύχους τον περασμένο Ιούλιο. Αρχικά ζύγιζε 101 καράτια, σχεδόν διπλάσια από τη σημερινή του μορφή, και ήταν το μεγαλύτερο ρουμπίνι ποιότητας πολύτιμου λίθου που έχει ανακαλυφθεί ποτέ με αναλυτές να δηλώνουν ότι αυτό συμβαίνει «μία φορά στα 100 χρόνια».

Ο οίκος Sotheby’s περιέγραψε ότι διαθέτει «εξαιρετική καθαρότητα» και ένα «σκούρο κόκκινο χρώμα», μια απόχρωση που παραδοσιακά συνδέεται περισσότερο με τα εξαιρετικά περιζήτητα ρουμπίνια της Βιρμανίας.

Το ρουμπίνι θα εμφανιστεί στην πώληση «Magnificent Jewels» του Sotheby’s, μαζί με ένα ροζ διαμάντι 10,57 καρατίων, το οποίο αναμένεται να ξεπεράσει τα $35 εκατ.

Ρουμπίνι, ο κόκκινος πολύτιμος λίθος

Το ρουμπίνι είναι παραλλαγή του κορουνδίου με κόκκινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στη παρουσία χρωμίου, το οποίο, ανάλογα της περιεκτικότητας του, εμφανίζεται σε διάφορους τόνους. Όλα τα άλλου χρώματος κορούνδια είναι γνωστά ως ζαφείρια. Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική λέξη ruber, η οποία σημαίνει κόκκινο. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία «σάπφειρος πορφυρίτης» ή «σάπφειρος πορφυρίζων». Θεωρείται ένας από τους τέσσερις πολύτιμους λίθους, μαζί με το διαμάντι, το ζαφείρι και το σμαράγδι.

Είναι πρωτογενές συστατικό συνήθως εκρηξιγενών πετρωμάτων και εμφανίζεται επίσης σε διάφορους σχιστόλιθους και μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Είναι σκληρό ορυκτό, δεδομένου ότι το κορούνδιο είναι το δεύτερο σκληρότερο ορυκτό μετά το διαμάντι (σκληρότητα 9 στην κλίμακα Mohs). Το χρώμα του, εξαιτίας του χρωμίου, είναι κόκκινο, ενώ υπάρχουν ποικιλίες με ροζ, σκούρο κόκκινο και καφέ χρώμα. Το χρώμα και η επεξεργασία του είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζει την αξία του ρουμπινιού, και το καλύτερο χρώμα θεωρείται το λεγόμενο «αίμα περιστεριού». Άλλοι παράγοντες είναι η ποιότητα, που καθορίζεται από τις εγκλείσεις. Το ρουμπίνι έχει εγκλείσματα ρουτιλίου, των οποίων η παρουσία δείχνει ότι το ρουμπίνι είναι φυσικό, όμως αν ο αριθμός αυτών των εγκλεισμάτων είναι μεγάλος αφαιρούνται.

Το ιόν του χρωμίου (Cr3+) εξαιτίας της διαρρύθμισής του στη κρυσταλλική δομή του ρουμπινιού, απορροφά το φως στην κίτρινη-πράσινη περιοχή του φάσματος, με αποτέλεσμα να έχει κόκκινο χρώμα. Όταν κίτρινο-πράσινο φως απορροφάτε από το ιόν του χρωμίου, επανεκπέμπτεται ως φωταύγεια κόκκινου χρώματος. Αυτή η φωταύγεια συνεισφέρει στο κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού που προκαλείται από την απορρόφηση των κίτρινων-πράσινων ακτίνων. Όταν η οπτική διάταξη είναι τέτοια ώστε η εκπομπή να διεγείρεται από φωτόνια 694 nm, που αντανακλώνται μπρος-πίσω σε δύο καθρέπτες, τότε η εκπομπή ενισχύεται έντονα. Αυτό το φαινόμενο χρησιμοποιήθηκε από τον Θίοντορ Μάιμαν το 1960 για την κατασκευή του πρώτου λέιζερ, το οποίο βασιζόταν στο ρουμπίνι.

Χρήσιμο στην ωρολογοποιία

Το ρουμπίνι, ένεκα της σκληρότητάς του, αλλά και της ιδιότητάς του να μην οξειδώνεται ούτε και να προσβάλλεται από οξέα, χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ωρολογοποιία, στη συγκράτηση αξόνων στήριξης καθώς και λόγω του ειδικού βάρους του στην κατασκευή άλλων λεπτών μηχανών ακριβείας, όπως π.χ. χρονόμετρα πλοίων.

Συνθετικά ρουμπίνια παράγονται από το 1837, όταν ο Γκαουντίν σύντηξε αλουμίνα με λίγο χρώμιο σε υψηλές θερμοκρασίες. Το 1846, ο Ζαν- Ζόσεφ Έλντεμαν κατασκεύασε ζαφείρια με την σύντηξη αλουμίνας και βορικού οξέως. Συνθετικά ρουμπίνια σήμερα κατασκευάζονται με μια μέθοδο που εφευρέθηκε από τον Βερνεουίλ, ο οποίος σύντηξε BaF2 και Al2O3 μαζί με διάπυρο χρώμιο. Ο Βενρεουίλ άρχισε την εμπορική παραγωγή συνθετικών ρουμπινιών το 1903. Το συνθετικό ρουμπίνι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί από μη-ειδικό. Ορυκτά τα οποία έχουν το ίδιο χρώμα με το ρουμπίνι είναι ο κόκκινος σπινέλιος, ο κόκκινος τουρμαλίνης, ο πυρωπός γρανάτης και το τοπάζι, που αναλογικά έχουν μικρότερη αξία ως ημιπολύτιμοι λίθοι.

Η κύρια πηγή ρουμπινιών ήταν για αιώνες η κοιλάδα Μογκόκ, στη βόρεια Μιανμάρ, αλλά σήμερα πολύ λίγα ρουμπίνια καλής ποιότητας προέρχονται από εκεί. Σήμερα, κύρια πηγή είναι η Μονκ Σχου, στη κεντρική Μιανμάρ, όπου η εξόρυξη ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 που είναι το μεγαλύτερο ορυχείο ρουμπινιών στη Γη. Άλλο ένα σημαντικό κοίτασμα ρουμπινιών είναι το Νάμγια, στη βόρεια Μιανμάρ. Άλλες χώρες στις οποίες εξορύσσονται ρουμπίνια είναι οι: Βόρεια Μακεδονία, Σρι Λάνκα, Τανζανία, Κένυα, Μαδαγασκάρη, Αφγανιστάν, Βόρεια Καρολίνα, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, Ινδία, Αυστραλία, Ναμίμπια, Βραζιλία, Πακιστάν.

Στο εμπόριο το ρουμπίνι φέρεται με την επίσημη ονομασία με προσθήκη τον τόπο προέλευσης με εξαιρέσεις το “σιβηρικόν κορούνδιον”, που πρόκειται για τον κόκκινο τουρμαλίνη, και το “βραζιλιανόν κορούνδιον” που πρόκειται για το κόκκινο τοπάζιο.