Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τελευταία μεταμόρφωση της Emma Thompson στη σαδιστική Agatha Trunchbull στη νέα ταινία «Matilda the Musical» του Netflix μαρτυρά την αδιαπραγμάτευτη πλέον ευφυΐα της βραβευμένης με Όσκαρ Βρετανής ηθοποιού, αλλά και το ασύλληπτο επίπεδο στο οποίο έχει πλέον φτάσει η τέχνη του κινηματογραφικού μακιγιάζ.
Άλλο όμως είναι εκείνο που απασχολεί πολλούς θεατές. Το αν και κατά πόσο οι σκηνές στις οποίες η συμπεριφορά της Miss Trunchbull γίνεται ρητά και κατηγορηματικά βίαιη είναι πιθανό να αποδειχθούν τραυματική εμπειρία για παιδιά θεατές ή να πυροδοτήσουν ενδεχομένως κάποιους ενήλικους θεατές, οι οποίοι έχουν υπάρξει οι ίδιοι θύματα κακοποίησης στο παρελθόν.
Οι ιστορίες του συγγραφέα του «Matilda», Roald Dahl, είναι σε μεγάλο βαθμό γεμάτες σκληρότητα. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα και το «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», όπου τα κακομαθημένα και άτακτα παιδιά τιμωρούνται με διάφορες μεθόδους, τις οποίες σίγουρα σήμερα θα χαρακτηρίζαμε άκρως αντιπαιδαγωγικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πάθημα της Violet Beauregardes, η οποία, προκειμένου να μάθει το μάθημά της, παραμορφώνεται τόσο που στο τέλος να μοιάζει σαν μια τεράστια, μπλε τσιχλόφουσκα. Σήμερα, οι ηθικοπλαστικές απόψεις του Roald Dahl μοιάζουν λιγάκι ξεπερασμένες. Μάλλον, όχι λιγάκι. Πολύ.
Φαινομενικά, η Agatha Trunchbull δεν μοιάζει σε τίποτα με τον πάντα χαμογελαστό και καλογυαλισμένο Willy Wonka παρά μόνο στο εξής: την ευχαρίστηση που αντλούν αμφότεροι από τις ακραία βίαιες τιμωρίες που επιβάλλουν στα – κατά την άποψή τους – άτακτα παιδιά. Το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του δημιουργού των δύο αυτών χαρακτήρων ενδεχομένως να έρχεται από πολύ παλιά. Αναζητώντας μια εξήγηση για την εμμονή του Roald Dahl – ενός σχετικά σύγχρονου παραμυθά – με αυτού του είδους τη βία, πιθανότατα θα σκοντάψουμε πάνω σε προκατόχους του παραμυθάδες όπως οι αδελφοί Γκριμμ και Σαρλ Περώ.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα με αυτές τις ιστορίες που, ναι μεν, μεγάλωσαν γενιές και γενιές, αλλά, από την άλλη, πλέον συνειδητοποιούμε σαν κοινωνία ότι είναι αχρείαστα βίαιες και πως πάρα πολύ συχνά αποδόχοι αυτής της ακραίας βίας είναι παιδιά. Είναι θεμιτό να απαγορεύσουμε την κυκλοφορία τους ή μήπως θα ήταν κι αυτή άλλη μία υπερβολική – ή παράλογη, όπως πολλοί θα υποστηρίξουν – πράξη #cancelculture; Είμαι της άποψης ότι, διαβάζοντας τα παραμύθια εκείνα, υπάρχει μια απόσταση και ένα περιθώριο ερμηνείας. Παρακολουθώντας, όμως, σε μια οθόνη εικόνες ενός παιδιού που τιμωρείται με βιαιότητα ή υποβάλλεται σε μια φρικτή δοκιμασία, τα περιθώρια ερμηνείας στενεύουν. Το οπτικό μέσο έχει άλλου είδους επιδραστική δύναμη στον ψυχισμό ενός παιδιού – και όχι μόνο. Οι βίαιες εικόνες εντυπώνονται βαθιά και μεγάλη ευκολία στο μυαλό ενός ανθρώπου, μικρότερου ή μεγαλύτερου.
Στη νέα εκδοχή του «Matilda» από το Netflix, που μεταφέρθηκε από το θεατρικό μιούζικαλ των Tim Minchin και Dennis Kelly αυτό γίνεται με αρκετά έντονο τρόπο. Και αυτό όχι μόνο εξαιτίας της περίφημης σκηνής με τις κοτσίδες (που υπήρχε και στην εκδοχή της Matilda που σκηνοθέτησε ο Danny DeVito το 1996), στην οποία η αθώα Amanda Thripp τιμωρείται βάναυσα και «γιατί έτσι» από την οριακά παράφρων διευθύντρια του σχολείου. Οι κραυγές της άτυχης Amanda και ο ανατριχιαστικός ήχος από τις κοτσίδες της καθώς τραβιούνται από το κεφάλι της δεν είναι τίποτα μπροστά σε μια νέα, ακόμα πιο τραυματική σκηνή παρ’ ολίγον ακρωτηριασμού που έχει προστεθεί στη νέα ταινία, όπου ένας άλλος δύσμοιρος, νεαρός μαθητής, ο Eric τιμωρείται φρικτά από την Agatha Trunchbull, η οποία του τραβά τα αυτιά τόσο ώστε τα βλέπουμε με φρίκη να εκτείνονται αρκετά εκατοστά δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του, ενώ ακούμε τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά του.
Μιλώντας ωμά, βλέποντας αυτές τις παραστατικότατες σκηνές σκληρότητας στην οθόνη και ακούγοντας τις κραυγές των παιδιών που αγωνιούν, η εμπειρία είναι πολύ χειρότερη από την ανάγνωση των μυθιστορημάτων του Dahl. Το οπτικό μέσο κάνει την κακοποίηση να μοιάζει ακόμα πιο ρεαλιστική. Τη βλέπουμε με τα μάτια μας, την ακούμε με τα αυτιά μας, σχεδόν μυρίζουμε το φόβο των θυμάτων αυτής της κακοποίησης. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η παρακολούθηση μιας ταινίας για όλη την οικογένεια μετατρέπεται σε μια εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία όχι μόνο για μικρά παιδιά, αλλά και για όσους έχουν βιώσει παιδική κακοποίηση. Επιπλέον, τα μεγάλης κλίμακας μουσικά νούμερα και τα ειδικά εφέ καταλήγουν να υποβαθμίζουν τον πόνο.
Η τάση του κινηματογράφου να βρίσκει ψυχαγωγία στην παιδική κακοποίηση δεν είναι κάτι καινούργιο. Ειδικά όσον αφορά ταινίες που απευθύνονται αυστηρά σε ενήλικες. Αρκεί να θυμηθούμε το δράμα του 1981, «Mommie Dearest», στο οποίο βλέπουμε μια μητέρα, η Joan Crawford, βιαιοπραγεί κατά της υιοθετημένης κόρης της, Christina. Από τον παρ’ ολίγον δολοφονικό στραγγαλισμό της μέχρι τη διάσημη σκηνή όπου η Christina χτυπιέται άγρια με μια συρμάτινη κρεμάστρα, η ταινία είναι γεμάτη σκηνές ακραίας βίας εις βάρος ενός παιδιού. Ωστόσο, από την κυκλοφορία της, η ταινία αντί να αποτελεί παρακαταθήκη για την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την παιδική κακοποίηση, έχει γίνει σύμβολο της ποπ κουλτούρας, γεννώντας τη φράση «όχι συρμάτινες κρεμάστρες».
Άλλο χαρακτηριστικό και πολύ πιο πρόσφατο παράδειγμα (για να προλάβω όσους θα πουν πως αυτά γίνονταν σε άλλες, παλιότερες εποχές και δεν γίνονται πια), το remake του «IT» του Stephen King toy 2017, όπου ο επτάχρονος Georgie χάνει το χέρι του από τον Pennywise πριν συρθεί στους υπονόμους προς το θάνατό του. Στη νέα αμερικανική ταινία τρόμου επιστημονικής φαντασίας, «M3gan» βλέπουμε το αυτί ενός μικρού αγοριού να ξεριζώνεται από μια κούκλα τεχνητής νοημοσύνης που μοιάζει αληθινή.
Η σκληρότητα κατά των παιδιών στον κινηματογράφο γίνεται όλο και μεγαλύτερη και μοιάζει να επεκτείνεται πια και σε ταινίες που απευθύνονται και σε παιδιά. Σε μια εποχή όπου έχουμε τόση επίγνωση των μακροχρόνιων επιπτώσεων του τραύματος, μοιάζει τρομερά αντιφατικό και εντελώς παράλογο το γεγονός ότι αυτές οι σκηνές κακοποίησης προβάλλονται στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, και μάλιστα με έναν τρόπο που λανσάρει ένα σοβαρότατο ζήτημα ως ψυχαγωγία.