Πριν από 50 χρόνια, αεροπλάνο που μετέφερε πανεπιστημιακή ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης συνετρίβη στην Οροσειρά των Ανδεων. Οι επιζήσαντες θα περάσουν 72 ημέρες αποκομμένοι από τον κόσμο και θα καταφύγουν στην ανθρωποφαγία για να επιβιώσουν.

Το στρατιωτικό αεροσκάφος που έχει ναυλωθεί για να μεταφέρει την ομάδα των Old Christians του Μοντεβιδέο στο Σαντιάγκο της Χιλής εξαφανίζεται από τα ραντάρ το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου 1972 με 45 επιβαίνοντες. Η επαφή με το δικινητήριο αεροσκάφος χάνεται αμέσως μετά το Κουρίκο, σε απόσταση 200 χιλιομέτρων νότια του Σαντιάγο. Την επομένη, κάτοικος του Κουρίκο αναφέρει ότι είχε δει αεροπλάνο να συντρίβεται στην Κορντιγέρα των Ανδεων. Αλλά οι από αέρος έρευνες στην χιονοσκέπαστη περιοχή δεν έχουν αποτέλεσμα.

«Είμαστε Ουρουγουανοί. Το αεροσκάφος μας έπεσε στο βουνό».

Θα περάσουν δύο μήνες και τελικά, στις 22 Δεκεμβρίου, το αεροπλάνο θα εντοπισθεί, χάρη στις πληροφορίες δύο 19χρονων επιζώντων που είχαν φύγει για να ζητήσουν βοήθεια. Οι δύο είχαν καταφέρει να φθάσουν σε ποτάμι του Σαν Φερνάντο και να ρίξουν μήνυμα τυλιγμένο γύρω από μία πέτρα σε έναν έφιππο περαστικό, σύμφωνα με τηλεγραφήματα του Γαλλικού Πρακτορείου της εποχής. «Είμαστε Ουρουγουανοί. Το αεροσκάφος μας έπεσε στο βουνό. Περπατάμε εδώ και δέκα μέρες. Δεν μπορούμε να περπατήσουμε άλλο. Δεκατέσσερις άνθρωποι είναι τραυματισμένοι. Βοηθήστε μας». Οι σύντροφοί τους, κάτισχνοι, ορισμένοι με κρυοπαγήματα, μεταφέρονται με ελικόπτερο τις επόμενες 48 ώρες.

Οι 16 διασωθέντες αρχίζουν να διηγούνται την οδύσσειά τους. Ο πιλότος του αεροπλάνου μέσα στην ομίχλη και μεγάλα κενά αέρος κατηύθυνε το αεροσκάφος προς ένα χιονισμένο πλάτωμα των Ανδεων. Οταν το αεροσκάφος ακινητοποιήθηκε τελικά, δέκα επιβάτες ήταν νεκροί. Οι υπόλοιποι τραυματίες θα υποκύψουν τις επόμενες ημέρες. Σε υψόμετρο 3.500 μέτρων, οι επιζώντες προσπαθούν να οργανωθούν. Κοιμούνται στο εσωτερικό της ατράκτου και διαχειρίζονται αυστηρά τα λιγοστά τρόφιμα: σοκολάτα και τυρί.

Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η χαρά για την διάσωσή τους είναι ανείπωτη: «Είμαστε μάρτυρες ενός θαύματος μοναδικού στον κόσμο», λέει ο ουρουγουανός επιτετραμμένος στο Σαντιάγο. «Η επιβίωσή τους είναι ανεξήγητη επιστημονικά», δηλώνουν οι θεράποντες γιατροί. Γρήγορα αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες για κανιβαλισμό και διαδίδονται από τον Τύπο της Χιλής. Στις 26 Δεκεμβρίου, υπεύθυνος των επιχειρήσεων διάσωσης επιβεβαιώνει ότι οι διασωθέντες είχαν τραφεί με τις σάρκες των πεθαμένων συντρόφων τους.

Μία πρώτη ανώνυμη μαρτυρία ενός από τους νεαρούς δημοσιεύεται στην εφημερίδα La Segunda του Σαντιάγο. «Έπειτα από τέσσερις ημέρες (…) είχαμε ήδη εξαντλήσει τις προμήθειες του αεροπλάνου, τα φυτά που δύσκολα καταφέραμε να ξεριζώσουμε κάτω από το χιόνι ήταν πολύ μικρά. Τότε πήραμε την τρομερή απόφαση: για να κατορθώσουμε να επιβιώσουμε, θα έπρεπε να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια, είτε θρησκευτικής είτε βιολογικής φύσεως».

Σε κοινή τους ανακοίνωση που διαβάστηκε σε συνέντευξη Τύπου στο Μοντεβιδέο λίγες ημέρες αργότερα, οι διασωθέντες εξηγούν: «Είπαμε: αν ο Ιησούς, κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, είχε μοιράσει το σώμα και το αίμα του στους μαθητές, δεν θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι καλούμασταν να κάνουμε το ίδιο;». Οι επιζήσαντες αφορίστηκαν από την Εκκλησία της Ουρουγουάης και από τον πάπα Παύλο ΙΣΤ’.

«Στο τέλος, η ζωή θριαμβεύει».

Από τους 45 επιβαίνοντες, 10 σκοτώθηκαν κατά την συντριβή, ενώ άλλοι υπέκυπταν διαδοχικά στα τραύματά τους τις επόμενες ημέρες. Η πρώτη νύχτα ήταν η τρομερότερη, θυμάται ο Ρόι Χάρλεϊ μιλώντας για κρύο και τα βογγητά των τραυματιών. «Εκείνη την νύχτα έζησα την κόλαση», λέει ο συνταξιούχος μηχανικός που σήμερα είναι 70 ετών. «Στα πόδια μου υπήρχε ένα παιδί που του είχε αποκοπεί μέρος του προσώπου και πνιγόταν στο αίμα του. Δεν είχα το θάρρος να του απλώσω το χέρι, να τον παρηγορήσω. Φοβόμουν πολύ». «Κρυώναμε τόσο πολύ, ήταν τόσο οδυνηρό», θυμάται ο Κάρλος Παές, μέλος της ομάδας ράγκμπι, σήμερα 69 ετών, που πίστεψε πολλές φορές ότι είχε έρθει η τελευταία του μέρα.

Αλλά το χειρότερο ήταν όταν την δέκατη μέρα άκουσαν από το ασύρματο ότι οι έρευνες είχαν σταματήσει. «Ένα από το δυσκολότερα πράγματα ήταν να συνειδητοποιήσεις ότι ο κόσμος συνέχιζε χωρίς εμάς», λέει. Αυτό τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούσαν να υπολογίζουν παρά στους ίδιους για την διάσωσή τους. Και ότι έπρεπε να κάνουν υπομονή. Πριν οι δύο σύντροφοί τους βρουν το κουράγιο να περπατήσουν επί δέκα μέρες μέσα στο κρύο και το χιόνι σε αναζήτηση βοήθειας, η ομάδα προσπάθησε να επιβιώσει και τελικά συμφώνησαν να τραφούν με τις παγωμένες σάρκες των νεκρών συντρόφων τους. Οι περισσότεροι ψήφισαν «ναι», διηγείται ο Ρόι Χάρλεϊ, εξηγώντας ότι πριν από αυτό είχαν επιχειρήσει να καταπιούν οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως τροφή: δερμάτινες σόλες παπουτσιών, τσιγάρα, οδοντόκρεμα.

«Πεθαίναμε. Οταν έχεις την επιλογή να πεθάνεις ή να χρησιμοποιήσεις το μόνο που μένει…κάναμε ό,τι κάναμε για να επιβιώσουμε».

Στο μεταξύ, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν άλλη μία καταστροφή, όταν χιονοστιβάδα έπεσε στην άτρακτο του αεροπλάνου την ώρα που κοιμόντουσαν. Οκτώ άνθρωποι πέθαναν επιτόπου. Από τους 32 που είχαν επιβιώσει της συντριβής, δεν υπήρχαν πλέον παρά 19. Τρεις ακόμη επρόκειτο να πεθάνουν τις επόμενες ημέρες. «Η χιονοστιβάδα ήταν σαν ο Θεός να μας είχε μαχαιρώσει πισώπλατα» λέει ο Κάρλος Παές, που χρησιμοποίησε τα συντρίμμια του αεροπλάνου για να φτιάξει αυτοσχέδια σκουφιά, γάντια, χιονοπέδιλα, σκεπάσματα, ακόμη και μαύρα γυαλιά, για την πρόληψη της τύφλωσης από το χιόνι.

Όταν επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο με προορισμό της Χιλή, ο Ρόι Χάρλεϊ ζύγιζε 84 κιλά. Όταν διασώθηκε ζύγιζε πλέον 37. Κατά μέσο όρο, οι επιβιώσαντες έχασαν 29 κιλά, σύμφωνα με τα αρχεία του ιδιωτικού μουσείου του Μοντεβιδέο προς τιμήν των 29 νεκρών και των 16 διασωθέντων του «Θαύματος των Ανδεων».

«Είναι μία υπερφυσική ιστορία στην οποία συμμετέχουν απλοί άνθρωποι», λέει σήμερα ο Κάρλος Παές. «Στο τέλος, η ζωή θριαμβεύει».

πηγή: ΑΠΕ