Πριν λίγους μήνες, ο Γιώργος Κουτλής έκανε όλη την πόλη να διαδίδει παντού την εξαιρετική παράσταση του, «Παίχτες» που είχε μόνιμο το πλακάτ του  sold out στο ταμείο και θα επιστρέψει τον Οκτώβριο. Όμως, ο ίδιος είναι πολλά περισσότερα από τον σκηνοθέτη ενός μεγάλου θεατρικού σουξέ.

Ευφυής, ανήσυχος και γεμάτος περιέργεια για όλα, τελείωσε το Ωδείο Αθηνών, ταξίδεψε στα αμφιθέατρα του Ρωσικού Ινστιτούτου Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας – GITIS, ανέβασε παραστάσεις σε Αθήνα, Ρωσία και Εσθονία και μετά το επίκαιρο «Talk Show», ετοιμάζει την παράσταση «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» που θα γεμίσει splatter ψυχεδέλεια τη σκηνή της Πειραιώς 260.  Πιστεύει πως ό,τι κάνεις με αγάπη θα σε αποζημιώσει, έχει τους φίλους του στους  πιο ψηλούς ορόφους της εκτίμησης και μικρός ονειρευόταν να αποκτήσει το δικό του βίντεο κλαμπ.

Ανάμεσα στις πρόβες και στα σχέδια για πολλά ωραία που έρχονται με εκείνον να τα συντονίζει, αφήσαμε να κυκλοφοροήσουν ελεύθερες αυτές οι ατάκες και οι εικόνες.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

-Έχει αλλάξει πια και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το θέατρο λόγω της κατάστασης που επικρατεί; Όπως και με τους «Παίχτες», ταυτιζόμαστε περισσότερο με τους ήρωες που δεν τα κάνουν όλα τέλεια;

Γενικά το θέμα της τελειότητας είναι κάτι που απασχολεί ακόμη και τον τρόπο που δημιουργούμε τέχνη. Όταν είδα θέατρο στη Ρωσία, στην αρχή κάποια πράγματα μου φαίνονταν κατά κάποιον τρόπο πρόχειρα και σιγά σιγά διαπίστωσα ότι είναι καλλιτεχνική θέση να μην είναι όλα τέλεια φτιαγμένα. Στη χώρα μας, μας έχουν μεγαλώσει με την υποσυνείδητη υποχρέωση να τα κάνουμε όλα σωστά, κι αυτό αποτυπώνεται και στην τέχνη. Υπάρχει μια καλλιέπεια μια ψευδοανάγκη να είναι όλα σωστά και καλοφτιαγμένα, με αποτέλεσμα να χάνεται η μαγεία και να μη μπορεί να απογειωθεί οτιδήποτε δημιουργούμε, γιατί του βάζουμε μόνοι μας «ταβάνι».

Όσον αφορά στο πως αντιμετωπίζουμε το θέατρο σ’ αυτήν τη μεταπανδημιακή περίοδο παρατήρησα πως λειτούργησαν οι παραστάσεις, οι οποίες γιόρτασαν τη ζωή. Δύο παραδείγματα είναι τα «Ερωτευμένα Άλογα» και «Η Δημοκρατία του Μπακλαβά», , η πρώτη γιόρτασε την αγάπη και η δεύτερη “γιόρτασε” με χιούμορ τον Έλληνα. Να σου πω την αλήθεια είμαι πολύ περίεργος να δω ποιο θα είναι το τοπίο του χρόνου, που ελπίζω να έχουμε απομακρυνθεί λίγο από την περίοδο της πανδημίας. Τι θα δημιουργήσει στις ανάγκες του κοινού όλη αυτή η κατάσταση με τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση; Δεν ξέρω ίσως για καιρό να έχουμε ανάγκη για χιούμορ και αγάπη, τι να πω.
Τώρα σχετικά με τους ήρωες που ταυτιζόμαστε εδώ και χρόνια έχουμε απομακρυνθεί από τους “ήρωες΄” κι έχουμε πλησιάσει στους «αντι-ήρωες». Οι αδύναμοι, οι όχι τέλειοι μας γοητεύουν πολύ περισσότερο από τους σούπερ ήρωες.

-Επειδή ανέφερες τα «Ερωτευμένα άλογα», πλέον παρουσιάζουμε και πράγματα στο θέατρο που θεωρούνται «άβολα» απο κάποιους και βγάζουμε μια συγκινητική αλήθεια προς τα έξω.

Δεν νομίζω ότι ακριβώς αυτός είναι ο κανόνας. Αλλά σίγουρα με αυτήν την παράσταση έγινε μια αρχή. Η συμπερίληψη στην τέχνη είναι βασικό ζητούμενο πλέον.

-Όσον φορά τη δραματουργία, νιώθεις ότι έχουν βελτιωθεί πολύ τα σύγχρονα ανεβάσματα έργων, ειδικά παλιότερων, από νέες ομάδες;

Ένας καθηγητής μου έλεγε πως είναι σημαντικότερο το έτος που ανεβαίνει ένα έργο παρά το έτος που γράφτηκε. Οπότε ένα κλασσικό έργο πάντα χρειάζεται κάποια διασκευή. Και δεν μιλάω πάντα για αλλαγή στο κείμενο αλλά αν θες να κάνεις κάτι που έχει γίνει πολλές φορές σημαίνει ότι έχεις ανάγκη να ειπωθεί κάτι με αυτό, που δεν έχει ειπωθεί ακόμα. Οπότε κάτι έχεις δει καινούριο και θες να το αποτυπώσεις στη σκηνή. Τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι, αλλιώς καλύτερα να αφήσεις το έργο στην ησυχία του. Τώρα αν έχουν βελτιωθεί τα ανεβάσματα γενικά δεν είμαι και πολύ σίγουρος…Νομίζω ακόμα μιλάμε για εξαιρέσεις.

-Θεωρείς ότι είναι καλό να κάνεις μια παράσταση που σχετίζεται με την επικαιρότητα τη χρονική στιγμή που συμβαίνουν τα γεγονότα;

Μερικές φορές είναι αρκετά «cheesy» στα μάτια μου να διαλέγεις ένα έργο που η υπόθεση του θυμίζει γεγονότα που απασχολούν την επικαιρότητα. Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να επιλέγεις έργα που τα νοήματα τους είναι επίκαιρα. Ξέρεις κάτι… αν ένα έργο ανεξάρτητα από το γιατί μιλάει, αφορά εμένα και τους ανθρώπους που θα συγκεντρώσω γύρω μου, σημαίνει ότι κατά κάποιο τρόπο είναι επίκαιρο. Για να βρίσκουμε κάμποσοι άνθρωποι λόγο να ασχοληθούμε τόσο καιρό από τη ζωή μας με αυτό, σημαίνει ότι σίγουρα αφορά μια μερίδα ανθρώπων σήμερα.
Έτσι κι αλλιώς η φόρμα και ο τρόπος που θα δημιουργηθεί μια παράσταση, θα επηρεαστεί πάντα από το πως μας έχουν επηρεάσει τα γεγονότα που ζούμε.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

-Οι νέοι ηθοποιοί έχουν αποβάλλει τη θεατρική σοβαροφάνεια; 

Οι άνθρωποι της γενιάς μας έχουν πια τόσες αναφορές από σειρές, ταινίες και θεάματα γενικά, τα οποία έχουν ένα meta χιούμορ και μια αποενοχοποίηση στα μικτά είδη. Ακολουθούν περισσότερο το ένστικτο τους, αυτοσαρκάζονται, περνούν από την καφρίλα στη συγκίνηση και όσο πιο πολύ χώρο τους αφήνουν να τα βγάλουν προς τα έξω, τόσο περισσότερο θα εμφανίζονται και στα έργα.

-Είναι όπως και στη ζωή. Δεν μπορείς να κάνει παρέα με κάποιον δεν έχει όλα αυτά.

Κι εγώ δεν μπορώ χωρίς χιούμορ. Νομίζω πως αν κάνω τραγωδία, θα καταλήξει κωμωδία! Το γέλιο είναι το μόνο φως που έχουμε. Είναι η μόνη σωτηρία μας. Μ’ αρέσει πολύ στην τέχνη να βλέπεις τα πράγματα από την κωμικοτραγική τους πλευρά.

-Τελικά τι είναι τέχνη;

Είναι ένας τρόπος εκτόνωσης. Δημιουργείς και οπτικοποιείς με ανθρώπους και με ύλη πράγματα που έχουν συγκεντρωθεί μέσα σου. Από κει και πέρα, νομίζω ότι είναι ένα ζουζούνι για την περιέργεια των ανθρώπων. Σε ταρακουνάει, σε ξυπνάει. Η ζωή είναι αρκετά μάταιη, είμαστε στο τέλος τέλος αρκετά μόνοι μας σ’ αυτή τη διαδικασία του θανάτου που λέγεται ζωή οπότε ψάχνουμε μικρές στιγμές αθανασίας. Οπότε μάλλον τέχνη είναι να μπεις δυο ώρες σε μια παράσταση και να αισθανθείς είτε ως δημιουργός είτε ως θεατής αυτές τις μικρές στιγμές αθανασίας.

-Το κοινό καθορίζει πλέον και την πορεία μιας παράστασης;

Επειδή επηρεάζουν πολύ και τα social media, το «από στόμα σε στόμα», είναι πλέον «από ποστ σε ποστ». Και δεν εννοώ ούτε το χορηγούμενο ούτε αυτό από τα ΜΜΕ αλλά το προσωπικό. Και για να φτάσει κάποιος να κάνει ένα τέτοιο ποστ από το προφίλ του, σκέφτεσαι πως το προτείνει από την καρδιά του, δεν έχει κανέναν άλλο λόγο ή προσωπικό συμφέρον να το κάνει.

-Υπερισχύει πια αυτό το βιωματικό κείμενο θεατών της επαγγελματικής κριτικής;

Συμφωνώ αλλά βέβαια δεν έχει τύχει ακόμα να χαντακώσουν συνολικά οι κριτικοί μια παράσταση και οι θεατές να την αποθεώσουν. Ίσως ο Σεφερλής το κάνει αυτό. Και στους «Παίχτες» και στις άλλες παραστάσεις που αναφέραμε, συμφωνούσαν οι κριτικοί με τους θεατές.

-Σε άγχωσε όλο αυτό που συνέβη με τους «Παίχτες» για να κάνεις μια αντίστοιχη επιτυχία;

Ακολούθησε το «Talk Show» που δεν πήγε αντίστοιχα εμπορικά καλά αλλά χαίρομαι πολύ που εξαργύρωνα την επιτυχία τον Παιχτών σε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο και μια ας το πούμε πειραματική παράσταση. Νομίζω θα πάρει καιρό μέχρι να μην είμαι για τους άλλους «ο σκηνοθέτης που έκανε τους Παίχτες» αλλά δεν πειράζει. Δεν χρειάζεται να τα πολεμάς αυτά τα πράγματα. Έτσι λειτουργεί ο χώρος μας. Εσύ πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου και να προχωράς. Εκείνη την περίοδο δεν αγχώθηκα ακριβώς για το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μου, γιατί ήταν ήδη αποφασισμένο, αλλά για την υπερβολική δόση πληροφορίας που ερχόταν προς το μέρος μου. Τηλέφωνα, μηνύματα, προτάσεις για ένα και δύο χρόνια μετά ενώ εσύ σκέφτεσαι πως δεν ξέρεις πού θα είσαι και τι θα κάνεις τότε. Επειδή είμαι άνθρωπος που μόλις μου στείλεις μήνυμα, θα το δω και θα απαντήσω άμεσα, σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να αφήνεις λίγο χρόνο να περάσει αλλιώς θα σε αποσυντονίσει τελείως και θα σε σαστίσει. Κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη και το ευχαριστήθηκα, μέσα στο Μάρτιο όταν είχαν τελειώσει όλα. Ένιωσα μεγάλη χαρά και μου άρεσε περισσότερο την δεδομένη χρονική στιγμή που ας το πούμε έκατσε η σκόνη. Όταν συνειδητοποιώ, το ότι μαζευτήκαμε με φίλους, κάναμε τη φάση μας και είχε τέτοια ανταπόκριση ε, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.

-Πώς προέκυψε το νέο έργο «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» που ανεβάζεις στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδάυρου στις 18 Ιουλίου;

Νομίζω πως ο Μάριους φον Μάγενμπουργκ είναι ο αγαπημένος μου σύγχρονος συγγραφέας. Θέλω να σκηνοθετήσω κάμποσα έργα του! Διάβασα ένα έργο του, τρελάθηκα, μετά άλλα δύο, και τρελάθηκα πάλι. Μου ταιριάζει πάρα πολύ το σύμπαν του, το χιούμορ του γενικά η τσογλανιά του. Το συγκεκριμένο είναι αυτό που μου φάνηκε ας πούμε το πιο φεστιβαλικό.

-Τι σκέφτηκες την πρώτη φορά που το διάβασες;

Δεν κατάλαβα ακριβώς τα πάντα αλλά τώρα που το μελετάω παραπάνω συνειδητοποιώ ότι είναι απλό και όχι τόσο παράξενο όσο φαινόταν. Έχει μια κατανοητή ιστορία αλλά είναι φτιαγμένη με κάποιους όρους αυθαιρεσίας, τρέλας, ονείρου και ψυχεδέλειας. Είναι πολύ άγριο, πολύ κωμικό και η πρώτη παράσταση που κάνω, η οποία στην πραγματικότητα αφορά την αγάπη. Είναι πολύ ευαίσθητο αλλά παράλληλα και ό,τι πιο σκοτεινό έχω κάνει! Δεν έχω κάνει και πολλά, αλλά λέμε τώρα (γέλια)… Όπως είχα διαβάσει κάπου, είναι ένα δυστοπικό love story. Εμεις λέμε πως είναι μια ψυχεδελική κομεντί τρόμου.

Πρωταγωνιστής είναι ένας τύπος που φτάνει σ’ ένα αδιέξοδο και δεν θυμάται καν πως έφτασε εκεί. Έχει συμβεί κάτι στον κόσμο. Μάλλον έχει τελειώσει το φαΐ οπότε έχουν αρχίσει όλοι και τρώνε ο ένας τον άλλον και πλησιάζουν κι εκείνον με τέτοιες διαθέσεις, χωρίς αυτός να ξέρει τι θέλουν. Επικρατεί μια παράνοια δοσμένη πολύ κωμικά.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

-Ποια είναι η κινητήριος δύναμη εδώ;

Ενώ η κινητήριος δύναμη στους «Παίχτες» ήταν ο εθισμός, εδώ είναι ο φόβος. Ο φόβος κινεί την παράσταση μέχρι το φωτεινό φινάλε της – μέχρι να έρθει η αγάπη και να τον “καπελώσει”. Ο τρόπος που μιλάει για την αγάπη για μένα έχει τρομερό ενδιαφέρον. Έχει έναν παράξενο – μεταμοντέρνο τρόπο. Σκέψου να μιλάς για αγάπη σε ένα σύμπαν όπου ακόμα κι «οι σκύλοι έχουν φύγει και έχουν πάει στους λύκους», που ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου τον έχει φοβηθεί τόσο που προτίμησε να γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε. Καμιά φορά όλο αυτό το σύμπαν μου θυμίζει κι ένα ποιητικό video game.

-Εσύ, όταν καταρρέουν όλα γύρω σου, ποιο είναι το «καταφύγιο» σου;
Το χιούμορ και στις χειρότερες στιγμές. Όσο πιο σαρκαστικά γίνεται. Επίσης η αγάπη, οι φίλοι, η σχέση μου και η οικογένεια μου. Και προφανώς, σε ένα μεγάλο βαθμό, στις καλές περιπτώσεις, η δουλειά μας. Όταν γίνεται χαμός τριγύρω αλλά και μέσα σου τυχαίνει να πας σε μια πρόβα και να τα ξεχάσεις όλα. Η δουλειά μας συχνά είναι λυτρωτική.

-Εν τω μεταξύ είναι τόσο άγρια η εποχή που όταν μιλάς για ρομαντισμό και αγάπη, δεν νιώθεις δεν χωράνε κάπου;

Το πρόβλημα είναι πως επειδή αυτά είναι αρχέτυπα και θα υπάρχουν για πάντα, έχουν επικοινωνηθεί και εκφραστεί καλλιτεχνικά και προσωπικά τόσο πολύ που χρειάζεται πλέον να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μας μαζί τους. Να βρούμε με ποιον τρόπο θα μιλήσουμε για αγάπη χωρίς να είναι παρωχημένο. Με το συγκεκριμένο έργο, που δεν κάνει ξεκάθαρο από την αρχή ποιο είναι το θέμα του, μπορώ να επικοινωνήσω καλύτερα αυτό που θέλω. Δηλαδή η τελευταία σκηνή, ίσως είναι η πιο συγκινητική σκηνή αγάπης που έχω διαβάσει ενώ φαντάζει αρκετά «ανάποδη». Το πώς θα μιλήσεις γι’ αυτά τα πράγματα χωρίς να είσαι κλισέ, είναι πάρα πολύ δύσκολο.

-Οι σειρές και οι ταινίες όπως τα υπέροχα «Μαγνητικά Πεδία», που κολλάμε τελευταία, δεν έχουν αυτό το «ανάποδο» στοιχείο;

Είναι ωραίο να επανεφεύρουμε τον λόγο που έχουμε ανάγκη κάποια πράγματα, τη σχέση μας και πώς τα επικοινωνούμε. Είναι μια νέα ανάσα και βρίσκεις ξανά νόημα σε πολλά πράγματα. Η αγάπη δεν πρόκειται ποτέ να νικηθεί. Θα είναι πάντα η απάντηση σε όλα. Για να συμβαίνει όμως αυτό, θα πρέπει ο τρόπος που μιλάμε για αυτή, να ανταποκρίνεται στην εποχή μας. Γενικά το πώς θα επικοινωνήσεις με την εποχή σου είναι τεράστιο καλλιτεχνικό ζητούμενο. Τα «Μαγνητικά Πεδία» δεν τα έχω δει ακόμη αλλά σίγουρα με κάτι επικοινωνήσαν. Πολλές φορές βέβαια μπορεί να είναι και τυχαίο το πότε βγαίνει μια ταινία γιατί τα γυρίσματα μπορεί να έχουν γίνει πολύ καιρό πριν. Κι εγώ τους «Παίκτες», τους είχα επιλέξει πριν έρθει ο κορωνοϊός. Οπότε παίζει ρόλο και η τύχη ή η καλλιτεχνική προαίσθηση.

-Είναι επίσης ένα χάρισμα του καλλιτέχνη να καταλαβαίνει πότε είναι καλό να κυκλοφορήσει το πρότζεκτ του;

Είναι τόσα τα πρακτικά ζητήματα που δεν το ελέγχεις πάντα εσύ. Αλλά το να δημιουργείς διαισθανόμενος την εποχή σου – ή και λίγο μπροστά από την εποχή σου, ναι είναι χάρισμα. Βέβαια νομίζω ότι αυτό που κάνουμε όλοι οι καλλιτέχνες είναι να μην βαριόμαστε. Να δημιουργούμε πράγματα που θα θέλαμε να δούμε. Αν αυτό που θα ήθελες να δεις ανταποκρίνεται με την εποχή σου τότε ναι είσαι τυχερός.

-Τι παρατηρείς με την εξέλιξη της εικόνας σχετικά με την προώθηση μιας παράστασης στα social media και γενικά;

Μ’ αρέσει αυτό που συμβαίνει. Το κομμάτι της επικοινωνίας μιας παράστασης, είναι κι αυτή μια αισθητική επιλογή. Έμπλεξα με το θέατρο αγαπώντας το σινεμά και μ’ αρέσουν όλες οι μορφές τέχνης. Το να πρέπει μαζί με τον φωτογράφο να βρούμε ένα κόνσεπτ φωτογράφησης, είναι πολύ δημιουργική διαδικασία και περνάω πολύ καλά. Αν εξαιρέσεις ότι συχνά δεν υπάρχει ο χρόνος που θα ήθελες για να έχεις πιο καθαρό μυαλό, χαίρομαι πολύ όταν καταφέρνουμε να βγει ένα ωραίο αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα στο πόσο ανέμπνευστα είναι τα προωθητικά των παραστάσεων οπότε αν κάποιος μαζέψει κόσμο επειδή είχε ένα καλό προωθητικό υλικό τον παραδέχομαι γιατί αφιέρωσε χρόνο κι έμπνευση.

-Στο σινεμά ποιοι ήταν αυτοί που σ’ έκαναν να αποφασίσεις να γίνει σκηνοθέτης;

Από τα 12 μου, για πολλά χρόνια, πήγαινα στο βίντεο κλαμπ και νοίκιαζα 3 ταινίες την ημέρα! Έχω ψύχωση με τον κινηματογράφο, θυμάμαι ακραίες λεπομέρειες από ταινίες και ήθελα να έχω το δικό μου βίντεο κλαμπ. Εκείνοι που μου άρεσαν πολύ όταν ήμουν μικρότερος ήταν ο David Fincher, o Darren Aronofsky και μετά ήρθαν πολλοί άλλοι, όπως ο Orson Welles, o David Lynch και τα φιλμ τους είναι τεράστια τράπεζα υλικού για το θέατρο. Επίσης, έχω δει πάρα πολλές σειρές. Νομίζω ότι σε όλες μου τις δουλειές στο θέατρο υπάρχουν πολλά πράγματα που τα βλέπω σαν να έχω κάμερα και βρίσκω παράδοξους τρόπους να δημιουργήσω αυτό το πλάνο της κάμερας στη σκηνή. Όλοι οι σκηνοθέτες είναι με κάποιο τρόπο, control freaks και το σινεμά σε ηρεμεί λίγο.

-Σκέφτεσαι και τις αντιδράσεις του κοινού σε κάθε δουλειά που θα κάνεις;

Ναι βέβαια και το συζητάω πολύ αυτό το κομμάτι. Μπορεί μία παράσταση να την ξεκινάμε από μία προσωπική μας ανάγκη αλλα αντιμετωπίζω τη θεατρική πράξη ως εμπειρία παρά ως ένα θέμα που απλά κάθομαι και το παρατηρώ. Οπότε προσπαθώ πάντα τι μπορεί να γίνει ώστε να βιώσουν την παράστασης σαν να είναι μέρος της. Οι stand up comedians λένε πως το πρώτο αστείο είναι το πιο προσβλητικό γιατί μόλις γιουχάρει το κοινό, εκείνη τη στιγμή έχει ξυπνήσει.

Το πώς χειρίζεσαι την εμπειρία του θεατή την ώρα που βλέπει την παράσταση, είναι ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου. Για να φτάσει στο σημείο ο άλλος να έρθει στο θέατρο να δει την παράσταση σου, πρέπει να του προσφέρεις κάτι που δεν το παρέχει η τηλεόραση του – η οθόνη του, δηλαδή μια ζωντανή εμπειρία. Με ενδιαφέρουν τα μέσα που χρησιμοποιούν το παιδικό θέατρο και τα shows. Είτε αυτό είναι drag show είτε είναι ταχυδακτυλουργικά, τα μέσα που χρησιμοποιούν, αν τα «μετακινήσεις», είναι πολύ χρήσιμα για το πώς κάνεις συμμετοχική τη διαδικασία.

-Τώρα που μιλάμε, παίζει στα ηχεία το «Running up that Hill”, το οποίο λόγω του «Stranger Things», επανήλθε στα charts και παντού. Αν μας μελετήσει κάποιος ιστορικός στο μέλλον, είμαστε η εποχή της ανακύκλωσης;

Στα 80’s, υπήρξε μια έκρηξη του sci-fi , όπου φαντάστηκαν το μέλλον και το αστείο είναι πως στις μισές ταινίες το μέλλον είναι στο 2000, το 2020. Οπότε τώρα το μέλλον, ήρθε να βιώσει τη ματαιωμένη προσδοκία των 80s. Είμαστε τώρα, το μέλλον που δεν έγινε ποτέ. Οπότε υπάρχει σίγουρα μια νοσταλγία για εκείνη την εποχή που παιδιά ονειρευόμασταν το μέλλον. Και όλα τα πράγματα των 80ς ακόμη και τα χρώματα είναι πάλι στην μόδα. Δεν ξέρω αν είμαστε σε εποχή ανακύκλωσης. Όσον αφορά στο καλλιτεχνικό ρεύμα μιας εποχής, μπορείς να το παρατηρήσεις μόνο εκ των υστέρων. Εγώ νιώθω ότι ζούμε πιο πολύ στην εποχή της αποδόμησης και του κυνισμού. Με τα καλά του και τα κακά του.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

-Τι περιμένεις από την παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου;

Θέλω να ευχαριστηθώ όλη τη διαδικασία. Πιστεύω ότι είναι πολύ πρωτότυπη σε σχέση με όσα έχω δει στο θέατρο. Έχει μια ρομαντική «τσογλανιά» κι έναν χουλιγκανισμό που μ’ αρέσει πολύ. Επειδή πάντα στα φεστιβάλ είναι λίγες οι μέρες που παίζονται οι παραστάσεις, θα ήθελα να παιχτεί περισσότερες μέρες ίσως και σε άλλη συνθήκη και σε διαφορετικό χώρο αργότερα. Είναι λίγο δύσκολο να σταθεί σε άλλο θέατρο γιατί το σκηνικό είναι αρκετά ογκώδες και γενικά έχουμε πολύ χώμα και πολύ αίμα αλλά θα το προσπαθήσουμε. Ανυπομονώ να δω πως θα επικοινωνήσει η παράσταση με το κοινό. Από ‘κει και πέρα περιμένω μετά από την παράσταση να πάω λίγες διακοπές (γέλια)

-Τι σου έχει μάθει η συγκεκριμένη ομάδα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης);

Είναι σαν να με ρωτάς τι μου έμαθαν για τη ζωή οι φίλοι μου. Τους θαυμάζεις, τους εκτιμάς, τους ερωτεύεσαι και σου λένε πράγματα που δεν το περιμένεις σε σχέση με πάρα πολλά θέματα. Διαπιστώνω πως όταν κάθε διαδικασία γίνεται με αγάπη, θα βγει πάντα κάτι καλό και δυνατό. Όπως όταν κάποιος σου φτιάχνει ένα φαγητό με αγάπη, το το απολαμβάνεις και σου μένει η γεύση του ενώ όταν ένας άλλος κάνει το ίδιο με την ίδια συνταγή αλλά διεκπεραιωτικά, δεν θα σου αφήσει τίποτα. Το ίδιο γίνεται και στη δουλειά μας.

-Έχεις ψηλά την έννοια της φιλίας.

Πέρα από το θέατρο, έχω φίλους και από 5 χρονών και λόγω χρόνου, έχει δυσκολέψει λίγο να τους βλέπω. Μ’ αυτούς ξεσκάω. Σου λένε κι άλλα πράγματα που δεν σχετίζονται με τη δουλειά μας και τα βλέπεις όλα και λίγο απ’ έξω, κάτι που σε βοηθάει πολύ και σε προσγειώνει. Επειδή ακόμα και το feed μας στα social media γίνονται «θεατρικά» όταν συναναστρεφόμαστε συνέχεια με άτομα από τον χώρο, χάνεις κάποια κομμάτια από όσα γίνονται στην κοινωνία, αλλαγές, hype πράγματα και διάφορα που συμβαίνουν αλλά δεν τα έχεις δει. Ειδικά όταν ασχολείσαι με τη σκηνοθεσία πρέπει να τα ξέρεις. Είτε είναι trash είτε πιο σοβαρό, όταν αποκτά μια viral μαζικότητα, προσπαθώ να το ακολουθήσω και να καταλάβω τι γίνεται. Η παγίδα με τα να παρακολουθείς συγκεκριμένα πράγματα είναι πως νομίζεις ότι όλα περιστρέφονται γύρω από αυτά. Με τους φίλους μου, μας λένε ίδρυμα! Γιατί είμαστε 10 άτομα τόσα πολλά χρόνια πια που είναι περίεργο (γέλια). Τώρα έχουν έρθει δύο πολύ ταλαντούχοι φίλοι που ζούσαν στη Ρωσία και προσπαθώ να τους βοηθήσω με τις άδεις παραμονής και να βρουν σπίτι. Είναι συγκλονιστικό όταν το συζητάς πώς το νιώθουν να ζουν εκεί γιατί μπορεί να μη συγκρίνονται με τους Ουκρανούς, αλλά κι αυτοί αναγκάζονται να μεταναστεύσουν από τη χώρα τους. Τρομάζουν για τα δικαιώματα τους, δεν νιώθουν ασφάλεια και αναρωτιούνται «πώς κάνεις τέχνη τώρα με όλα αυτά που συμβαίνουν.

-Τι έχεις κρατήσει από την περίοδο που σπούδαζες στη Ρωσία; Και όσον αφορά τη ζωή και το εκπαιδευτικό κομμάτι.

Από τη δουλειά είναι πάρα πολλά. Ήμουν λίγο μεγαλύτερος γιατί είχα τελειώσει το Ωδείο Αθηνών εδώ στην Ελλάδα και είχα μια μεγαλύτερη ψυχραιμία να παρακολουθήσω τον τρόπο που δομούν τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Όταν έχεις μια τετραετία μπροστά σου, δεν ξεκινάς από την πρώτη μέρα να ετοιμάσεις τον φοιτητή να γίνει έτοιμος ηθοποιός αλλά τον περνάς από διαφορετικά στάδια ώστε στο τέλος της τετραετίας να είναι έτοιμος να εργαστεί. Είναι λίγο διαφορετική η διαδικασία σε σχέση με εδώ και δεν τα κάνεις όλα μαζί. Εκεί έμαθα από πολύ σημαντικούς ανθρώπους να δουλεύω με μέθοδο και τα «εργαλεία» της δουλειάς. Ουσιαστικά είναι μία επιστημονική μέθοδος για ένα καθαρά καλλιτεχνικό πράγμα.

Σχετικά με τη ζωή, παραδόξως συνήθισα στη ζέστη. Όλα τα σπίτια είχαν όλες τις ώρες φυσικό αέριο και ήταν συνέχεια το νερό ζεστό. Οπότε όταν γύρισα στην Ελλάδα και ξυπνούσα το πρωί χωρίς να έχω ανάψει καλοριφέρ, μου φαίνονταν πάρα πολύ κρύο το σπίτι. Δεν άλλαξα πολύ στην καθημερινότητα μου και στον τρόπο ζωής. Επίσης, δεν θα μπορούσε να ζήσω εκεί, περνάω καλά στην Ελλάδα. Εκτός από τους δικούς μου ανθρώπους, έχουμε πολύ ταλαντούχους καλλιτέχνες εδώ για να κάνουμε ωραία πρότζεκτ παρά τις δυσκολίες.

 

INFO ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΝΑΚΙ ΣΟΥ
«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι»
18 έως 21 Ιουλίου, στις 21:00
Πειραιώς 260

Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά – κοστούμια: Εύα Γουλάκου
Φωτισμοί :Τάσος Παλαιορούτας
Πρωτότυπη μουσική – σχεδιασμός ήχου Jeph Vanger
Επιμέλεια κίνησης: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Κουτσιούμπα
Παίζουν: Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης