Είναι ευτυχές γεγονός για την ελληνική τηλεόραση, αλλά και για εμάς, τους θεατές, να υπάρχουν σειρές που να γίνονται talk of the town χωρίς κάποια ιδιαίτερη προώθηση. Αυτό, θεωρώ, είναι και ένα από τα πιο σημαντικά παράσημα που μπορεί να φορέσει σε κάποιο από τα μονόχρωμα t-shirt του με «V» λαιμόκοψη ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Όταν ανακοινώθηκε η ημερομηνία πρεμιέρας της δεύτερης σεζόν του “Maestro”, που ξεκίνησε ήδη στο Mega και είναι διαθέσιμη -ολόκληρη- στο Netflix, κυρίως μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Instagram, αυτό που ακολούθησε είναι ό,τι μπορεί να ονειρεύεται ένας δημιουργός: hype που ενισχύεται από στόμα σε στόμα και κοινοποιήσεις στα social media. Φυσικά και τα μέσα ενημέρωσης δεν έμειναν αμέτοχα και συναισθάνθηκαν τον ενθουσιασμό του κόσμου, καθώς μια τέτοια κατάσταση δε θα μπορούσε να αποσιωποιηθεί ή να περάσει απαρατήρητη, αλλά αυτό, συγκριτικά με άλλες σειρές που παίζονται στην ελληνική τηλεόραση, προκύπτει ως ακολουθία του δεσίματος του κοινού με ένα έργο.

Όσοι λοιπόν περίμεναν την πολυαναμενόμενη συνέχεια του “Maestro” έχουν τώρα αυτό που ήθελαν καιρό, την εξέλιξη δηλαδή της ιστορίας και την επιστροφή ενός καστ που αγαπήθηκε, αλλά πήγαν όλα κατ’ ευχήν στη δεύτερη σεζόν;

Σε γενικές γραμμές, ο νέος κύκλος 6 επεισοδίων του “Maestro” μοιάζει μικρός – βασικά, είναι μικρός. Όσο προχωράει η πλοκή και το ένα επεισόδιο διαδέχεται το άλλο, καταλαβαίνεις σύντομα ότι όσα θα δεις θα μείνουν στη μέση και αυτό λειτουργεί αρνητικά για τη σειρά. Τουλάχιστον η αλληλουχία των εξελίξεων και η διαδοχή των προσωπικών ιστοριών δεν αφήνουν αφηγηματικά κενά, οπότε κάπως όλο αυτό ισορροπεί. Ουσιαστικά, ο Παπακαλιάτης σε αυτή την περίπτωση σκηνοθέτησε και έγραψε όντως με μαεστρία – βλέπουμε όλα όσα είναι απαραίτητα για να υπάρχει μια σφιχτή δομή.

Οι χαρακτήρες της σειράς βρίσκονται πλέον σε στάδιο αποσύνθεσης από τα τραυματικά γεγονότα που βίωσαν στην πρώτη σεζόν και προσπαθούν να ανασυνταχθούν για να στήσουν τη ζωή τους όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο για κανέναν. Από τη μία, στην Αθήνα, η Κλέλια (Κλέλια Ανδριολάτου) και ο Αντώνης (Ορέστης Χαλκιάς) αντιλαμβάνονται γρήγορα γιατί η πρωτεύουσα αποκαλείται «ζούγκλα», ο Ορέστης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) και η Αλεξάνδρα (Στεφανία Γουλιώτη) έχουν δεσμευτεί στη μεταξύ τους τοξικότητα, ο Θάνος (Δημήτρης Κίτσος) επιβεβαιώνει ότι κακοποίηση δεν είναι μόνο η χειροδικία. Από την άλλη, στους Παξούς, η Μαρία (Μαρία Καβογιάννη) νιώθει εγκλωβισμένη στην ελευθερία που πλέον -θεωρητικά- έχει, ο Σπύρος (Γιώργος Μπένος) αισθάνεται ψυχικά ευνουχισμένος, ο Φάνης (Φάνης Μουρατίδης) κάνει ό,τι περνάει από χέρι του για να πείσει τον εαυτό του -και τους γύρω του- πως οτιδήποτε έχει κάνει είναι για «το καλό των παιδιών του», η Σοφία (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) κάνει τη δική της ετεροχρονισμένη επανάσταση, ο Μιχάλης (Αντίνοος Αλμπάνης) ακροβατεί ανάμεσα στον φόβο και την αγάπη, ενώ η Χάρις (Χάρις Αλεξίου) παλεύει με το ταπεραμέντο της να διαχειριστεί την κατάρρευση όλων. Ο μόνος χαρακτήρας που κατά τη διάρκεια όλων των επεισοδίων εμφανίζεται και στην Αθήνα και στους Πάξους, έχοντας ουσιαστικά στοιχειώσει με την ύπαρξή του τον Ορέστη, τον Αντώνη και τη Μαρία, είναι ο Χαράλαμπος (Γιάννης Τσορτέκης). Στο τέλος, σε μία αλα Άγκαθα Κρίστι τροπή των εξελίξεων, όλοι όσοι είχαν φύγει από τους Παξούς θα επιστρέψουν εκεί -εκτός της Αλεξάνδρας-, καθότι ο αστυνόμος Δημοσθένης (Κώστας Μπερικόπουλος) έχει αναλάβει την εξυχνίασης της δολοφονίας του Χαράλαμπου και θέλει άπαντες να είναι διαθέσιμοι για ανακρίσεις.

Η επιστροφή των πρωταγωνιστών στο πανέμορφο νησί των Παξών δημιουργεί μια αίσθηση νοσταλγίας, απόρροια όσων είδαμε στην πρώτη σεζόν, αλλά δυστυχώς αυτό δεν κρατάει πολύ γιατί η νέα σεζόν μας αφήνει μετέωρους στην αναμονή της επόμενης. Επίσης, αν και παλαιότερα ο Παπακαλιάτης αγαπήθηκε για τον τρόπο που αποτύπωνε -ωραιοποιημένα- την Αθήνα στις σειρές αλλά και στις ταινίες του, στο “Maestro” έγινε γρήγορα αντιληπτό, από την πρώτη κιόλας σεζόν, ότι στην καρδιά και την ψυχή του πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι Παξοί -πριν ο φακός του ερωτευτεί τους Παξούς, τους είχε ο ίδιος αγαπήσει-, κάτι που γίνεται έντονα εμφανές στη δεύτερη σεζόν.

Η Αθήνα του “Maestro” είναι επιφανειακή, δεν προσφέρει μία άλλη οπτική στα όσα ζούμε έδω αλλά ούτε αποτυπώνει και την πραγματικότητα, προσπαθεί να αποδείξει ότι η πολυτέλεια συνυπάρχει ομοιόμορφα με το εναλλακτικό, είναι πολύ καθαρή για να είναι αληθινή. Βέβαια, ο Παπακαλιάτης κατάφερε να δώσει στο σύγχρονο αθηναϊκό anthem, την “Ανισόπεδη Ντίσκο” του Pan Pan, το story-telling βίντεο κλιπ που θα έπρεπε να έχει. Όλα αυτά, ευτυχώς, δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο την ιστορία και την αισθητική της σειράς, η οποία είναι (ξανά) στα γνώριμα στάνταρ του δημιουργού της.

@minosemi_official “Τον εαυτό μου βρίσκω σ’ αυτή την ανισόπεδη ντίσκο” 🪩🎶 #PanPan #AnisopediDisco#Maestro #MaestroinBlue | #ToMegaToKalo #MegaTV @Mega TV #MinosEMI ♬ Ανισόπεδη Ντίσκο – Pan Pan

Παρ’ όλα αυτά, αν κάτι είναι αξιοσημειώτο στη δεύτερη σεζόν του “Maestro”, δεν είναι ούτε η ατυχής απόδοση της Αθήνας ούτε η εξαιρετική ερμηνεία όλων ανεξεραίτως των πρωταγωνιστών, νέων -όπως η Ζωη (Αιμιλία Κεφαλά)- και παλαιότερων, αλλά ο τρόπος που γινόμαστε δέκτες ενός σημαντικού μηνύματος: η βία για να μεταδοθεί στον θεατή δε χρειάζεται να είναι πάντα ορατή.

Ενώ στην πρώτη σεζόν οι σκηνές κακοποίησης, κυρίως της Μαρίας και του Σπύρου από τον Χαράλμπο, μας καθήλωσαν με την ωμότητα και την αληθοφάνειά τους, σε τέτοιο σημείο που νιώσαμε ότι ο Γ. Τσορτέκης είχε εισέλθει βίαια στον χώρο μας, στη δεύτερη σεζόν, αν εξαιρέσουμε ένα ξέσπασμα του Ορέστη και της Αλεξάνδρας, δε βλέπουμε καμία αντίστοιχη σκηνή και, παρ’ όλα αυτά, νιώθουμε τη βία να έχει πλέον ξεπεράσει την επιφάνεια του δέρματός τους και να έχει κυριεύσει την ψυχή (μας). Με έναν συγκλονιστικό τρόπο, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης κατάφερε να αναδείξει το μέγεθος των τραυμάτων που κουβαλάνε οι χαρακτήρες της σειράς και χωρίς να ανάλαβει ρόλο διδάσκαλου -κάτι σύνηθες σε αρκετές ελληνικές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές περιπτώσεις-, παρά μόνο μέσω της αφήγησης, παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στη κακοποίηση που υπάρχει παντού γύρω μας χωρίς να κουνάει το δάχτυλο. Φυσικά, για να τα πετύχει όλα αυτά, είχε στη διάθεσή του ίσως το πιο δυνατό χαρτί της σειράς, τη Μαρία Καβογιάννη. Όχι ότι τα υπόλοιπα μέλη του καστ υστερούν -ενδεικτικά, θυμηθείτε ή εστιάστε στον τρόπο που η Κλέλια (Ανδριολάτου) μπαίνει στην αίθουσα του Ωδείου Αθηνών την ώρα της παράστασης του Ορέστη-, αλλά εδώ μιλάμε για ερμηνεία επιπέδου βραβείου Emmy.

Εν ολίγοις, η δεύτερη σεζόν του “Maestro” ήταν το ίδιο έντονη με την πρώτη, κινείται στα ίδια καλά επίπεδα, έχει εξαιρετική φωτογραφία, δεμένη πλοκή, φανταστικούς ηθοποιούς, κάποιες ατυχείς αποτυπώσεις της Αθήνας, κοιτάζει ηδονικά του Παξούς και για ακόμα μία φορά μας υπενθυμίζει ότι ο δημιουργός της, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, είναι από τους λίγους που μπορεί να κάνει τηλεόραση όπως τη φαντάζεται και ταυτόχρονα να τους αφορά όλους.