Μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου η οικονομία της Γερμανίας επανάκαμψε με τη σεισάχθεια της Συμφωνίας του Λονδίνου, το 1953. Τη δεκαετία του ΄60 η Δυτική Γερμανία αρχίζει να επενδύει στη βαριά βιομηχανία αναζητώντας φτηνά εργατικά χέρια. Το 1959, ο αντικαγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της χώρας.

Η Ελλάδα ακόμα σακατεμένη από δύο πολέμους και έναν εμφύλιο πεινάει. Ο υπουργός Κανελλόπουλος βρίσκει συμφέρουσα την πρόταση της Γερμανίας και ακόμα πιο ελκυστικό το συνάλλαγμα που θα έμπαινε στα άδεια ταμεία. Κάπως, έτσι γεννιούνται οι «γκασταρμπάιτερ».

Η ηθοποιός και σκηνοθέτρια Νάντια Δαλκυριάδου όταν διάβασε την ομότιτλη νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πως αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί. Πως ο κόσμος έπρεπε να μάθει για τις ελληνίδες και τους έλληνες μετανάστες. Πως αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι οι παππούδες μας, οι μητέρες μας, ακόμα και εμείς οι ίδιοι.

«Η πρώτη μου επαφή με το «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» έγινε μάλλον αναπάντεχα, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή. Είδα μια παρουσίαση τoυ βιβλίου στο Facebook και μου έκανε εντύπωση ο τίτλος. Δεν ήξερα τι σημαίνει. Διαβάζοντας το βιβλίο ήθελα να μάθω περισσότερες πληροφορίες οπότε άρχισα να ψάχνω και τότε έμαθα για μια ολόκληρη γενιά που είναι σαν να μην υπήρξε. Συνέδεσα να κομμάτια και θύμωσα που οι αποφάσεις λίγων επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό τις ζωές τόσων ανθρώπων. Κι αν το καλοσκεφτείς δεν μιλάμε συχνά για εκείνη την εποχή που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία. Η προσφυγιά είναι μέσα μας, δική μας και εμείς συμπεριφερόμαστε άσχημα στους πρόσφυγες που έρχονται στη χώρα μας μπας και γλιτώσουν από τον πόλεμο ή χορτάσουν λίγο ψωμί. Υπάρχει αύξηση της ακροδεξιάς και στα αλήθεια δεν καταλαβαίνω πως είναι δυνατόν όταν έχουμε ζήσει ξενιτιά να φερόμαστε έτσι».

Το σκηνικό της Έλλης Εμπεδοκλή περιγράφει ένα τυπικό σπίτι της επαρχίας, της δεκαετίας του 60-70. Τα πορτρέτα του Κωνσταντίνου και της Άννας-Μαρίας από το γάμο τους, η φιγούρα του γέρου ναυτικού που καπνίζει και ένα εικονοστάσι. Ένα σπίτι που στρίμωξε έξι ζωές σε μερικές βαλίτσες για να περάσει στον επόμενο ιδιοκτήτη.

Ο άξονας της σκηνοθεσίας της Νάντιας Δαλκυριάδου περιστρέφεται στη σχέση της μητέρας με τις δύο κόρες της. Η μητέρα που φεύγει για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της. Η γυναίκα που γεννήθηκε κορίτσι και το έστειλαν στην οικοκυρική σχολή να μάθει να πλένει, να μαγειρεύει και να μην μιλάει. Η σύζυγος εκείνου που της έδωσε το όνομα του και εκείνη τον υπηρέτησε για όλη της τη ζωή. Από την άλλη δύο μικρά κοριτσάκια που μεγάλωσαν με τον παππού και τη γιαγιά ζωγραφίζοντας τις παλάμες τους σε ένα άσπρο χαρτί. Η σκληρή πραγματικότητα των ανθρώπων που έφευγαν και των ανθρώπων που έμεναν πίσω.

«Για εμένα οι ξενιτιά έχει δύο χαμένους. Δεν υπάρχει δίκιο και άδικο σε αυτή την ιστορία. Ένα είναι το πρόσωπο και αυτό είναι η γυναίκα. Και η κατάσταση είναι η φτώχεια. Είναι και αυτοί που αποφασίζουν για τους άλλους. Γράφουν τη δική μας ιστορία. Επιμένω σε αυτό. Η μητέρα δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να καταφέρει να μαζέψει χρήματα και να τα στείλει στην πατρίδα. Τα κορίτσια που έμειναν πίσω και στερήθηκαν το χάδι. Έχουμε μια διττή ανάγνωση. Ακόμα και ο τίτλος του έργου είναι σε δύο γλώσσες. Δύο πραγματικότητες. Κι όλα αυτά γιατί έτσι το αποφάσισαν κάποιοι. Το έργο είναι στο σήμερα. Χρήματα που δίνονται για κοινωνική πολιτική και υποστήριξη των ασθενέστερων πηγαίνουν σε εξοπλιστικά προγράμματα εκείνων που μας δίνουν τα χρήματα. Στην ουσία κανείς δεν νοιάζεται. Γεννιούνται νέοι φτωχοί και μπορεί οι μετανάστες να μην μπαίνουν σε τρένα αλλά μπαίνουν σε βάρκες και πνίγονται».

Η σκηνική δράση χωρίζεται σε δύο τόπους. Η Δέσποινα Σαραφείδου με την Ξένια Αλεξίου στους ρόλους της μητέρας και της κόρης, αντίστοιχα, δημιουργούν ένα εξαιρετικό δίπολο όπου μέσα από τη διερρηγμένη σχέση τους ενηλικιώνονται συναισθηματικά. Μια παράλληλη εξομολόγηση όπου η αγάπη και ο πόνος τραγουδούν στίχους του Γιώργου Σκούρτη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Στην άκρη της σκηνής του Θεάτρου Μεταξουργείου η Ήρα Ρόκου με εξαιρετική διαχείριση του λόγου και σε απόλυτη χημεία με τις συμπρωταγωνίστριες της είναι η μικρή κόρη και παράλληλα εκείνη που δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες της ιστορικής συγκυρίας του έργου.

Φωτ.: Αγάπη Καλογιάννη

Χωρίς δραματουργικά να εκβιάζεται το παραμικρό συναίσθημα και με το χιούμορ να διακρίνεται το «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» είναι μία παράσταση για το τραύμα της ξενιτιάς και της μνήμης. Στη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, του Λάκη Χαλκιά και της Βίκυς Μοσχολιού οι Γκασταρμπάιτερ βρήκαν έναν δικό τους τόπο. Ίσως τον πιο οικείο. Υπάρχει κάτι όμως που αναρωτιέται η ηρωίδα της Ξένιας Αλεξίου που στα αλήθεια με συγκίνησε με την αμεσότητα της ερμηνείας της. Έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια για αυτούς που έφυγαν όμως δεν έχει γραφτεί κανένα για αυτούς που έμειναν.

Η παράσταση ολοκληρώνεται με την φιλική συμμετοχή του Μπακάρ Αλμπακάρ να ψιθυρίζει το τραγούδι της Μάλο Μόμε. Ο Μπακάρ είναι μετανάστης και η γυναίκα με τα παιδιά του ζουν στη Συρία. Εδώ δύσκολα βρίσκει δουλειά και ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να του νοικιάσουν σπίτι.

Τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία τους φώναζαν «γουρούνια» και τους έλεγαν ότι βρωμάνε σκόρδο. Αυτός ήταν και ο λόγος που μόλις έφταναν στο Μόναχο και στις άλλες πόλεις τους έδιναν σαπούνια. Στην Ελλάδα του θεωρούσαν ξένους. Παντού ξενιτιά. Κι εδώ και εκεί ο μετανάστης είναι ο ξένος. Και ο ξένος είναι ο μόνος.